Στο ακριτικό αιγαιοπελαγίτικο νησί της Σάμου με τις απαράμιλλες φυσικές ομορφιές και την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά ο λαοφιλής σε Ανατολή και Δύση προστάτης άγιος των θαλασσών και των ναυτικών Άγιος Νικόλαος απολαμβάνει ξεχωριστή τιμή στη θρησκευτική ζωή των ευσεβών κατοίκων του.
Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται και από τον μεγάλο αριθμό των τιμωμένων επ’ ονόματί του ιερών ναών, οι οποίοι κοσμούν πόλεις και χωριά, ακρογιαλιές και εξοχικές ορεινές τοποθεσίες. Ανάμεσα στους πολυάριθμους ναούς του Αγίου Νικολάου στο εύανδρο νησί της Σάμου ξεχωρίζουν αρκετοί για την ιστορικότητά τους. Το 1500 κτίσθηκε σύμφωνα με τη σωζόμενη επιγραφή ο ιστορικός ναός του Αγίου Νικολάου του Αναπλιώτου στο παραδοσιακό Παλαιό Καρλόβασι, του οποίου η επωνυμία οφείλεται στην εικόνα του Αγίου που έφεραν από το Ναύπλιο οι Πελοποννήσιοι οικιστές το 1715 ή το 1769. Ο αρχαιότερος ναός στην κωμόπολη των Μυτιληνιών τιμάται επ’ ονόματι του Αγίου Νικολάου και υπολογίζεται ότι κτίσθηκε το 1624, μνημονεύεται δε το 1666 στο βιβλίο του Αρχιεπισκόπου Σάμου Ιωσήφ Γεωργειρήνη «Περιγραφή της Σάμου».
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι ο ναός του Αγίου Νικολάου στο κοσμοπολίτικο Πυθαγόρειο κτίσθηκε πάνω στα θεμέλια αρχαίου ναού πριν το 1666. Από το έτος 1728 χρονολογείται ο ναός του Αγίου Νικολάου στο Ηραίον, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τη σχετική επιγραφή στο υπέρθυρο της εισόδου του ναού, ενώ το 1772 αποπερατώθηκε ο ναός του Αγίου Νικολάου στον Όρμο Μαραθοκάμπου, ο οποίος ήταν μετόχιο της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου του Αγίου Όρους. Το 1841 θεμελιώθηκε ο ενοριακός ναός του Αγίου Νικολάου στο χωριό Κουμαίικα, ενώ το 1888 ανακαινίσθηκε ο ναός του Αγίου Νικολάου στο χωριό Μεσόγειο (Κάτω Αρβανίτες).
Μεταξύ των ετών 1850-1855 ανεγέρθηκε στο Βαθύ Σάμου, την ιστορική πρωτεύουσα του ακριτικού νησιού, ο περικαλλής ιερός μητροπολιτικός ναός του Αγίου Νικολάου, όπου κατ’ έτος εορτάζεται με την πρέπουσα εκκλησιαστική λαμπρότητα ο πολιούχος και προστάτης άγιος της πόλεως. Αλλά και όλες οι παραλιακές περιοχές της Σάμου σεμνύνονται με ναούς επ’ ονόματι του Αγίου Νικολάου. Έτσι ο φιλεύσπλαχνος και λαοφιλής ιεράρχης των Μύρων της Λυκίας τιμάται με φερώνυμους ναούς στο Μαλαγάρι, στα Αυλάκια (όπου η εικόνα του Αγίου στο τέμπλο του ναού φιλοτεχνήθηκε το 1852), στο Κουρούντερε, στην παραλία Κοντακαιίκων, στο Ποτάμι Καρλοβάσου, στο Ποσειδώνιο (όπου ο ναός εγκαινιάσθηκε το 1861), στην παραλία της Μουρτιάς, στο Ποτοκάκι (όπου ο ναός περιήλθε το 1828 στην κυριότητα της Ιεράς Μονής Τιμίου Σταυρού Σάμου, της οποίας έκτοτε αποτελεί μετόχιο).
Αλλά και κατά τις αρχές του 20ου αιώνα δύο νέοι μεγαλοπρεπείς ναοί επ’ ονόματι του θαυματουργού προστάτου των ναυτικών Αγίου Νικολάου θεμελιώνονται στο ιστορικό και εύανδρο νησί της Σάμου, οι οποίοι με την αρχιτεκτονική τους λαμπρότητα αποτελούν το καμάρι και το καύχημα των κατοίκων του νησιού, ενώ προκαλούν τον θαυμασμό και το ενδιαφέρον των φιλόκαλων και φιλίστορων επισκεπτών.
