Ο πρόλογος του Αρχιεπισκόπου κυρίου Ιερωνύμου στο βιβλίο του Γ. Κατσιμπάρδη “Στα Άδυτα Οκτώ Ιερών του Ελληνισμού”
“Με την οριστική στροφή στο χριστιανισμό η Εκκλησία έγινε η κιβωτός στην οποία διεσώθη η αρχαία παράδοση…”
Με τις άριστες θεολογικές, φιλολογικές αλλά και αρχαιοελληνικές γνώσεις που έχει ως διδάκτωρ Πανεπιστημίου και, κυρίως, με τις εμπειρίες του ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ο κ. Ιερώνυμος, μελέτησε και προλόγισε το βιβλίο του πρώην υφυπουργού Εσωτερικών Γιώργου Κατσιμπάρδη “Στα Άδυτα Οκτώ Ιερών του Ελληνισμού”, που τυπώνεται με τη μορφή Λευκώματος και θα παρουσιαστεί τον Οκτώβριο.
Ο μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος, με λέξεις και φράσεις που περιέχουν βαθιά νοήματα με οικουμενικά χαρακτηριστικά καθώς, δεν είναι μόνο επαινετικά για το βιβλίο αλλά στέλνουν και πολλαπλά μηνύματα σε όλους, ανεξάρτητα από τη θρησκεία, τη φυλή, την ηλικία και τα πιστεύω του καθενός από εμάς, αναφέρει τα εξής:
«Περίφημος έχει μείνει ο λόγος του Αποστόλου Παύλου προς τους Αθηναίους ότι, διερχόμενος από τα ιερά τους σεβάσματα, διαπίστωσε πως διακρίνονται για τη μεγάλη ευσέβειά τους, σε σημείο να έχουν αφιερώσει βωμό «τω αγνώστω θεώ». Η θερμή ευσέβεια των Ελλήνων, η ιδιαίτερη σχέση τους με το θείο, υπήρξε διαχρονικά ο ιερός πυρήνας του ελληνικού πολιτισμού. Ο ναός αποτελεί το κέντρο τόσο της εκκλησιαστικής κοινότητος όσο και της αρχαίας ελληνικής πόλεως. Δε νοείται λοιπόν κλασικός πολιτισμός χωρίς τον Παρθενώνα, πόλη χωρίς τα ιερά της και Κωνσταντινούπολη χωρίς της Αγιά Σοφιά. «Δεν υπάρχει», γράφει ο Πλούταρχος, «ούτε έχει υπάρξει κανείς που να είδε κάποια πόλη χωρίς ιερά και θεούς, που να μη χρησιμοποιεί ευχές, όρκους, μαντείες ή θυσίες».
Η κληρονομιά αυτή έχει διαποτίσει κάθε γωνιά του τόπου μας, με βαθιές ρίζες, ιστορικές και βιωματικές. Και η Εκκλησία βρέθηκε κληρονόμος αυτής της μακραίωνης παράδοσης σε μια θαυμαστή συνέχεια, παρά τη θεμελιακή τομή που επέφερε στη θεώρηση του κόσμου και των πραγμάτων. Έτσι, η χριστιανική Ελλάδα συνέχισε και ανέπλασε οργανικά την κληρονομιά της αρχαιότητας. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, τα αγαθά της παιδείας και του πολιτισμού είναι τα πιο σημαντικά, και αυτό δεν ισχύει μόνο για την εκκλησιαστική παράδοση αλλά και για την εξωχριστιανική.
Τα σωζόμενα μνημεία και οι αρχαιολογικές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν αυτό που συνέβη σε πολλά μέρη του ελλαδικού χώρου, ότι δηλαδή οι ιεροί τόποι παραμένουν ιεροί στη διάρκεια των αιώνων, έστω και αν αλλάζει το περιεχόμενο της λατρείας τους. Ωστόσο, ο ναός, ως επίγειος οίκος του Θεού και καταφύγιο των ψυχών, δεν είναι μόνο ένας ιερός τόπος προσευχής και ιερουργιών. Αποτελεί το κοινό θεμέλιο και κτήμα, τη βάση του πολιτισμού μας και την κινητήρια πνοή του. Τεκμήρια της αδιάκοπης αυτής σχέσεως με το θείο είναι τα ιερά αυτά σεβάσματα της πίστεως, μια ανεκτίμητη κληρονομιά που από γενιά σε γενιά διδάσκει και ζωογονεί. Και με την οριστική στροφή στο χριστιανισμό, η Εκκλησία θα γίνει πλέον η κιβωτός στην οποία θα διασωθεί η αρχαία παράδοση και κάθε ευγενές επίτευγμα του πολιτισμού μας ανά τους αιώνες.
Στην ιστορία της Ορθοδοξίας, ακόμη και τα ταπεινά υλικά της αρχιτεκτονικής εκφράζουν θεολογικές αλήθειες. Δεν είναι καθόλου ασήμαντο το γεγονός ότι ταυτίζουμε και ονομαστικά το ναό με την Εκκλησία. Τα λαμπρά ιερά μνημεία του αρχαίου και χριστιανικού πολιτισμού αποτελούν καρπούς της θερμής πίστεως και ευλάβειας των προγόνων μας, υπενθυμίζοντάς μας την ευθύνη να σταθούμε στο ύψος όσων αυτοί προσέφεραν. Τότε που και οι πέτρες μαρτυρούσαν το μεγαλείο της θεολογίας, όπως αυτή εκφραζόταν μέσω της αρχιτεκτονικής των ναών και των μοναστηριών. Οι βυζαντινές εκκλησίες μας, οι ιστορικές Ιερές Μονές και τα πανελλήνια ορθόδοξα Ιερά, φανερώνουν τη ζωτική πνοή που έθρεψε διαχρονικά τον πολιτισμό μας και είναι αψευδείς μάρτυρες της ανάγκης γι’ αυτή τη συνάντηση.
Δεν έχω παρά να συγχαρώ τον Γιώργο Κατσιμπάρδη για το έργο του αυτό, το οποίο παρουσιάζει πρόσθετο ενδιαφέρον και για τη βαρύτητα που δίνει στους Δελφούς, στα βοιωτικά μνημεία και την ιστορία της Θήβας, και να απευθύνω τις θερμές πατρικές ευχές μου προς τον ίδιο και όλους τους αγαπητούς αναγνώστες αυτής της σημαντικής εκδόσεως, ευχόμενος την ευρεία ευόδωση και καρποφορία της».