ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2023– Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ- Ο επιτάφιος και τα εγκώμια της ΠΑΝΑΓΙΑΣ!! – Η μεγάλη γιορτή της Ορθοδοξίας!
ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ: Αύγουστος είναι ο μήνας της Παναγίας. Η μεγάλη θεομητορική εορτή τής Κοιμήσεως της Θεοτόκου και οι ωραίες και ιδιαίτερα συγκινητικές ακολουθίες του Μικρού και του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα προς την Θεοτόκο συνθέτουν την όλη πνευματική και κατανυκτική ατμόσφαιρα του Δεκαπενταύγουστου. Η Κοίμηση και η Μετάσταση της Θεοτόκου είναι η εορτή χαρμόσυνη και πανήγυρις παγκόσμιος.
Η παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, κατά πάσα πιθανότητα, δημιουργήθηκε στα Ιεροσόλυμα και στηρίζεται στο συναξάριο της εορτής. Η Παναγία παριστάνεται νεκρή, ξαπλωμένη επάνω σε νεκροκρέβατο και περιβάλλεται από τους αποστόλους και τους ιεράρχες Ιάκωβο, Διονύσιο και Ιερόθεο. Στο κέντρο του ομίλου εικονίζεται ο Χριστός μέσα σε δόξα, δορυφορούμενος από αγγέλους. Ο Κύριος κρατάει μικρό ομοίωμα της Παρθένου που συμβολίζει την ψυχή της. Η παρουσία του Χριστού και των αγγέλων προσθέτει στο συγκεκριμένο γεγονός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου το υπερφυσικό στοιχείο αυτό που κυρίως και προπάντων τονίζει την θρησκευτικότητα και το βαθύτερο θεολογικό νόημα της εικόνας. Η παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι μία πιστή εικονογράφηση του ωραίου και δημοφιλέστατου τροπαρίου:
«Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε, Γεθσημανή τω χωρίω, κηδεύσατε μου το σώμα, και συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα».
Οι υμνογράφοι – μελοποιοί της εποχής εκείνης από τον πλούτο μελοποιίας τις ελληνικής – βυζαντινής μουσικής επέλεξαν ηγεμονικό και επιβλητικό ήχο (πλάγιος του τετάρτου εκ του Γα) για να αποδώσει ο ήχος το νόημα αυτού του πράγματι δημοφιλέστατου τροπάριου.
Σε ορισμένες εικόνες της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, οι αγιογράφοι εμπνέονται από το περίφημο οκταηχο δοξαστικο του εσπερινού της εορτής:
«Θεαρχίω νεύματι, πάντοθεν οι θεοφόροι Απόστολοι, υπό νεφών μεταρσίως αιρόμενοι. Καταλαβόντες το πανάχραντον, και ζωαρχικόν σου σκήνος, εξόχως ησπάζοντο. Αι δε υπέρτατοι των ουρανών Δυνάμεις, συν τω οικείω Δεσπότη παραγενόμεναι. Το θεοδόχον και ακραιφνέστατον σώμα προπέμπουσι, τω δέει
κρατούμεναι, υπερκοσμίως δε προώχοντο, και αοράτως εβόων, ταίς ανωτέραις ταξιαρχίαις• ιδού η παντάνασσα θεόπαις παραγέγονεν».
Και εδώ πάλι έρχεται η ελληνική – βυζαντινή μουσική με την αφθονία των μελών που προκύπτουν από τη μίξη διατονικού – χρωματικού και εναρμονίου γένους και με διάφορους παραχορδάς να αποδώσει μουσικά αυτό το περίφημο οκτάηχο δοξαστικό.
