Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία: Τελικά είναι ή δεν είναι συμβατή η μύησις στην Μασονία με την ρωμαιοκαθολική πίστη; Ο πρόεδρος της Ποντιφηκικής Ακαδημίας Θεολογίας, επίσκοπος Αντόνιο Σταλιανό, χρειάστηκε να…
παρέμβει την προηγούμενη εβδομάδα, για να υπενθυμίσει ότι συμμετοχή σε μασονική στοά αποτελεί για έναν ρωμαιοκαθολικό πιστό “βαρύ αμάρτημα”. Αλλά δεν θα ήταν αναγκαία αυτή η υπενθύμιση, αν δεν είχαν ήδη αρκούντως “θολώσει τα νερά” λίγες μέρες νωρίτερα, με την δήλωση υψηλόβαθμου κληρικού, και μάλιστα καρδιναλίου, ότι Μασονία και Εκκλησία πρέπει να εμβαθύνουν τον διάλογό τους.
Πράγματι, στο Μιλάνο πραγματοποιήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου, εκδήλωσις στην οποία συμμετείχαν ιερωμένοι και εκπρόσωποι μασονικών στοών, συμπεριλαμβανομένου μεταξύ άλλων του αρχιεπισκόπου της πόλης, Μάριο Ντελπίνι, αλλά και του ιδίου του Σταλιανό. Συνεπώς η διοργάνωσις ούτε περιθωριακή μπορεί να χαρακτηρισθεί ούτε άσχετη προς την επίσημη Εκκλησία.
Επιφανέστερος των συμμετεχόντων υπήρξε ο (καταγόμενος από το Μιλάνο) γηραιός καρδινάλιος Φραντσέσκο Κοκκοπαλμιέρο, πρώην επικεφαλής του Ποντιφηκικού Συμβουλίου Νομοθετικών Κειμένων στο Βατικανό. Η δική του τοποθέτηση υπήρξε και η πλέον “προωθημένη”.
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, ο Κοκκοπαλμιέρο εξήρε το πνεύμα εξελισσόμενης αμοιβαίας κατανοήσεως, το οποίο προέκυψε μετά την Β’ Βατικανή Σύνοδο (1962-65) και έριξε την ιδέα ενός μόνιμου διαλόγου μεταξύ Καθολικής Εκκλησίας και Μασονίας, ακόμη και σε επίσημο επίπεδο.
Η εκδήλωσις, που πραγματοποιήθηκε στο Πολιτιστικό Κέντρο Ambrosianum της ιταλικής συμπρωτεύουσας, είχε σεμιναριακό χαρακτήρα, με εισήγηση του Μεγάλου Διδασκάλου της Μεγάλης Ανατολής της Ιταλίας, Στέφανο Μπίζι υπό τον τίτλο “Ο Ελευθεροτεκτονισμός μεταξύ Ράτσινγκερ και Μπεργκόλιο”, ήτοι μεταξύ των παπών Βενεδίκτου Ιστ’ και Φραγκίσκου. Υπενθυμίζεται ότι στην Ιταλία, λειτουργούν 12 Μεγάλες Στοές με περίπου 40.000 μέλη συνολικά, ενώ οι Ιταλοί Μασώνοι εορτάζουν δημοσίως στις 20 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, επέτειο καταλήψεως του Παπικού Κράτους από τα στρατεύματα του νεοσύστατου Ιταλικού Βασιλείου το 1870.
Το γιατί επελέγη η συγκεκριμένη επέτειος δεν είναι δύσκολο να το αντιληφθεί κανείς. Οι μασονικές στοές άνθισαν μέσα στον επαναστατικό αναβρασμό του 19ου αιώνα και πρωταγωνίστησαν στο Risorgimento, ήτοι τον αγώνα για την επανένωση της Ιταλίας. Ο πρώτος μονάρχης του νέου βασιλείου, Βίκτωρ Εμμανουήλ B’ ήταν τέκτων, ενώ ο θρυλικός Γκαριμπάλντι δεν ήταν παρά ο Μέγας Διδάσκαλος της πρώτης Μεγάλης Ανατολής, η οποία ιδρύθηκε στο Παλέρμο το 1861.
Ο ιταλικός τεκτονισμός υπήρξε πάντοτε ανθηρός, με την εξαίρεση της φασιστικής περιόδου, οπότε αντιμετωπίσθηκε κατασταλτικά. Όμως μετά την πτώση του Μουσσολίνι ανασυγκροτήθηκε ταχέως, με τη βοήθεια Αμερικανών “αδελφών” από τα συμμαχικά στρατεύματα που είχαν αποβιβασθεί στην Ιταλία.
