Γράφει ο I. ΔΕΡΝΕΛΛΗΣ Επιστημ. Συνεργάτης Παν/κός Καρδιολογικής κλινικής Ιπποκράτειο ΓΝΑ
Το καλοκαίρι είναι ίσως η ωραιότερη εποχή του χρόνου γιατί εκτός των άλλων περιλαμβάνει και τις θερινές διακοπές.
Για να χαρούμε όμως το καλοκαίρι πρέπει να έχουμε κάποιες γνώσεις ιδιαίτερα σημαντικές μάλιστα για ορισμένες υποομάδες του πληθυσμού.
Το καλοκαίρι πολλοί άνθρωποι χάνονται από θανάτους σχετιζόμενους με την ζέστη. Πρέπει όμως απ’ την αρχή να γίνει διάκριση μεταξύ των ημερών του καλοκαιριού που απλώς έχουμε αυξημένες θερμοκρασίες και εκείνες κατά τις οποίες παρατηρείται κύμα καύσωνα. Κατά τη διάρκεια του καύσωνα η θερμοκρασία ξεπερνά τους 40ο-42ο C.
Οι φτωχότερες τάξεις του πληθυσμού πλήττονται περισσότερο καθώς είναι οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες που καθορίζουν την πρόσβαση σε συστήματα κλιματισμού.
Η θνησιμότητα και η νοσηρότητα αυξάνονται κυρίως λόγω καρδιοαναπνευστικών προβλημάτων. Επομένως, είναι σημαντικό σε περιοχές που μαστίζονται από κύματα καύσωνα οι κατοικίες να έχουν κατάλληλο κλιματισμό. Επιπλέον, μια πιεστική ανάγκη είναι η ύπαρξη ενός εποπτικού συστήματος που να προειδοποιεί τις υγειονομικές υπηρεσίες μιας πόλης για τυχόν επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα.
Η πρόβλεψη πρέπει να προηγείται 48 ώρες ώστε να δίνεται ο απαραίτητος χρόνος προετοιμασίας.
Μεταξύ των προβλημάτων υγείας που σχετίζονται με την καρδιά κατά θερινούς μήνες τα σημαντικότερα είναι η αρτηριακή πίεση, η υπερχοληστερολαιμία και η στεφανιαία νόσος. Η αρτηριακή πίεση στους υπερτασικούς ασθενείς, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, παρουσιάζει μία μείωση της τάξης των 4 mmHg για την συστολική και 2 mmHg για την διαστολική πίεση κατά το καλοκαίρι.
Η μείωση αυτή είναι ανεξάρτητη από τις μεταβολές του βάρους του σώματος, Την συνήθεια του καπνίσματος και την χορήγηση αντιϋπερτασικών φαρμάκων. Παρόμοιες μεταβολές της αρτηριακής πίεσης παρατηρούνται και στα υγιή άτομα. Εντούτοις, η καρδιακή συχνότητα δεν μεταβάλλεται με τις εποχές του έτους.
Η καλοκαιρινή μείωση της αρτηριακής πίεσης εξαρτάται από την θέση του σώματος. Στην όρθια θέση η διαφορά της πίεσης το καλοκαίρι σε σχέση με τον χειμώνα είναι περίπου 10 mmHg. Επομένως, οι διαβητικοί ασθενείς και εκείνοι που ακολουθούν αγωγή διουρητικά και αγγειοδιασταλτικά φάρμακα είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένοι σε ορθοστατική υπόταση.
Αντίθετα οι αναστολείς των β- υποδοχέων μειώνουν αυτόν τον κίνδυνο.
Το καλοκαίρι υπάρχει τάση μειώσεως του σωματικού βάρους. Συνεπώς υπάρχει και τάση των επιπέδων των λιπιδίων του αίματος. Επιπλέον, το καλοκαίρι παρατηρείται μεταβολή των διατροφικών συνηθειών και φαίνεται ότι λόγω αυξημένης θερμοκρασίας, μειώνεται και η κατανάλωση λίπους.
Επιπλέον, κατά τους θερινούς μήνες παρατηρείται μείωση των περιστατικών του μυοκαρδίου. Η μείωση αυτή καταγράφεται σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές ανεξαρτήτως του κλίματος. Οι εποχιακές αυτές μεταβολές απουσιάζουν στους διαβητικούς ασθενείς και σε όσους λαμβάνουν αναστολείς των β- υποδοχέων υποδεικνύοντας μία εξάρτηση από το αυτόνομο νευρικό σύστημα.
Επιπλέον, φαίνεται ότι τα οξέα καρδιαγγειακά συμβάντα πυροδοτούνται από γεγονότα εκτός της αθηρωματικής πλάκας. Κατά τον χειμώνα ανευρίσκονται στο αίμα αυξημένες συγκεντρώσεις ινοδογώνου και άλλων παραγόντων της πήξεως, πιθανότατα λόγω της αύξησης των λοιμώξεων του αναπνευστικού.
Οι ουσίες αυτές αποτελούν παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση καρδιαγγειακών νοσημάτων και ενδεχομένως εξηγούν σε ένα ποσοστό τις εποχιακές μεταβολές.
Τα φάρμακα, σύμφωνα με την φαρμακοποιία των Ηνωμένων Πολιτειών, πρέπει να διατηρούνται σε θερμοκρασία μεταξύ των 15ο και 30ο C. Για αυτό, πρέπει να προσέχουμε κατά τους θερινούς μήνες να μην εκτίθενται τα φάρμακα στον ήλιο.
Εξ΄ άλλου μερικά από αυτά είναι φωτοευαίσθητα.
Ο κίνδυνος αφυδάτωσης είναι αυξημένος κατά το καλοκαίρι και υπάρχει ανάγκη συμπληρωματικής πρόσληψης νερού. Ο οργανισμός του ανθρώπου όταν εκτίθεται σε υψηλές θερμοκρασίες έχει εκτός από απώλειες ύδατος και απώλειες σε ηλεκτρολύτες και κυρίως σε χλωριούχο νάτριο.
Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τους ασθενείς που λαμβάνουν διουρητικά φάρμακα τα οποία οδηγούν σε επιπλέον μείωση των ηλεκτρολυτών. Έτσι, η συγκέντρωση των ηλεκτρολυτών πρέπει να παρακολουθείται σε αυτούς τους ασθενείς και αν χρειαστεί ανάγκη να γίνεται συμπληρωματική θεραπεία υποκατάστασης.