Ο χριστιανικός κόσμος απέδωσε στην Παναγία επωνυμίες και επίθετα, που έχουν σχέση με τα θαύματα της ή από τους κτήτορες ιερών ναών και μοναστηριών ή ακόμα και από απλά περιστατικά και γεγονότα της εκκλησιαστικής ζωής και παραδόσεως. Από τις χιλιάδες των επιθέτων αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά μόνον που φανερώνουν την ευλάβεια και την ποιητικότητα του ελληνικού λαού:
Παναγία Αγγελοκτιστη, Αθηνιώτισσα, Αμόλυντος, Αντιφωνητρια, Αξιον Εστίν, Αχειροποίητος, Βλαχερνίτισσα, Γλυκοφιλούσα, Ελεούσα, Εσφαγμένη, Ζωοδόχος Πηγή, Κουκουζέλισσα, Μυροβλίτισσα, Μυρτιδιώτισσα, Παμμακάριστος, Πορταρίτισσα, Ρόδον το Αμάραντον, Φανερωμένη, Χρυσοκαστριώτισσα…
Στη Μονή Κουτλουμουσίου του Αγίου Όρους τιμάται η εικόνα της Παναγίας, επονομαζόμενη «Φοβερά Προστασία». Η επωνυμία προέρχεται από το σχετικό τροπάριο:
«Προστασία φοβερά και ακαταίσχυντε μη παρίδης αγαθή τας ικεσίας ημών πανύμνητε Θεοτόκε».
Με το τροπάριο αυτό υποδηλώνεται κατά πάσα πιθανότητα η άμυνά της Θεοφρούρητης Πόλης με Πατριάρχη τον Σέργιο το 626 μ.Χ., ο οποίος κατόρθωσε να εμπνεύσει πίστη στον πολιορκημένο και δοκιμαζόμενο λαό ώστε με καρτέρια και πρωτοφανή γενναιότητα και με τη βοήθεια της Παναγίας, να καταστρέψει τον πολυάριθμο στόλο των Αβάρων.
Τον καταποντισμό των πλοίων των Αβάρων και αργότερα των Ρώσων, επί της εποχής του Πατριάρχη Φωτίου, απηχεί η τιμώμενη ακόμη και σήμερα στην Κρήτη, Παναγία η Χιλιαρμενίτισσα.
Οι Πόντιοι, από της εποχής του Ηρακλείου και μέχρι το 1923 τιμούσαν σε ολόκληρο τον μαρτυρικό Πόντο την Παναγία την Χιλιάρμενο.
Ένα από τα μεγαλυνάρια του Μικρού Παρακλητικού Κανόνα αναφέρεται στην εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας. Η ονομασία αυτή προήλθε από τον Ακάθιστο Υμνο στον οποίο η Θεοτόκος αποκαλείται «Οδηγός Πλανωμένων».
Η παράδοση αναφέρει ότι η αυτοκράτειρα Ευδοκία μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη από τα Ιεροσόλυμα το 440 μ. Χ. την εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας. Προς τιμήν της ανεγέρθη εντός της Κωνσταντινουπόλεως μεγάλη ιερά μονή, ονομασθείσα «Μονή των Οδηγών». Η εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας αποτελούσε το ιερότερο κειμήλιο των Κωνσταντινουπολιτών. Ακόμη, εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας αποδιδόταν στο χρωστήρα του Ευαγγελιστού Λουκά, όπως αναφέρει και το σχετικό μεγαλυνάριο:
«Άλαλα τά χείλη των ασεβών, των μη προσκυνούντων τήν εικόνα Σου τήν σεπτήν, τήν ιστορηθείσαν υπό τού αποστόλου, Λουκά Ιερωτάτου, τήν Oδηγήτριαν».
Το τροπάριο αυτό ψάλλεται σε αργό ειρμολογικό μέλος, ο απόηχος του οποίου ανακαλεί στη μνήμη μας τους αιώνες της μεγάλης ακμής της ανατολικής χριστιανικής αυτοκρατορίας του ελληνικού έθνους.
Η ορθόδοξη Εκκλησία βλέπει την Παναγία ως την μεσίτρια που ανοίγει την πύλη της ευσπλαχνίας και οδηγεί τους πιστούς στο μυστήριο της θείας λυτρωτικής οικονομίας.
«Καὶ σὲ μεσίτριαν ἔχω» ψάλλει ο ιερός υμνογράφος, «πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Θεόν, μή μου ἐλέγξῃ τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων, παρακαλῶ σε, Παρθένε, βοήθησόν μοι ἐν τάχει».
Αναφέρεται ότι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο οποίος τα θεωρούσε όλα αυτά «τραγούδια του Θεού», έλεγε πως «αυτό το τροπάριο είχε τη δύναμη και το προνόμιο να κάνει πολλά ζεύγη οφθαλμών να κλαίνε εκείνον τον παλιό καιρό, όταν οι άνθρωποι έκλαιγαν εκούσια εκ συναισθησεως» και μέχρι σήμερα οι πιστοί και ταπεινοί εργάτες της ελληνικής βυζαντινής μουσικής και του αναλογίου με μεγάλη φωνή επικαλούνται τον «γλυκασμό των αγγελων» καταλήγοντας με το «αντιλαβού μου ρύσαι των αιωνίων βασάνων».
ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2023- Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ- Ο επιτάφιος και τα εγκώμια της ΠΑΝΑΓΙΑΣ!! – Βαθιά η συγκίνηση των πιστών!
Ἡ Ἁγνὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης βαβαί, ἡ Θεὸν γαστρί σου χωρήσασα καὶ κυήσασα ἀφράστως ἐπὶ γῆς. Ἀπορεῖ καὶ φύσις, καὶ πληθὺς νοερά, τὸ ἐν σοί, παρθενομῆτορ, μυστήριον, τῆς ἐνδόξου καὶ ἀρρήτου σου ταφῇς. Βασιλὶς καὶ πόλου, καὶ τῆς γῆς ἀληθῶς, εἰ καὶ τάφῳ σμικροτάτω συγκέκλεισαι, ἐγνωρίσθης πάσῃ κτίσει Μαριάμ. Γέφυρα ὑψούται, ἡ μετάγουσα πρίν, ἐκ θανάτου πρὸς ζωὴν τὴν ἀκήρατον, τοὺς θανόντας παραβάσει τὸν Ἀδάμ. Δάκρυσι καὶ θρήνοις, γοεροῖς ἐπὶ σοί, πᾶσαι αἱ σαὶ φίλαι ἐκόπτοντο, τὴν μετάστασιν μὴ φέρουσαι τὴν σήν. Ἔχαιρον χορείαι, Οὐρανίων Νοῶν, ἀπὸ γῆς σὲ φερομένην δεχόμεναι, εἰς οὐράνια σκηνώματα Ἁγνή. Ζῶσα ἐν ὑψίστοις, ἀληθῶς Μαριάμ, ὑπὲρ πάντων πρεσβευτὴς ἡμῶν γέγονας,ἀξιώσαι ἐφροσύνης ἀληθῶς.
Θρόνος τοῦ ὑψίστου γενομένη ἁγνή, ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανὸν μεταβέβηκας, μεταστᾶσα εἰς αἰώνιον ζωήν.
Ἱερέων πέλεις, καύχημα εὐλαβῶν, Ἐκκλησίας τὸ ἀκράδαντον στήριγμα, καὶ Ὁσίων Ἀσκητῶν ἡ ἀρωγός.
Κλῖμαξ ἡ ἁγία, ἢν προεῖδε σαφῶς, Ἰακὼβ δι’ ἧς κατέβη ὁ Ὕψιστος, ἀνυψούται ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανόν.
Λόγος τοῦ Ὑψίστου, ὁ ἀρρήτως τεχθεὶς ὑπὸ σοῦ, Θεοκυήτωρ, μετέστησεν ἐκ τῆς γῆς πρὸς τὴν ἀθάνατον ζωήν.
Μαριὰμ πῶς θνῄσκεις, πῶς τῷ τάφῳ οἰκεῖς, τῆς ζωῆς τὸν χορηγὸν ἡ γεννήσσασα, τοὺς νεκροὺς ἐξαναστήσαντα φθοράς;
Νύμφην τοῦ Ὑψίστου, καὶ Μητέρα σαφῶς, Ἰησοῦ τοῦ Θείου Λόγου γινώσκομεν, κἄν ἐν τάφῳ σὲ ὁρῶμεν ὡς φθαρτήν.
Ξένον τόκον εἶδον, ἀληθῶς οἱ πιστοί, καὶ τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν νῦν μετέθεσαν, ξενωθέντες τῆς ζωῆς τῆς κοσμικῆς.
Οὐρανὸς ὡς ἄλλος, ἀνεδείχθη Ἁγνή, δεξαμένη τὸ σὸν σκῆνος τὸ ἄχραντον, ἡ ἁγία καὶ σεπτὴ Γεθσημανῆ.
Πύλη σωτηρίας, ἐγεννήθης ἡμῖν, ἀρχηγὸς τῆς νοητῆς ἀναπλάσεως, κἄν ὑπείκεις τῇ τῆς φύσεως φθορά.
