Γιορτή σήμερα – 7 Ιουνίου: Άγιος Θεόδοτος ο εν Αγκύρα – Ο Άγιος Θεόδοτος καταγόταν από την Άγκυρα της Γαλατίας και ήταν έμπορος σιτηρών και συγχρόνως εξασκούσε το επάγγελμα του αρτοποιού.
Άνθρωπος ευσεβής και ελεήμων ο Θεόδοτος, μοίραζε ψωμιά στους φτωχούς και έκανε συχνά επισκέψεις στους φυλακισμένους χριστιανούς και τους τροφοδοτούσε ανάλογα. Η ειδωλολατρική μανία όμως κατά των χριστιανών εκδηλώθηκε με το φόνο μιας ομάδας χριστιανών παρθένων, στα νερά μιας λίμνης (βλέπε βιογραφία τους 18 Μαΐου). Τη νύχτα ο Θεόδοτος, άνδρας με θάρρος και θερμή πίστη στο Χριστό, έβγαλε από τη λίμνη τα τίμια λείψανα των παρθένων και τα έθαψε.
Η ενέργειά του αυτή καταγγέλθηκε στον έπαρχο Θεότεκνο, που αμέσως τον συνέλαβε και τον ανέκρινε. Ο Θεόδοτος παραδέχθηκε την ενέργειά του και ο έπαρχος του είπε ότι οι χριστιανοί δε σέβονται καμιά εξουσία και ότι είναι οι πιο μικροπρεπείς και μηδαμινοί των ανθρώπων. Τότε ο Θεόδοτος, με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, απάντησε: «Πράγματι, έπαρχε, οι χριστιανοί γνωρίζουν πόσο μηδαμινοί είναι, διότι μόνο αυτοί είναι ικανοί να γνωρίζουν την υπέροχη και ασύγκριτη μεγαλειότητα του Θεού και να κατανοούν την άβυσσο της ανθρώπινης ασθένειας, όταν είναι γυμνή από τη θεία χάρη.
Έπειτα, γνώριζε ότι ο τελευταίος των χριστιανών, που έχει ελεηθεί από το Χριστό και φέρει τον αρραβώνα της αιώνιας βασιλείας, είναι ανώτερος και λαμπρότερος από τους ειδωλολάτρες βασιλείς, οι όποιοι αύριο θα είναι ντροπή και ατιμία μπροστά στο αδέκαστο κριτήριο της θείας δικαιοσύνης». Ο έπαρχος, εξοργισμένος από τα λόγια του Θεόδοτου, διέταξε και του έσχισαν τα πλευρά και τελικά τον αποκεφάλισαν, παίρνοντας ένδοξα το στεφάνι του μαρτυρίου.
(Οι Συναξαριστές και το Απολυτίκιο του τον αναφέρουν σαν Ιερομάρτυρα. Πιθανόν να ήταν συγχρόνως με το επάγγελμα που διατηρούσε και επίσκοπος των χριστιανών της περιοχής της Άγκυρας. Ίσως όμως και να συγχέεται με κάποιον άλλο συνώνυμο του που να ήταν πράγματι επίσκοπος).
Εορτολόγιο: Ζηναΐς, Ζηναΐδα Παναγής, Πανάγος Σεβαστιανή, Σεβαστίνα, Σεβαστιάνα, Σεβαστή, Σέβη, Σεβούλα, Σεβαστούλα.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δόσιν ἔνθεον, καταπλουτήσας, τὴν τῆς χάριτος ἱερουργίαν, Ἱερομάρτυς τρισμάκαρ Θεόδοτε, καθάπερ δῶρα Θεῶ προσενήνοχας, τᾶς ἀριστείας τῶν θείων ἀγώνων σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς στύλος ἀκλόνητος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, καὶ λύχνος ἀείφωτος τῆς οἰκουμένης σοφέ, ἐδείχθης Θεόδοτε· ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, διὰ τοῦ μαρτυρίου, ἔλυσας τῶν εἰδώλων, τὴν σκοτόμαιναν μάκαρ, διὸ ἐν παρρησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.