Του π. Παναγιώτη Θεοδώρου
Σύντομος βίος του Αγίου
Ο Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και γεννήθηκε το 580. Διδάχθηκε τα γράμματα εξ απαλών ονύχων και έμαθε το χριστιανισμό από τους ευλαβείς γονείς του. Ακολούθως συνέχισε τις σπουδές του στη Φιλοσοφία και Θεολογία.
Το μέγεθος της συγκροτημένης του προσωπικότητας και το ύψος του αναστήματός του κέρδισε την εκτίμηση του Αυτοκράτορα Ηράκλειου, ο οποίος και τον διόρισε γραμματέα του. Στη περιζήτη αυτή θέση, όμως, ο Όσιος παρέμεινε για λίγο μόνο χρονικό διάστημα, αφού, γύρω στο 613, αποσύρθηκε από τον κόσμο, προκειμένου να γίνει μοναχός. Τότε ο Μάξιμος εγκαταστάθηκε στη Μονή Φιλιππικού στη Χρυσούπολη της Βιθυνίας, όπου και ασκήτεψε για δέκα χρόνια.
Από εκεί πήγε για δύο ακόμη χρόνια στη Μονή του Αγίου Γεωργίου της Κυζίκου, από όπου, το 626, λόγω των αραβικών επιδρομών, αναχώρησε για τη Βόρεια Αφρική. Η Πρόνοια του Θεού, λοιπόν, τον οδήγησε εκεί, γιατί στην περιοχή την εποχή εκείνη ξέσπασε θεολογική διαμάχη, λόγω της δράσης της αίρεσης των Μονοθελητών.
Η αίρεση του Μονοθελητισμού προέκυψε όταν, λόγω των αραβικών επιδρομών του 7ου αιώνα, Αυτοκράτορες, αλλά και Πατριάρχες, που στερούνταν αγιοπνευματικού φωτισμού, επιχείρησαν να ελκύσουν τους μονοφυσίτικους πληθυσμούς των περιοχών της Συρίας, της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου και της Αρμενίας, χρησιμοποιώντας θεολογικές διατυπώσεις φιλικότερες προς τις μονοφυσίτικες δοξασίες τους. Έτσι, όμως, νόθευσαν την ορθόδοξη θεολογία και εισήγαγαν τον Μονοθελητισμό και κατ’ επέκταση τον Μονοενεργητισμό.
Πρωταγωνιστές αυτής της καμουφλαρισμένης αίρεσης απέβησαν ο Πατριάρχης Σέργιος και ο διάδοχός του Πύρρος. Αυτοί οι δύο συνέταξαν σχετική “Έκθεση”, η οποία κυκλοφόρησε επίσημα το 638, φέροντας την υπογραφή του Αυτοκράτορα Ηράκλειου και επικύρωση από Ενδημούσα Πατριαρχική Σύνοδο. Η «Έκθεση» αυτή, κήρυσσε ότι ο Χριστός έχει μία μόνο θέληση και άρα μία ενέργεια. Εάν όμως αυτή η θεωρία ίσχυε τότε σημαίνει ότι ο Θεός δεν έγινε αληθινός άνθρωπος και άρα απέτυχε παταγωδώς να σώσει το ανθρώπινο γένος. Συνεπώς μάταιη η επι της γης παρουσία Του, ατελέσφορο το έργο Του και άχρηστη η διδασκαλία Του. Σε γενικές γραμμές, τα ίδια θεολογικά εγκλήματα διέπρασσε και ο Μονοφυσιτισμός, ο οποίος καταδικάστηκε τόσο στην Δ’ Οικουμενική το 451 όσο και στην Ε’ Οικουμενική Σύνοδο το 553. Κατά βάση, λοιπόν, ο Μονοθελητισμός και ο Μονοενεργητισμός είναι Μονοφυσιτισμός. Την «΄Εκθεση» ακολούθησε ο «Τύπος», ένα διάταγμα που υπεράσπιζε την εν λόγω αίρεση και το οποίο εξέδωσε ο Κώνστας ο Β΄, εγγονός του Ηράκλειου.
Λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης και επειδή η κοσμική και εκκλησιαστική εξουσία της Ανατολής αγνοούσαν κάθε ορθόδοξη φωνή, το 645 ο Άγιος Μάξιμος απευθύνθηκε στον Επίσκοπο Ρώμης Πάπα Μαρτίνο τον Α΄, με τον οποίο αποφάσισαν τη σύγκληση Συνόδου, η οποία και πραγματοποιήθηκε στο Λατερανό το 649. Η Σύνοδος αυτή, μεταξύ άλλων, αποφάσισε ότι η «Ἐκθεση» και ο «Τύπος» είναι αιρετικά έγγραφα και αναθεμάτισε τον Σέργιο. Η ενέργεια του Πάπα κρίθηκε υπερβολική, γι’ αυτό και ο Κώνστας διέταξε τόσο τη σύλληψη του Μαρτίνου, όσο και του Μάξιμου, τους οποίους και έσυραν μέχρι την Κωνσταντινούπολη για να δικαστούν. Ο Πάπας Μαρτίνος βασανίστηκε και απέθανε από τις κακουχίες στην εξορία το 655. Παρόμοια τύχη είχε και ο Άγιος Μάξιμος. Βασανιστήρια και εξορία και επιπλέον αποκοπή της γλώσσας του και του δεξιού του χεριού. Ο Όσιος κοιμήθηκε το 662 σε ηλικία 82 ετών.
Μερικά χρόνια αργότερα, η ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος το 681 καταδίκασε τον Μονοθελητισμό και τον Μονοενεργητισμό, καθώς και τους κυρίως πρωταγωνιστές, όπως τους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο και Πύρρο, τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Κύρο, τον Αντιοχείας Μακάριο, και επαναδιατύπωσε τη θεολογική θέση της Εκκλησίας περί δύο Φύσεων, δύο Θελημάτων και Ενεργειών στο ένα Πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Ο Όσιος Μάξιμος, ο σπουδαίος αυτός Πατέρας της Εκκλησίας, συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωση της θεολογικής γλώσσας, όσο αφορά στο θέμα των δύο θελήσεων του Ιησού Χριστού. Με δεκάδες έργα, απαράμιλλη θεολογική δεξιότητα και εκπληκτική σαφήνεια ανέπτυξε τη Χριστολογία κατά υποδειγματικό τρόπο. Ο αγώνας του έγινε με τον κατ’επίγνωση ζήλο. Ο ενθουσιασμός του για υπεράσπιση της Ορθοδοξίας ήταν καρπός της πολύχρονης άσκησης μέσα στην έρημο. Πλούσιος αγιοπνευματικών εμπειριών και χαρισμάτων ανέλαβε να σηκώσει στις ωμοπλάτες του το θεολογικό βάρος, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η φοβερή αίρεση των Μονοθελητών. Ο Μάξιμος εξήγησε γιατί δεν υπάρχει μονοθελητισμός στο Πρόσωπο του Χριστού, ομολόγησε τις δύο Θελήσεις, τη Θεία και την Ανθρώπινη, και ανάπτυξε τη θεολογία της αντίδοσης των ιδιωμάτων των δύο φύσεων.