Ράβδος, ἡ τὸ ἄνθος, τὸ εὐῶδες Χριστόν, ἐξανθήσασα τῷ τάφῳ νῦν τέθαπται, ἵνα φύσῃ σωτηρίας τὸν καρπόν.
Σὺ γὰρ μόνη πέλεις, ἐν θνητοῖς ἀληθῶς, ἀναστάσεως τὸν τύπον ἐκλάμπουσα, σύ καὶ μόνη τῶν πταιόντων ἱλασμός.
Τάφος μὲν καλύπτει, τὸ σὸν σκῆνος, Ἁγνή, τὴν δὲ θείαν σου ψυχὴν χειριζόμενος, ὁ
Υἱός σου ἀγκαλίζεται λαμπρῶς. Ὕμνοις οὐρανίοις, ἐμελώδουν σεμνή, τὴν τριήμερον ταφήν σου οἱ ἄγγελοι, καὶ τὴν δόξαν ἐμεγάλυνον τὴν σήν.
Φέγγος οὐρανόθεν, δεξαμένη Ἁγνή, ἐχαρίτωσας ἡμᾶς τοὺς τιμῶντας σε, καὶ γεραίροντας τὴν κοίμησην τὴν σήν.
Χώραν ἀχωρήτου, τοῦ Θεοῦ Μαριάμ, χρηματίσασαν καὶ ἅγιον τέμενος, νῦν καλύπτει σὲ ἀγρὸς Γεθσημανῆς.
Ψάλλοντες τὸν τόκον, σοῦ τὸν θεῖον Ἁγνή, ἀνυμνοῦμεν οἱ πιστοὶ καὶ γεραίρομεν, σὲ τὸν ἔμψυχον ναὸν τόν τοῦ Θεοῦ.
Ὢ θαυμάτων ξένων, ὢ πραγμάτων καινῶν, ἡ πνοή μου τὸν δοτῆρα κυήσασα, ἄπνους κεῖται καὶ κηδεύεται νεκρά.
Δόξα.
Ἀνυμνοῦμεν λόγε, σὲ τὸν πάντων Θεόν, σὺν Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ σου Πνεύματι, καὶ δοξάζομεν οἱ πάντες εὐσεβῶς.
Καὶ νῦν.
Μακαρίζομέν σε, Θεοτόκε Ἁγνή, καὶ τιμῶμεν τὴν ἁγίαν σου Κοίμησιν, καὶ τὴν ὕψωσιν ἐκ γῆς, πρὸς οὐρανόν.
Ἡ Ἁγνὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης βαβαί, ἡ Θεὸν γαστρί σου χωρήσασα καὶ κυήσασα ἀφράστως ἐπὶ γῆς.
Μικρὰ συνάπτῃ.
«Ὅτι ηὐλόγηταί Σου τὸ ὄνομα καί δεδόξασταί Σου ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ …»
Ἄξιόν ἐστι, μεγαλύνειν σὲ τὴν Θεοδόχον, τὴν τῶν ἀρετῶν ταμεῖον ὑπάρξασα, καὶ χαρίτων ἁπασῶν τῶν τοῦ Θεοῦ.
Βάτον ἐν Σινᾶ, ἀκατάφλεκτον εἶδε σε πάλαι, Μωυσῆς γαστρί σου τὸ θεῖον πῦρ, ὡς χωρήσασα ἀφλέκτως Μαριάμ.
Γόνιμος ὡς γῆ, ἀεὶ δείκνυται Παρθενομῆτορ, πᾶσι τοῖς θερίζειν ἐθέλουσι, σωτηρίαν ἡ σεμνὴ Γεθσημανῆ.
Δῆλον οὖν ἡμῖν, ὢ Παρθένε μὴ ἰσχύειν δίχα, σοῦ τῆς μεσιτρίας ὀρθοβατεῖν, τοῖς πανσέπτοις ἴχνεσι τοῦ Χριστοῦ.
Ἔνθα οἱ χοροί, Ἀποστόλων τε καὶ τῶν Ἀγγέλων, ἵσταντο κυκλοῦντες ἐν ᾄσμασι, παριστάμεθα Παρθένε καὶ ἡμεῖς.