Έτσι στις 18 Σεπτεμβρίου 1902 θεμελιώνεται ο μεγαλοπρεπής ιερός ναός του Αγίου Νικολάου στο γραφικό παραθαλάσσιο χωριό Κοκκάρι, ο οποίος με συνολικό εμβαδόν 705,5τ.μ. είναι ο μεγαλύτερος ναός της Σάμου και ένας από τους μεγαλύτερους και επιβλητικότερους ναούς στην περιφέρεια των νησιών του Αιγαίου. Στις 30 Απριλίου 1904 θεμελιώνεται στον Όρμο Καρλοβάσου ο μεγαλοπρεπής ιερός ναός του Αγίου Νικολάου, ο οποίος αποτελεί ένα επιβλητικό αρχιτεκτονικό κόσμημα για την αρχοντική πόλη του Καρλοβάσου με τη μακρόχρονη πολιτιστική παράδοση.
Αλλά ο 20ος αιώνας επεφύλασε για το ακριτικό νησί της Σάμου την ξεχωριστή ευλογία και τιμή να φανερωθεί θαυματουργικώς σε μια ήσυχη και απομακρυσμένη ορεινή περιοχή του νησιού ο λαοφιλής στους χριστιανούς της Ανατολής και της Δύσης και φιλάνθρωπος επίσκοπος στα Μύρα της Λυκίας Άγιος Νικόλαος ο θαυματουργός, ο υμνηθείς από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας ως «κανόνας πίστεως και εικόνα πραότητος», ο πολιούχος και έφορος της πόλεως Σάμου, επ’ ονόματι του οποίου είναι αφιερωμένος ο ιστορικός ιερός μητροπολιτικός ναός του νησιού, αλλά και ο θεμελιωθείς στο Κοκκάρι μεγαλύτερος ναός της Σάμου, ο τιμώμενος με πολυάριθμα γραφικά εξωκκλήσια και παρεκκλήσια στις θελκτικές ακρογιαλιές και στα καταπράσινα βουνά της μαγευτικής Σάμου προστάτης άγιος των ναυτικών.
Έτσι στην ορεινή περιοχή «Νικήτα» που βρίσκεται ανατολικά από το δροσερό και καταπράσινο χωριό Πάνδροσο η χάρις του Θεού θέλησε να αποκαλύψει θαυμαστά σημεία και σ’ ένα επιβλητικό πέτρινο ύψωμα να ανεγερθεί χάρη στη θαυματουργική φανέρωση του Αγίου ένα από τα πλέον αξιοπρόσεκτα εκκλησάκια της Σάμου που τιμούνται στο όνομα του λαοφιλούς Αγίου Νικολάου και που εντυπωσιάζουν κάθε φυσιολάτρη επισκέπτη και ευσεβή προσκυνητή. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι η παλαιά ονομασία του χωριού Πάνδροσο, το οποίο έλαβε αυτή την ονομασία το 1958 λόγω του δροσερού του κλίματος, ήταν Πάνω Αρβανίτες για να ξεχωρίζει από το όμορο χωριό Κάτω Αρβανίτες, το οποίο το 1960 μετονομάσθηκε σε Μεσόγειο. Μάλιστα το Πάνδροσο είναι κτισμένο στις δυτικές πλαγιές του όρους Καρβούνης ή Άμπελος και σε υψόμετρο 630μ., γεγονός που το καθιστά ως το υψηλότερο υψομετρικά χωριό της Σάμου.
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα δεν υπήρχε εκκλησάκι στον βραχώδη λόφο στην περιοχή «Νικήτα», όπου βρίσκονται και οι περιοχές «Ξερόλακκα» και «Καστράκι» , παρά μόνο ο θεόρατος βράχος που τους χειμερινούς μήνες μαστίζεται από τις βροχές, τα χιόνια και τους θυελλώδεις ανέμους σε μια μαγευτική περιοχή γεμάτη βαθύσκιωτα δάση πεύκων και ευωδιές από τα πουρνάρια, τους σχίνους και τα αρωματικά φυτά. Ο επιβλητικός αυτός πέτρινος λόφος κατέστη ένας ευλογημένος τόπος, ο οποίος τιμήθηκε και δοξάστηκε από τη θαυματουργική φανέρωση του Αγίου Νικολάου. Ο λαοφιλής προστάτης άγιος των θαλασσών προτίμησε να φανερωθεί θαυματουργικώς σ’ έναν άνυδρο πέτρινο λόφο σε μια ορεινή και δασωμένη περιοχή της Σάμου, όπου θα έβρισκε ησυχία και θα ατένιζε το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας για να αφουγκράζεται τις παρακλήσεις των ναυτικών για βοήθεια και να μεσιτεύει αδιάλειπτα για την πνευματική προκοπή κάθε ταλαιπωρημένης ψυχής. Ποιος γνωρίζει για πόσα χρόνια η εικόνα του Αγίου Νικολάου ήταν θαμμένη στο ξερό και άγονο χώμα του πέτρινου λόφου μέχρι τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα και συγκεκριμένα το έτος 1920.
