Η οξεία σκωληκοειδίτιδα προκαλεί πάντα ανησυχία στους ασθενείς διότι αν επιπλακεί μπορεί να απειλήσει τη ζωή.
Ωστόσο είναι μια φλεγμονή που εύκολα αντιμετωπίζεται και η εγχείρηση δεν είναι πια η μόνη επιλογή, αναφέρει η εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς».
Στους ασθενείς προσφέρεται με αυξανόμενη συχνότητα ένας κύκλος αντιβιοτικών ο οποίος όπως και η εγχείρηση πρέπει να αρχίζει αμέσως διότι χωρίς αντιμετώπιση μπορεί να συμβεί ρήξη της σκωληκοειδούς απόφυσης σε δύο ή τρεις ημέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων, η οποία θα οδηγήσει στη διαφυγή μικροβίων σε όλη την κοιλιά.
Τα συμπτώματα είναι πολλά και ποικίλα, αλλά λιγότεροι από τους μισούς πάσχοντες τα έχουν όλα. Συχνά αρχίζει με πρήξιμο της κοιλιάς (τυμπανισμός) και πόνο γύρω από τον ομφαλό που σύντομα επεκτείνεται χαμηλά δεξιά και γίνεται οξύς και συνεχής.
Η κοιλιά πιθανώς θα είναι ευαίσθητη στην αφή, ο ασθενής μπορεί να μένει διπλωμένος στα δύο, ενώ ο βήχας, το φτάρνισμα, οι απότομες κινήσεις ή ακόμα και μια βαθιά ανάσα μπορεί να εντείνουν τον πόνο. Μπορεί επίσης να εμφανιστούν χαμηλός πυρετός, ναυτία και έμετος, διάρροια ή δυσκοιλιότητα.
Αυτού του είδους τα συμπτώματα αποτελούν σαφή προειδοποίηση ότι απαιτείται έλεγχος από γιατρό. Ωστόσο ποσοστό έως και 50% των πασχόντων από σκωληκοειδίτιδα δεν τα εκδηλώνουν ποτέ, γεγονός που δυσχεραίνει σημαντικά τη διάγνωση.
Ο ρόλος της αποφύσεως
Η σκωληκοειδής απόφυση είναι προεξοχή του παχέος εντέρου σε σχήμα λεπτού δακτύλου και συνήθως βρίσκεται στην κάτω δεξιά πλευρά της κοιλιάς. Αν και παραδοσιακά εθεωρείτο άνευ σημασίας, τα τελευταία χρόνια έχει διαπιστωθεί ότι πιθανώς αποτελεί αποθήκη ωφέλιμων βακτηρίων που αναπληρώνουν τη χλωρίδα του εντέρου έπειτα από μια γαστρεντερίτιδα ή άλλης αιτιολογίας σοβαρή διάρροια.
Μελέτες έχουν δείξει πως όσοι έχουν υποβληθεί σε σκωληκοειδεκτομή έχουν αυξημένες πιθανότητες να παρουσιάζουν υποτροπιάζουσες λοιμώξεις με το βακτήριο κλωστηρίδιο difficile οι οποίες χαρακτηρίζονται από σοβαρή, δύσκολα αντιμετωπίσιμη διάρροια.
Η σκωληκοειδίτιδα είναι πιο συχνή στα παιδιά και τους νεαρούς ενηλίκους καθώς και στους άνδρες σε σύγκριση με τις γυναίκες, αλλά ο κίνδυνος ρήξης είναι υψηλότερος στους ηλικιωμένους. Υπολογίζεται ότι κάθε άνθρωπος έχει 7% έως 14% πιθανότητες να την αναπτύξει κάποια στιγμή στη ζωή του.
Τα αντιβιοτικά
Η σκωληκοειδεκτομή συχνά εκτελείται πλέον λαπαροσκοπικά για συντόμευση της περιόδου ανάρρωσης και λιγότερο πόνο, ενώ αρκετές πρόσφατες μελέτες δείχνουν πως αν δεν υπάρχουν επιπλοκές δεν είναι αναγκαίο να οδηγείται κανείς επειγόντως στο χειρουργείο, αλλά είναι προτιμότερο να λαμβάνει αντιβιοτική αγωγή.
Σε μία από αυτές τις μελέτες που πραγματοποιήθηκε σε 540 ενηλίκους το 72,7% όσων πήραν αντιβιοτικά αντί να χειρουργηθούν δεν χρειάστηκε να υποβληθούν σε εγχείρηση ένα χρόνο αργότερα ούτε είχαν συνέπειες από την καθυστέρηση. Σε μία άλλη μελέτη με 3.236 ασθενείς που δεν χειρουργήθηκαν, μόνο το 5,9% δεν ιάθηκε με την αντιβιοτική αγωγή, ενώ η φλεγμονή επέστρεψε στο 4,4%.
Βέβαια, η ιδέα της μη χειρουργικής αντιμετώπισης της σκωληκοειδίτιδας δεν είναι ευπρόσδεκτη από την πλειονότητα των χειρουργών, όπως έγραψε τον περασμένο μήνα στην «Επιθεώρηση της Αμερικανικής Ιατρικής Εταιρείας» (JAMA) η δρ Ντέινα Α. Τέλεμ, επίκουρη καθηγήτρια Χειρουργικής και αναπληρώτρια διευθύντρια του Τμήματος Βαριατρικής Χειρουργικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Stony Brook στη Νέα Υόρκη.
Ωστόσο πόσθεσε πως υπάρχουν μη χειρουργικές επιλογές για τις οποίες πρέπει να ενημερώνονται οι ασθενείς, διότι μερικές φορές η φλεγμονή στη σκωληκοειδή απόφυση υποχωρεί μόνη της χωρίς θεραπεία και άλλες αποδεικνύεται ότι δεν ήταν φλεγμονή και έτσι δεν χρειαζόταν χειρουργική εκτομή.
«Οι χειρουργοί θα πρέπει να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στην ενημέρωση των ασθενών για τα οφέλη και τους κινδύνους τόσο της μη χειρουργικής αντιβιοτικής θεραπείας όσο και της χειρουργικής αντιμετώπισης της σκωληκοειδίτιδας», δήλωσε η δρ Τέλεμ.
Έσπευσε όμως να επισημάνει πως οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται ότι δεν υπάρχουν ακόμα μακροπρόθεσμα επιστημονικά δεδομένα για την έκβαση της πορείας ασθενών που επιλέγουν τα αντιβιοτικά και συνεπώς δεν είναι γνωστό αν θα υποτροπιάσουν έπειτα από πέντε ή περισσότερα χρόνια.