Η μέρα σήμερα είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στη μνήμη των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου.
Παιδί ψαρά από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και αδελφός του πρωτόκλητου Αντρέα, ο Πέτρος, ζούσε μια δύσκολη ζωή και είχε ως μοναδική περιουσία τα αλιευτικά του εργαλεία. Η αγνότητα της ψυχής, η ευθύτητα , η αποφασιστικότητα και η αφοσίωσή του στην πατρική πίστη ήταν οι προϋποθέσεις για να γίνει εκλεκτός απόστολος του Χριστού.
«Ευθέως», όπως λέγει ο ευαγγελιστής , αυτός και ο αδελφός του εγκατέλειψαν τα δίχτυα και τον πατέρα τους για να ακολουθήσουν τον Χριστό, που υποσχέθηκε να τους κάνει ψαράδες ανθρώπων.
Η μεγάλη αφοσίωση προς το Διδάσκαλό του φαίνεται όταν τολμά να περπατήσει πάνω στη θάλασσα, όταν προσπαθεί να εμποδίσει τους στρατιώτες που πήγαν να Τον συλλάβουν, ακόμη κι όταν Τον αρνείται αλλά μετανοεί και κλαίει πικρά.
Αυτός τρέχει πρώτος στον τάφο του Ιησού, όταν πληροφορείται το γεγονός της Ανάστασης από τις Μυροφόρες και εκ μέρους όλων των Αποστόλων, κηρύττει στα πλήθη κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Η ιεραποστολική του δράση ξεκίνησε από την Ιουδαία και επεκτάθηκε στην Αντιόχεια και άλλα μέρη της Ασίας. Τελικά έφθασε μέχρι τη Ρώμη, όπου και υπέστη σταυρικό θάνατο από τον αυτοκράτορα Νέρωνα, γύρω στο 67 μ.Χ. Δύο από τις συνολικά επτά καθολικές επιστολές της Καινής Διαθήκης γράφτηκαν από τον Απόστολο Πέτρο.
Ο Απόστολος Παύλος ήταν αρχικά διώκτης των Χριστιανών και δεν ανήκει στον κύκλο των δώδεκα μαθητών του Χριστού. Γεννημένος στην Ταρσό της Κιλικίας από εύπορους γονείς, γύρω στο 10μ.Χ., έλαβε άρτια ελληνική μόρφωση και έγινε φανατικός τηρητής του νόμου και εκλεκτό μέλος της παράταξης των Φαρισαίων. Η ένταξή του στην Εκκλησία έγινε με θαυμαστό τρόπο όταν πήγαινε προς τη Δαμασκό για να συλλάβει τους Χριστιανούς. Μετά τη βάπτισή του έζησε ασκητικά για μια τριετία και ύστερα, με κέντρο την Αντιόχεια και καθοδηγητή αρχικά και μετέπειτα συνοδό τον Απόστολο Βαρνάβα, ξεκίνησε τις περιοδείες του επισκεπτόμενος πρώτα την Κύπρο.
Απόστολος των εθνών και διδάσκαλος της οικουμένης και πρώτος μετά τον Χριστό ονομάστηκε ο Παύλος. Στις τέσσερις περιοδείες του ίδρυσε εκκλησίες από την Παλαιστίνη μέχρι την Ισπανία, απευθύνοντας σ’ αυτές τις δεκατέσσερις επιστολές του, που περιλαμβάνονται στην Καινή Διαθήκη. Στη διάδοση του λόγου του Θεού χρησιμοποίησε ως εργαλείο την ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία και διακήρυξε την απελευθέρωση από την αμαρτία, από τη δουλεία και από την καταδυνάστευση του μωσαϊκού νόμου. Υπέφερε φυλακίσεις, ραβδισμούς, λιθοβολισμούς, ναυάγια, συκοφαντίες από Ιουδαίους και εθνικούς και κάθε είδους διώξεις. Τελικά μιμήθηκε τον Ιησού μέχρι τέλους, με το να γίνει μάρτυρας της Εκκλησίας κατά το διωγμό του Νέρωνα στη Ρώμη.