Κατά το έτος εκείνο η Ευθαλία Βούρου, κόρη του καταγομένου από το χωριό Σταυρινήδες Ιωάννου Βούρου και γεννημένη στο χωριό Πάνδροσο το 1908, πήγαινε συχνά και βοσκούσε τις κατσίκες στο κτήμα του πατέρα της, το οποίο βρισκόταν στην περιοχή του πέτρινου λόφου. Μια ημέρα και καθώς έβοσκε τις κατσίκες, είδε στη ρεματιά που βρισκόταν εκεί κοντά, έναν ασπρομάλλη γέροντα, ο οποίος αφού την πλησίασε, της αποκάλυψε ότι είναι ο Άγιος Νικόλαος. Μάλιστα της είπε να πάει να βρει τον ιερέα του χωριού και να του πει να σκάψει στον πέτρινο λόφο για να βρει την εικόνα του Αγίου. Ενδεικτικό είναι ότι της υποδείκνυε και το ακριβές σημείο του λόφου, όπου θα έβρισκαν την επί πολλά χρόνια θαμμένη εικόνα του θαυματουργού Αγίου, ενώ στη συνέχεια θα έπρεπε σύμφωνα με την επιθυμία Του να ανεγείρουν ναό αφιερωμένο στο όνομά Του.
Η δωδεκάχρονη Ευθαλία αποκάλυψε την εμφάνιση του Αγίου Νικολάου στον πατέρα της, ο οποίος δεν πίστεψε στις συγκλονιστικές αποκαλύψεις της κόρης του, της είπε δε να μην πει τίποτα σε κανέναν, διότι αυτά είναι πράγματα εξωπραγματικά που προκαλούν αντιδράσεις και ειρωνικά σχόλια. Όμως ο Άγιος Νικόλαος παρουσιάσθηκε για δεύτερη φορά στην Ευθαλία, καθώς έβοσκε τις κατσίκες στο κτήμα του πατέρα της κοντά στη ρεματιά και της είπε να πει στον ιερέα, αλλά και στον πρόεδρο του χωριού να πάνε στον πέτρινο λόφο και να σκάψουν για να βρουν την εικόνα Του. Η συγκλονιστική αποκάλυψη της δεύτερης εμφάνισης του Αγίου Νικολάου εξαγρίωσε τον πατέρα της Ευθαλίας, Ιωάννη, σε τέτοιο βαθμό, ώστε την προειδοποίησε να σταματήσει να λέει αυτές τις ανοησίες, διότι διαφορετικά θα υπάρξουν συνέπειες και τιμωρίες.
Ο θαυματουργός Άγιος Νικόλαος εμφανίστηκε όμως για τρίτη φορά στη δωδεκάχρονη κοπέλα και για να γίνει πιστευτός στους γονείς της, επιτέλεσε με τη χάρη του Θεού το πρώτο θαύμα. Έκοψε την πλεξούδα των μαλλιών της Ευθαλίας και την προέτρεψε να δείξει τα κομμένα μαλλιά στους γονείς της και ειδικά στον δύσπιστο πατέρα της. Αφού η Ευθαλία έπραξε όπως επιθυμούσε ο Άγιος, ο πατέρας της πίστεψε στη συγκλονιστική εμφάνιση του ολοζώντανου Αγίου Νικολάου στην κόρη του. Αμέσως ενημέρωσε τον ιερέα και τον πρόεδρο του χωριού γι’ αυτές τις συγκλονιστικές αποκαλύψεις. Το επιτελεσθέν θαύμα ανατάραξε τις ψυχές των κατοίκων του χωριού, γεγονός που έκανε τους περισσότερους να κυριευθούν από φόβο, δέος, έκπληξη και αγωνία. Μετά τη θαυματουργική φανέρωση του Αγίου οι κάτοικοι του Πανδρόσου με επικεφαλής τον ιερέα, τον πρόεδρο και τον πατέρα της Ευθαλίας πήγαν στον χώρο, όπου είχε υποδείξει ο ίδιος ο Άγιος, και αφού έσκαψαν προσεκτικά, βρήκαν τα θεμέλια ενός παλαιού ναού και την επί χρόνια θαμμένη εικόνα του θαυματουργού Αγίου Νικολάου. Η εικόνα ήταν κεραμιδένια και πολλοί που είχαν γεννηθεί και είχαν ζήσει τα παιδικά τους χρόνια στο χωριό Πάνδροσο κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, την ενθυμούνταν να βρίσκεται τοποθετημένη στον νάρθηκα του ιερού ενοριακού ναού του Αγίου Δημητρίου Πανδρόσου, ο οποίος οικοδομήθηκε το 1864 επί των ημερών του Ηγεμόνος Μιλτιάδου Αριστάρχου.