Υπογραμμίζει, λοιπόν, ότι “ἡμεῖς δέ τοῖς ἁγίοις Πατράσιν ἑπόμενοι, φαμέν, ὅτιπερ Αὐτός ὁ τῶν ὅλων Θεός, ἀτρέπτως γενόμενος ἄνθρωπος, οὐ μόνον ὡς Θεός ὁ αὐτός καταλλήλως τῇ αὐτοῦ θεότητι ἤθελεν, ἀλλά καί ὡς ἄνθρωπος ὁ αὐτός καταλλήλως τῇ αὐτοῦ ἀνθρωπότητι … Εἰ τό λέγειν τάς φύσεις ἄνευ τῆς ἑκάστῃ προσούσης ἰδιότητος, ἤ Θεόν τέλειον καί ἄνθρωπον τέλειον τόν Χριστόν, ἄνευ τῶν τῆς τελειότητος γνωρισμάτων, ἀναθεματιζέσθωσαν αἱ σύνοδοι καί πρό τούτων οἱ Πατέρες. Οὐ μόνον τάς φύσεις, ἀλλά καί τήν ἑκάστης φύσεως ἰδιότητα, ὁμολογεῖν ἡμῖν νομοθετήσαντες. Καί οὐ μόνον Θεόν τέλειον καί ἄνθρωπον τέλειον τόν αὐτόν, ἀλλά καί τῆς τελειότητος τά γνωρίσματα, τουτέστιν, ὁρατόν καί ἀόρατον τόν αὐτόν καί ἕνα λέγοντες, θνητόν καί ἀθάνατον, φθαρτόν καί ἄφθαρτον, ἁπτόν καί ἀναφῆ, κτιστόν καί ἄκτιστον. Καί κατ᾿ αὐτήν τήν εὐσεβῆ ἔννοιαν, καί δύο εὐσεβῶς θελήματα τοῦ αὐτοῦ καί ἑνός ἐδογμάτισαν”. Ο Χριστός, λέγει ο Μάξιμος, “῾Ο αὐτός ὅλος ἦν Θεός μετά τῆς ἀνθρωπότητος, καί ὅλος ὁ αὐτός ἄνθρωπος μετά τῆς θεότητος· αὐτός ὡς ἄνθρωπος, ἐν ἑαυτῷ καί δι᾿ ἑαυτοῦ τό ἀνθρώπινον ὑπέταξε τῷ Θεῷ καί Πατρί, τύπος ἡμῖν ἑαυτόν ἄριστον καί ὑπογραμμόν διδούς πρός μίμησιν, ἵνα καί ἡμεῖς πρός αὐτόν ὡς ἀρχηγόν τῆς ἡμῶν ἀφορῶντες σωτηρίας, τό ἡμέτερον ἑκουσίως προσχωρήσωμεν τῷ Θεῷ, ἐκ τοῦ μηκέτι θέλειν παρ᾿ ὅ αὐτός θέλει”.
Ο Αγιος Μάξιμος στα έργα του αναφέρει ότι τα γραφόμενά του δεν είναι αποκύημα της σκέψης του, αλλά η πεμπτουσία της σοφίας εκείνων των Πατέρων που μελέτησε το βίο και τα έργα τους. Ο Μάξιμος, δηλαδή, δεν θεωρούσε ότι καινοτομούσε στα θέματα πίστεως, αλλά ότι συνόψιζε και επαναλάμβανε κάποια θεολογικά πράγματα.
Ο Χριστιανός, έλεγε, είναι απαραίτητο να έχει αγαθή προαίρεση, γιατί σε διαφορετική περίπτωση η Χάρη του Παναγίου Πνεύματος δεν αποκαλύπτεται στην καρδιά του. Επιπλέον, η αγαθότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρετή της ταπεινοφροσύνης. Ο ταπεινός είναι σε θέση να εμπιστεύεται τους Πατέρες της Εκκλησίας και να αποδέχεται τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουν την Αγία Γραφή.
Η κακή προαίρεση και η υπερηφάνεια, λοιπόν, είναι ο λόγος που οι εκάστοτε αιρετικοί αποβαίνουν -και παραμένουν- αιρετικοί, όπως οι Μονοθελήτες.
Η Εκκλησία τελεί τη μνήμη του Οσίου Μαξίμου στις 21 Ιανουαρίου, στις 13 Αυγούστου και στις 20 Σεπτεμβρίου.
Διάκονος π. Παναγιώτης Θεοδώρου