Ο φόβος για την σωματική μας ακεραιότητα και την κοινωνική μας θέση είναι φόβοι πραγματικοί.
Η διαφορά- και είναι τεράστια- με τις φοβίες είναι το στοιχείου του παραλόγου. Οι φοβίες είναι παράλογες και συνήθως τις αντιμετωπίζουν άνθρωποι που θέλουν να έχουν μια 100% βεβαιότητα ότι δεν θα τους συμβεί κάτι έκτακτο και αιφνιδιαστικό, που θα αναστατώσει τη ζωή τους, το πρόγραμμά τους, τα σχέδιά τους.
Όμως, αν και σε μικρό ποσοστό, τα αεροπλάνα πέφτουν, τα πλοία βυθίζονται, τα αυτοκίνητα συγκρούονται και οι πεζοί κινδυνεύουν να γκρεμοτσακιστούν στα χαλασμένα πεζοδρόμια και στις λακκούβες. Ο άνθρωπος που αποκτά φοβίες έχει άγχος και ανασφάλεια γιατί δεν μπορεί να τα ελέγξει όλα, κυριολεκτικά παραλύει ακόμα και στον πιο ασήμαντο ενδεχόμενο και επιλέγει ασυνείδητα να εκφράσει αυτή την παράλογη απαίτηση με μια φοβία.
Ετσι, δεν θα μιλήσει στο κοινό, είτε πρόκειται για μικρή παρέα ή ένα ευρύτερο ακροατήριο αν δεν είναι σίγουρος ότι έχει μηδενίσει την πιθανότητα και της πιο μικρής αποτυχίας, όπως είναι ένα συντακτικό ή γραμματικό λάθος. Αυτό όμως είναι παράλογο, δυσανάλογο με τις συνηθισμένες συνθήκες της ζωής, και μη ρεαλιστικό. Άλλος ένας λόγος, που δημιουργεί φοβίες, είναι η σχέση μεταξύ του ερεθίσματος και του αποτελέσματος. Π.χ είναι διαφορετικό να φοβάσαι ένα καρχαρία (ερέθισμα) και διαφορετικό να αισθάνεσαι τον ίδιο φόβο για ένα μικρό ψαράκι.
Τέτοιες δυσαναλογίες μπορούν να κάνουν ανθρώπους μη λειτουργικούς, που αποφεύγουν να βγουν έξω από το σπίτι (αγοραφοβία) ή να συναντήσουν άλλους ( κοινωνική φοβία) , όπως επίσης να χάνουν απολαύσεις ή ευκολίες της ζωής, που μας προσφέρουν το αεροπλάνο, το ασανσέρ κλπ.