Ζώωσον Ἁγνή, τοὺς εἰς σὲ πιστῶς καταφυγόντας, διὰ τῆς ὑπὲρ αὐτῶν μεσιτίας σου, πρὸς τὸν ἄναρχον Υἱὸν καὶ Παντουργόν.
Ἤρω Μαριάμ, κατὰ φύσεως βροτείας νίκην, τὸν Χριστὸν ἀσπόρως κυήσασα, ἀλλὰ θνῄσκεις νόμῳ φύσεως βροτῶν.
Θαῦμα ἀληθῶς, πῶς ἡ ἄναδρος θηλάζει βρέφος, πῶς καὶ νεκροφόρος καθίστασαι, ἡ Μητρόθεος ἐκτὸς διαφθορᾶς.
Ἴθυνον ἡμᾶς, πρὸς λιμένας σωτηρίους, Κόρη, τοὺς χειμαζομένους ἐν κλύδωνι, ψυχοφθόρων παραπτώσεων δεινῷ.
Κλῖμαξ πρὸς Θεόν, ὁ σὸς τάφος Παναγία, πέλει ἄγουσα τοὺς πίστει ὑμνούντας σε, καὶ τιμῶντας σου τὴν Κοίμησιν σεπτῶς.
Λόγος τοῦ Πατρός, ἐπεσκήνωσεν ἐν σοὶ Παρθένε, καὶ πρὸς οὐρανὸν σὺ μετήγαγες,τοὺς τὴν κύησιν δοξάζοντας τὴν σήν.
Μέτοχοι ζωῆς, τῆς ἀφθάρτου τε καὶ ἀϊδίου, τῷ σῷ τόκῳ πάντες γεγόναμεν, δι’ ὃ ᾄδομεν τὸ χαῖρε σοι σεμνή.
Νόμοι ἐπὶ σοί, οἱ τῆς φύσεως Ἁγνὴ Παρθένε, σφόδρα παραδόξως καινίζονται, ὡς κυήσασα Θεὸν Ἐμμανουήλ.
Ξένον ἀληθῶς, τὸ μυστήριον τῆς σῆς κυοφορίας, Ἄχραντε ἀσπόρως γεννήσασα, καὶ θηλάσασα τὸν Κτίστην τοῦ παντός.
Ὅλον τὸν Ἀδάμ, προσλαμβάνει ἐκ γαστρός σου, θέλων ἐκτεμεὶν ῥιζόθεν παρακοήν, ὁ Υἱός σου τὴν φυείσαν ἐν ἡμῖν.
Πύλη νοητή, τῆς ἐν γῇ φανερωθείσης Κόρῃ, ἐκ τοῦ ὕψους θείας ἀνατολῆς, ἀνεδείχθης Θεονύμφευτε πιστοῖς.
Ῥήτορες δεινοί, οὐδὲ Ἄγγελοι Παρθενομῆτορ, σθένουσιν ἀξίως ὑμνήσαι σε, τὴν ὑπέρτιμον Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Σῶμα καὶ ψυχήν, ὑπερένδοξε Ἁγνὴ Παρθένε, ἄσπιλα Θεῶ διετήρησας, δι’ ὃ κάλλους ἠράσθη ὁ Χριστός.
Τόμος σὺ καινός, ἐν ὢ γέγραπτε ὁ θεῖος λόγος, βίβλῳ τῆς ζωῆς ὑμνούντας σε,
ἐγγραφῆναι καθικέτευε Ἁγνή.
Ὕμνους καὶ ᾠδάς, ἐξοδίους ὥσπερ μύρα Κόρη, ἐπικήδεια σοι προσφέροντες, ἐξαιτούμεθα πταισμάτων ἱλασμόν.
Φόβῳ καὶ χαρά, καὶ ἡμεῖς ὥσπερ ἐκεῖνοι τότε, πάρεσμεν τῷ τάφῳ σου Ἄχραντε, ἐκπληττόμενοι τὴν κοίμησιν τὴν σήν.
Χαῖρε Μαριάμ, δι’ ἧς ἔλαμψε χαρὰ τῷ κόσμῳ, καὶ ἀρᾷ ἡ καθ’ ἡμῶν ἐξωστράκισται, τὸν Σωτῆρα κυησάσης ἐπὶ γῆς.
Ψάλλοντες τὸν σὸν, τόκον ἄσπιλε Παρθενομῆτορ, ἀνυμνολογοῦμεν γεραίροντες, σὲ τὸν ἔμψυχον ναὸν τόν τοῦ Θεοῦ.
