Ο Όσιος Αθανάσιος, ο οποίος καταγόταν από την Τραπεζούντα, προέρχονταν από πολύ ευσεβή και εύπορη οικογένεια. Η οικογένειά του, του προσέφερε όλα τα απαραίτητα εφόδια για τις σπουδές του, τις οποίες τις ολοκλήρωσε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί του γεννήθηκε μέσα στην ψυχή του η επιθυμία να γίνει μοναχός και να φθάσει στα άκρα της ασκητικής ζωής.
Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, πήγε στο όρος Κυμινάς της Μικράς Ασίας , όπου βρισκόταν ένα μοναστήρι του οποίου ηγούμενος ήταν ο Μιχαήλ, ο επονομαζόμενος Μαλείνος. Έτσι ανάμεσα στους μοναχούς, συγκαταριθμήθηκε και ο Αθανάσιος. Στο λίγο χρονικό διάστημα που ήταν στο Μοναστήρι, διακρίθηκε για τις αρετές και για την ασκητική του ζωή. Επειδή όμως έφθασε σε ύψιστα σημεία αρετής και τον τιμούσαν όλοι, αποφάσισε να φύγει και πήγε στον Άθωνα κοντά σε ένα γέρο ασκητή υπακούοντας σ’ αυτόν με μεγάλη ταπεινοφροσύνη.
Εν συνεχεία μετά από Θεία αποκάλυψη, έφυγε από εκεί και πήγε στα ενδότερα του Αγίου Όρους. Εκεί μετά από πολλές παρακλήσεις του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, με τον οποίο γνωρίζονταν, έχτισε έναν ναό προς τιμήν της Παναγίας. Επίσης έφτιαξε πολλά κελιά για τούς μοναχούς. Μετά λοιπόν από πολλούς κόπους και θυσίες, δημιούργησε την ιερά Μονή της Μεγίστης Λαύρας, η οποία είναι η αρχαιότερη μονή στο Όρος και τιμάται επ’ ονόματι του Οσίου Αθανασίου (963 μ.Χ.).
Στην συνέχεια εξεδήμησε προς Κύριον και μάλιστα κατά τρόπο μαρτυρικό. Συγκεκριμένα υπήρχε ανάγκη να μετασκευαστεί η οροφή του Ναού της Μονής. Ο Όσιος, αν και σε μεγάλη ηλικία, ανέβηκε και αυτός μαζί με άλλους αδελφούς της μονής για να κάνουν το έργο. Η οροφή όμως κατέρρευσε και καταπλάκωσε τον Όσιο μαζί με τους υπόλοιπους αδελφούς.
Απολυτίκιον
Ήχος γ’. Την ωραιότητα.
Την εν σαρκί ζωήν, σού κατεπλάγησαν, Αγγέλων τάγματα, πως μετά σώματος, προς αοράτους συμπλοκάς, εχώρησας πανεύφημε, και κατετραυμάτισας, των δαιμόνων, τας φάλαγγας· όθεν Αθανάσιε, ο Χριστός σε ημείψατο, πλουσίαις δωρεαίς· διό Πάτερ, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ’. Τη υπερμάχω.
Ως των αϋλων ουσιών θεωρόν άριστον, και πρακτικόν υφηγητήν παναληθέστατον, ευφημούμέν σε η ποίμνη σου, και βοώμεν, Μη ελλίπης ικετεύειν προς τον Κύριον, λυτρωθήναι πειρασμών και περιστάσεων, τους βοώντάς σοι, Χαίροις Πάτερ, Αθανάσιε.