Μεταξύ αυτών ήταν και η γεννημένη στο χωριό Πάνδροσο το 1907 αείμνηστη προσφιλής γιαγιά του γράφοντος τις γραμμές αυτές, Αγγελίνα Μάρκου το γένος Γραμματικής, η οποία αξιώθηκε να ζήσει από κοντά τα θαυμαστά γεγονότα και τις συγκλονιστικές αποκαλύψεις της θαυματουργικής φανέρωσης του Αγίου Νικολάου το 1920.
Η θαυματουργική εύρεση της εικόνος καθ’ υπόδειξη του ίδιου του Αγίου, αλλά και τα αποκαλυφθέντα θεμέλια του παλαιού ναού, έγιναν γνωστά στους κατοίκους των γύρω χωριών, αλλά πολλοί ήταν εκείνοι που εξέφρασαν τη δυσπιστία τους. Γι’ αυτό και επισκέφθηκαν τον ευλογημένο χώρο για να δουν από κοντά τα αποκαλυφθέντα ευρήματα. Το θαυμαστό γεγονός της θαυματουργικής φανέρωσης του Αγίου Νικολάου στο Πάνδροσο Σάμου συγκίνησε και εξέπληξε εκατοντάδες κατοίκους από τα γύρω χωριά, οι οποίοι ξεκίνησαν έναν σκληρό αγώνα και μια επίπονη προσπάθεια για την ανέγερση του ναού του Αγίου Νικολάου στον ευλογημένο, αλλά βραχώδη χώρο της ευρέσεως της εικόνος του Αγίου. Γι’ αυτό και αναγκάσθηκαν να μεταφέρουν υλικά για το χτίσιμο του ναού μέσα από δύσβατα και κακοτράχαλα μονοπάτια, ενώ χρησιμοποιήθηκε πορσελάνη, η οποία ήταν ανθεκτικό υλικό και μεταφέρθηκε με ζώα από την περιοχή Μπουρτζελάνα έξω από το χωριό Μύλοι.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι κάτοικοι των Μυτιληνιών μετέφεραν με δυσκολία πάνω σε ξύλα μια μεγάλη πλάκα, η οποία αποτέλεσε την Αγία Τράπεζα του ναού του Αγίου Νικολάου. Η έλλειψη νερού στον πέτρινο λόγο δημιούργησε προβλήματα στο έργο της ανεγέρσεως του ναού, αλλά τη λύση την έδωσε ο ίδιος ο Άγιος Νικόλαος, αφού λίγο πιο κάτω από το σημείο, όπου κτιζόταν το εκκλησάκι, βρέθηκε θαυματουργικά το πολύτιμο νερό. Αλλά και στο πρόβλημα της έλλειψης έτοιμου λάκκου, μέσα στον οποίο θα μπορούσαν να φτιάξουν ασβέστη, ο Άγιος Νικόλαος παρουσιάσθηκε στην Ευθαλία και της υπέδειξε τον χώρο, στον οποίο θα έπρεπε να ψάξουν. Αφού έψαξαν προσεκτικά, βρήκαν έτοιμο λάκκο για να φτιάξουν ασβέστη.
Περί τα τέλη του 1928 ολοκληρώθηκε η ανέγερση του ναού του Αγίου Νικολάου, ο οποίος κατέστη λαοφιλές προσκύνημα για την εποχή εκείνη, αφού πλήθος κόσμου από πολλά χωριά της περιοχής, αλλά και ολόκληρου του νησιού ανέβαινε ευλαβικά για να προσευχηθεί στον θαυματουργικώς φανερωθέντα άγιο της Σάμου. Έκτοτε το ολόλευκο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στην περιοχή «Νικήτα» του ορεινού χωριού Πάνδροσο εντυπωσιάζει τον φυσιολάτρη περιηγητή και φιλάγιο επισκέπτη της Σάμου με την εξαιρετική του ακουστική, αλλά και με τη θαυμάσια πανοραμική θέα που προσφέρει προς τη νότια πλευρά του νησιού, αφού είναι ορατό από τον Κάμπο της Χώρας, τους Μύλους, τον Παγώνδα, τους Κουμαραδαίους και την παλαίφατη Ιερά Μονή της Μεγάλης Παναγίας, την ιδρυθείσα το 1586 από τους μοναχούς Διονύσιο και Νείλο.