Ὥσπερ οἱ νεκροὶ διὰ σοῦ ζωοποιούνται Κόρη, οὕτω καὶ ἡμᾶς ζωοποίησον, νεκρωθέντας πλημμελήμασι πολλοῖς.
Δόξα.
Δόξα τῷ Πατρί, σὺν Υἱῷ τε καὶ τῷ Παναγίῳ Πνεύματι προσάγομεν εὐσεβῶς, τῇ Τριάδι τῇ Ἁγίᾳ καὶ σεπτή.
Καὶ νῦν.
Ἄσμασι πιστοί, ὀρθοδόξοις τε καὶ εὐπροσδέκτοις, πάντες ἀνυμνήσωμεν σήμερον, τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ δουλοπρεπῶς.
Ἄξιόν ἐστι, μεγαλύνειν σε τὴν Θεοδόχον, τὴν τῶν ἀρετῶν ταμεῖον ὑπάρξασα, καὶ χαρίτων ἁπασῶν τῶν τοῦ Θεοῦ.
Μικρὰ συνάπτῃ.
«Ὅτι ἅγιος εἰ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἐπὶ Θρόνου δόξῃς τῶν Χερουβεὶμ ἐπαναπαυόμενος καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, …»
ΣΤΑΣΙΣ ΤΡΙΤΗ
Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, ὕμνον τῇ ταφῇ σου, προσάγουσι Παρθένε.
Βλέψας οὐρανόθεν, Θεὸς τῶν ὅλων Κτίστης, ἐν τῇ γάστρί σου ᾔκει.
Γνῶσιν ἐξαιτοῦμεν. τῆς σῆς κυοφορίας, προξένου σωτηρίας.
Δυσώπει τὸν Υἱόν σου, οἰκτείραι ἡμᾶς πάντας, ἐν τῇ μελλούσῃ κρίσει.
Ἐν οὐρανῷ ἐστάναι, νομίζομεν Παρθένε, ἑστῶτες τῷ Ναῷ σου.
Ζῶσι καὶ τεθνεῶσι, τοῖς ἐπὶ σὲ θαρροῦσιν, ἀντίληψιν σὺ δίδως.
Θανοῦσα ἀθανάτους, μετέβης πρὸς σκηνώσεις, ἐχθρὸς ἡ θανατούσα.
Ἵνα τὸ κάλλος βλέπεις, τοῦ σοῦ Υἱοῦ Παρθένε, πρὸς οὐρανοὺς μετέστης.
Καὶ ὄντως, ὢ Παρθένε, αἱ γενεαὶ πᾶσαι, μακαρίζουσί σε.
Λύτρωσιν παράσχου, Παρθένε Θεοτόκε, τοῖς σὲ ὑμνολογούσι.
Μόνη σύ προστάτις, πενήτων ὀρφανῶν τε, καὶ τῶν χήρων ὑπάρχεις.
Νέκρωσιν ὑπέστης, κυήσασα Παρθένε, τὸν νεκρωτὴν τοῦ Ἅδου.
Ξένον τόκον εἶδον, οἱ σὲ ὑμνολογοῦντες, ὡς μόνην Θεοτόκον.
Ὁ τάφος σου κηρύττει, Παρθένε τὴν ταφήν σου, καὶ τὴν μετάστασίν σου.
Πάντες οἱ λαοὶ σε, Δέσποιναν Παρθένε, καλοῦσι προσκυνοῦντες.
Ῥητόρων πολυφθόγγων, σοφίαν ἐτροπώσω, τῇ σῇ κυοφορία.
Σκιρτώσιν αἱ καρδίαι, τῶν εὐσεβούντων πάντων, ἐπὶ τῇ σῇ κηδεύσει.
Τὶς ἐξειπεῖν ἰσχύει, Παρθενομῆτορ μόνη, τάς θείας ἀρετάς σου.
Ὕψωσον Παρθένε, τῇ σῇ κυοφορία, τὸ κέρας Ὀρθοδόξων.
Φυλαὶ λοιπαὶ καὶ γλῶσσαι, τὸν τάφον σου κυκλοῦσι, σὲ ἀνυμνολογοῦντες.
Χριστιανῶν σε σκέπην, μάλιστα καὶ Μητέρα, κηρύττομεν οἱ πάντες.
Ψαύοντες σὴν κλίνην, σὲ ἀνυμνολογοῦμεν, Παρθενομῆτορ Κόρη.
Ὢ Μῆτερ καὶ Παρθένε, ἀπάλλαξον γεένης, τοὺς σὲ ὑμνολογούντας.
Ἔρραναν τὸν τάφον, μύροις τὸ σὸν σκῆνος, κηδεύσαντες Παρθένε.
Ἔρραναν τὸν τάφον, οἱ κηδεύσαντές σε, ἄνθεσι καὶ μύροις.
Ἔρραναν τὸν τάφον, μύροις Θεοτόκε, οἱ κηδεύσαντές σε.
Δόξα.
Ὢ Τριὰς Ἁγία, Πατὴρ Υἱὸς καὶ Πνεῦμα, τοὺς λατρευτάς σου σῶσον.
Καὶ νῦν.
Παναγία Μῆτερ, σκέπε καὶ φρούρει πάντας, τοὺς ἐπὶ σὲ θαρροῦντες.
Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, ὕμνον τῇ ταφῇ σου, προσάγουσι Παρθένε.
ΕΥΛΟΓΗΤΑΡΙΑ
Εὐλογητή εἶ Δέσποινα, σκέπε, φρούρει τούς εἰς σέ ὑμνολογούντας.Τῶν Ἀγγέλων ὁ δῆμος, κατεπλάγη ὁρῶν σε, ἐν νεκροῖς λογισθεῖσαν, τῆν Σωτῆρα τῶν βροτῶν, Μαριάμ τετοκυῖαν, τόν σύν ἑαυτῷ τόν Ἀδάμ ἐγείραντα, καί ἐξ’ Ἄδου πάντας ἐλευθερώσαντα.Εὐλογητή εἶ Πάναγνε, τήρει πάντας ἡμᾶς ἀκατακρίτους.
Τί θρηνεῖτε συμπαθῶς, ὠ γύναια, ἐπ’ ἐμοί θνήσκειν μελλούσῃ, ἡ Παρθένος τερπομένη ἔλεγε, πρός τάς γείτονας θρηνολογούσαις. παύσασθε ὑμεῖς τοῦ θρήνου καί ἤσθητε, καί θανοῦσα γάρ ὑμῶν οὐκ ἀφίσταμαι.
Εὐλογητή εἶ Ἄχραντε, σῶζε πάντας ἡμᾶς ἀναμαρτήτους.
Λίαν ταχύ, πρός σέ Κόρη ἔδραμον, οἱ Ἁπόστολοι θρηνολογοῦντες. μεταστῆναι πρός τά ἄνω μέλλουσαν καί είπον, θρήνου νῦν καιρός, τό πάθος πῶς οἴσομεν, ὀρφανίας τῆς σῆς, ὤ Παναμώμητε;
Εὐλογητή εἶ Πάνσεμνε, δίδου πᾶσιν ἡμῖν τήν σωτηρίαν.
Μυροφόρων Παρθένε, τάξιν ἀναλαβόντες, πρός τό μνὴμα σου ὕμνους εξοδίους προσκομίζομεν, ἀνυμνοῦντες σε Κόρη, τήν μετά νεκρῶν λογισθεῖσαν ὡς ἄνθρωπον, ὡς Θεοῦ δέ μεταστᾶσαν γεννήτριαν.
Δόξα.
Προσκυνοῦμεν Πατέρα καί τόν τούτου Υἱόν τε, καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, τήν Ἁγίαν Τριάδα, ἐν μιᾷ τῇ οὐσίᾳ, σύν τοῖς Σεραφείμ, κράζοντες τό Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἰ Κύριε.
Καί νῦν.
Ζωοδότην τεκοῦσα, ἁμαρτίας Παρθένε, τόν Ἀδάμ ἐλυτρώσω, χαρμονήν δέ τῇ Εὔᾳ, ἀντί λύπης παρέσχες, ρεύσαντα ζωῆς ἴθυνε πρός ταύτην δέ, ὁ ἐκ σοῦ σαρκωθείς Θεός καί ἄνθρωπος.
Ἀλληλούια, Ἀλληλούια, Ἀλληλούια Δόξα σοι ὁ Θεός. (τρίς)