Στις δε ταραγμένες δεκαετίες του ’70 και του ΄80, η Ιταλία συγκλονίσθηκε από τις αποκαλύψεις για την “αδέσποτη” υπερ-στοά Propaganda Due (P2), της οποίας προϊστατο ο Μεγάλος Διδάσκαλος Λίτσιο Τζέλλι, συνασπίζοντας γύρω του μορφές της ελίτ, του οργανωμένου εγκλήματος και του βαθέος κράτους. Αρκεί να αναλογισθεί κανείς, ότι στην Ρ2, η οποία φερόταν να κινεί τα νήματα ως παράλληλο κράτους, συμμετείχαν από τους επικεφαλής και των τριών μυστικών υπηρεσιών, μέχρι τον τραπεζίτη Ρομπέρτο Κάλβι της Banco Ambrosiano, της οποίας πλειοψηφικός μέτοχος ήταν η λεγόμενη “Τράπεζα του Βατικανού” (IOR). Ο Κάλβι βρέθηκε απαγχονισμένος σε γέφυρα του Λονδίνου, μετά την κατάρρευση της τράπεζάς του λόγω παράνομων μεταφορών κεφαλαίων στο εξωτερικό.
Η στάση της Αγίας Έδρας έναντι του Ελευθεροτεκτονισμού υπήρξε διαχρονικά αρνητική. Η πρώτη καταδίκη της Μασωνίας ήλθε από τον Πάπα Κλήμεντα ΙΒ’ το 1738, για να ακολουθήσουν σχετικές εγκύκλιοι από τον Πίο Ζ’ το 1821, τον Λέοντα ΙΒ’ και άλλους πέντε ποντίφηκες συνολικά, μέχρι τη δημοσίευση το 1917 του Κώδικα Κανονικού Δικαίου της Καθολικής Εκκλησίας που επιβάλλει αυτομάτως αφορισμό στους πιστούς οι οποίοι μυούνται σε τεκτονική στοά. Ο κύριος λόγος για την τήρηση αυτής της στάσης ήταν η αντίληψη ότι ο τεκτονισμός προάγει την θρησκευτική αδιαφορία, εξισώνοντας ως θεμιτές διαφορετικές φιλοσοφίες, υπονομεύει την εξουσία της εκκλησιαστικής ιεραρχίας επί των πιστών και προωθεί την ιδέα του κοσμικού κράτους. Οι Μασώνοι αντιμετωπίζονταν λοιπόν ως οι συνωμότες πίσω από την εμπέδωση της νεωτερικότητας.
Το γεγονός ότι ο αναθεωρημένος Κώδικας Κανονικού Δικαίου του 1983 δεν αναφέρεται ρητά στον Ελευθεροτεκτονισμό, προτιμώντας μια γενικευτική αναφορά στις μυστικές εταιρείες, έδωσε την εντύπωση ότι η προσέγγιση έχει χαλαρώσει. Οι δε καταγγελίες για “ελευθεριάζουσες” αντιλήψεις που εν γένει δέχονται τόσο ο νυν πάπας Φραγκίσκος, όσο και ο νέος δογματικός του “τσάρος”, ο Αργεντινός καρδινάλιος Βίκτορ Μανουέλ Φερνάντες, ανέδειξαν την ανάγκη να επαναβεβαιωθεί η παραδοσιακή “γραμμή”.
Μόλις τον περασμένο Νοέμβριο, σε απάντησή του προς ερώτημα επισκόπου από τις Φιλιππίνες, ο Φερνάντες υπενθύμισε ότι ισχύον πάντοτε οι οδηγίες που εξέδωσε το 2003 ο προκάτοχός του στην ηγεσία του Συμβουλίου για το Δόγμα της Πίστεως, καρδινάλιος Γιόζεφ Ράτσινγκερ (μετέπειτα πάπας Βενέδικτος ΙΣτ΄), βάσει των οποίων κληρικός ή λαϊκός που μυείται στην Μασωνία τίθεται αυτομάτως σε καθεστώς αφορισμού.
Ήταν αυτές οι εξελίξεις του περασμένου Νοεμβρίου που οδήγησαν τη Μεγάλη Ανατολή στην διοργάνωση του σεμιναρίου του Μιλάνο. Αλλά ήταν η τοποθέτηση του Φερνάντες στην οποία παρέπεμψε ο επίσκοπος Σταλιανό, προκειμένου να διασκεδάσει εκ των υστέρων τις εντυπώσεις. Όπως δήλωσε ο πρόεδρος της Ποντιφηκικής Ακαδημίας Θεολογίας, ο Ελευθεροτεκτονισμός αποτελεί μίαν αίρεση αντίστοιχη αυτής του Αρείου, ο οποίος υπήρξε και ο πρώτος ο οποίος εννόησε τον Θεό ως Μεγάλο Αρχιτέκτονα του Σύμπαντος.
Οι δε αντιλήψεις περί αδελφοσύνης διαφέρουν μεταξύ Χριστιανισμού και Ελευθεροτεκτονισμού, εφόσον ο δεύτερος εμμένει σε εσωτεριστικές τελετές για μυημένους. Ωστόσο, στον βαθμό που η νεωτερικότητα έχει νικήσει παντού γύρω μας, η στάση της Καθολικής Εκκλησίας αποκαλύπτεται όλο και λιγότερο συνεπής.
Του Κώστα Ράπτη – newsbreak.gr