Μετά τη θαυματουργική φανέρωση του Αγίου Νικολάου η Ευθαλία Βούρου αποφάσισε να αφιερωθεί στον Κύριο και να ενδεδυθεί το μοναχικό σχήμα. Έτσι έφυγε από την πατρίδα της, τη Σάμο, και μετέβη στο μυροβόλο και αγιοτόκο νησί της Χίου. Αρχικά εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή του Αγίου Κωνσταντίνου Φραγκοβουνίου, αλλά στις 21 Νοεμβρίου 1939 εισήλθε ως δόκιμη μοναχή στην Ιερά Μονή Παναγίας Βοηθείας. Η μονή αυτή βρίσκεται στις παρυφές της πόλεως Χίου και θεμελιώθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 1928 από τον «θείω ερωτι εξαφθέντα» και «ισαγγέλω βιοτη διαπρέψαντα» αοίδιμο Αρχιμανδρίτη Άνθιμο Βαγιάνο (1869- 15 Φεβρουαρίου 1960), τον και ιδρυτή και κτίτορα της μονής, ο οποίος αναδείχθηκε θαυματουργός Άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, επίσημα καταταχθείς στο ορθόδοξο αγιολόγιο στις 14 Αυγούστου 1992. Στις 29 Ιουνίου 1949 εκάρη η Ευθαλία Βούρου μικρόσχημη μοναχή λαμβάνοντας το μοναχικό όνομα Ευπραξία, ενώ στις 21 Απριλίου 1956 εκάρη μεγαλόσχημη μοναχή. Έζησε στην περιώνυμη Ιερά Μονή της Παναγίας Βοηθείας 54 ολόκληρα χρόνια, από το 1939 μέχρι τις 23 Οκτωβρίου 1993, ημέρα κατά την οποία ο Κύριος της ζωής και του θανάτου την κάλεσε κοντά Του.
Κατά τη διάρκεια των 54 ετών της μοναχικής της διακονίας αξιώθηκε μεγάλων ουρανίων δωρεών, ενώ έζησε βαρυσήμαντα πνευματικά γεγονότα στη ζωή της μονής. Έτσι αξιώθηκε να ζήσει την κοίμηση της πρώτης Ηγουμένης, της μοναχής Ευπραξίας, στις 24 Οκτωβρίου 1956, την κοίμηση του ιδρυτού και κτίτορος της μονής Γέροντος Ανθίμου Βαγιάνου στις 15 Φεβρουαρίου 1960, την ανακομιδή των ιερών του λειψάνων στις 3 Σεπτεμβρίου 1965, αλλά και το ευφρόσυνο γεγονός της επισήμου αγιοκατάταξής του στις 14 Αυγούστου 1992. Κατά το έτος 1993, τελευταίο έτος της επίγειας βιοτής της, έζησε τους πνευματικούς καρπούς από την τελεσθείσα στις 15 Φεβρουαρίου 1993 Αρχιερατική Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος του αοιδίμου Μητροπολίτου Χίου, Ψαρών και Οινουσσών κυρού Διονυσίου προς τιμήν του επισήμως αναγνωρισθέντος Αγίου Ανθίμου, καθώς και τα εγκαίνια του πρώτου ιερού ναού επ’ ονόματι του Αγίου στην περιοχή του Αγίου Λουκά Λειβαδίων Χίου στις 16 Αυγούστου 1993.
Η μοναχή Ευπραξία (κατά κόσμον Ευθαλία) Βούρου από το ορεινό και καταπράσινο χωριό Πάνδροσο της ιστορικής και ευάνδρου νήσου Σάμου έχει περάσει πλέον στην αιωνιότητα, έχοντας αφήσει ως πολύτιμη πνευματική παρακαταθήκη στις νεότερες γενιές των Σαμίων, αλλά και όλων των ορθοδόξων Ελλήνων το θαυμαστό γεγονός της θαυματουργικής φανέρωσης του λαοφιλούς Αγίου Νικολάου στη Σάμο κατά το έτος 1920, γεγονός που αποδεικνύει με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο τη ζωντανή παρουσία του Θεού και των Αγίων Του στη σημερινή υλιστική και εγωκεντρική εποχή μας.
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός