Γεννήθηκε στα Ιωάννινα από ευσεβείς γονείς. Όταν ενηλικιώθηκε, ήλθε στο Άγιον Όρος κι έγινε μοναχός στη μονή Δοχειαρίου. Για τις αρετές του, μετά από καιρό, εξελέγη ηγούμενος.
Τη μονή «εις ύψιστον βαθμόν ακμής ήγαγεν, εκθύμως και παντοίοις άσκητικοίς κανόσι παροτρύνων εις πολιτείαν όλως θεάρεστον τους υπό την εποπτείαν αύτού συνασπισμένους μοναχούς και τον προς τα θεία διάπυρον ζήλον αύτού μεταδιδούς».
Αργότερα, ανάγκες τον οδήγησαν έξω του Όρους. Μαζί με τον ανεψιό του πήγε στη σκήτη της Βέροιας, όπου έκτισε μονή προς τιμήν της Θεοτόκου «συναγαγών πολλούς μιμητάς της ενάρετου πολιτείας αυτού». Όταν η μονή αυτή προχώρησε στην πνευματική ζωή, άφησε τον ανεψιό του να τη διευθύνει κι αυτός πήγε στη Νάουσα, όπου έκτισε άλλη μονή προς τιμή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών.
Συγκεντρώθηκαν και εδώ πολλοί μοναχοί, στους όποιους ήταν ηγούμενος επί «χρόνον ικανόν». Πολλοί χριστιανοί κατέφευγαν στον όσιο προς παρηγοριά και στηριγμό.
Κατόπιν επέστρεψε στη σκήτη της Βέροιας, όπου εκοιμήθη και ετάφη, αφού είχε προβλέψει την έκδημία του. Στη σκήτη υπάρχει μέρος των τιμίων λειψάνων του. Η θαυματόβρυτη κάρα του φυλάγεται στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ναούσης. Στη μονή Δοχειαρίου σώζεται η «πατερίτσα» του οσίου.
Ο όσιος Θεοφάνης, και όσο ζούσε στη γη και μετά την ειρηνική του αποδημία, τέλεσε πλήθος θαυμάτων. Μεταξύ αυτών αναφέρονται πώς μετέβαλε θαλασσινό νερό σε πόσιμο, κόπασε σφοδρή θαλασσοταραχή, θεράπευσε λεπρό Αγαρηνό, ίασε επίσης ανθρώπους σχιζοφρενείς και κουλούς και γυναίκες αιμορροούσες κι επιληπτικές.
Τη Νάουσα απάλλαξε από πανώλη και ανομβρία, της οποίας ο όσιος είναι πολιούχος.
Ο βίος και η ακολουθία του εκδόθηκαν για πρώτη φορά στη Βενετία το 1764. Νεώτερη ακολουθία συνέθεσε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.