Το Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ) ετυμηγόρησε υπέρ της είσπραξης από το ιταλικό δημόσιο φόρων ακίνητης περιουσίας που δεν κατέβαλε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, δικαιώνοντας την προσφυγή μιας Μοντεσοριανής σχολής για προνομιακή μεταχείριση των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων.
Με την απόφασή του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ακύρωσε προηγούμενες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2012 και του Γενικού Δικαστηρίου του 2016, που αναφέρονταν στην «αδυναμία του ιταλικού κράτους για την είσπραξη των φόρων λόγω οργανωτικών δυσκολιών», για τον διαχωρισμό των εμπορικής χρήσης ακινήτων από εκείνα που φιλοξενούν σχολεία, κλινικές και ξενώνες. Η έδρα έκρινε πως αυτό οφειλόταν «απλώς σε δυστοκίες του ιταλικού κράτους».
Ωστόσο, το δικαστήριο έκρινε πως μολονότι τα εμπορικής, ή μη λατρευτικής χρήσης, εκκλησιαστικά κτήρια θα πρέπει να καταβάλλουν δημοτικούς φόρους για την ακίνητη περιουσία (ICI) είναι δίκαιη η εξαίρεσή τους από την καταβολή του ειδικού φόρου ακίνητης περιουσίας IMU (ανάλογου του δικού μας ΕΝΦΙΑ). «Ιστορική απόφαση» τη χαρακτήρισε επίσης ο συνήγορος της σχολής Εντοάρντο Γκαμπάρο.
«Ο Δαυίδ νίκησε τον Γολιάθ», σχολίασαν κύκλοι του Μοντεσοριανού δημοτικού σχολείου, που το 2006 αποφάσισε να συνδράμει τις σχετικές προσπάθειες του Ριζοσπαστικού Κόμματος εναντίον της προνομιακής μεταχείρισης των εκκλησιαστικών κτηρίων που νομοθέτησε η κυβέρνηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι το 2005 και διατήρησε η μετέπειτα αριστερή κυβέρνηση του Ρομάνο Πρόντι (ο οποίος είχε στενές σχέσεις με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία), εξαιρώντας τα διάφορα εκκλησιαστικά κέντρα (πνευματικά, αθλητικά και θρησκευτικά) από την καταβολή των δημοτικών φόρων ακίνητης περιουσίας. Σε αυτήν την εξαίρεση θα πρέπει να προστεθεί και η μείωση κατά 50% από την καταβολή φόρου επί των κερδών των επιχειρήσεων.
Μια εξαίρεση που και ο ίδιος ο Πάπας Φραγκίσκος είχε αμφισβητήσει το 2015, λέγοντας πως «εάν μια θρησκευτική μονή λειτουργεί ως ξενοδοχείο, θα πρέπει να πληρώνει φόρους».
Όπως έχουν καταδείξει πολλά ιταλικά μέσα ενημέρωσης στην πορεία των χρόνων, η εξαίρεση τούτη είχε λάβει διασταλτικό χαρακτήρα, καθώς αρκούσε η τοποθέτηση ενός υποτυπώδους παρεκκλησίου σε ένα μπαρ, ένα γυμναστήριο, ή σε ένα ξενοδοχείο, για να αποχαρακτηρισθεί το ακίνητο ως εμπορική επιχείρηση και να χαίρει της εξαίρεσης. Στην Ιταλία υπολογίζεται πως ένα στα πέντε ακίνητα ανήκει στην Εκκλησία.
Όπως τονίζει ο Γκουίντο Καστέλι, εκπρόσωπος των οικονομικών εφοριών των δήμων της Ιταλίας, «η ετυμηγορία τούτη αφορά τις εξαιρέσεις για το διάστημα 2007-11 και όχι όσα ισχύουν μετά το 2012», ενώ προσθέτει «πλέον θα πρέπει να θεσπισθεί ένας νομικός κανόνας που θα προσδιορίζει τον τρόπο, όπου αυτό είναι δυνατόν, για την είσπραξη των αναλογούντων φόρων», που εάν συνυπολογισθεί η μη καταβολή τους από την εισαγωγή του δημοτικού φόρου ICI το 1992, ανέρχονται σε 13-14 δισεκ. ευρώ. Το 2012 ο τότε πρόεδρος των οικονομικών υπηρεσιών της Ιταλίας, είχε υπολογίσει πως οι μη καταβληθέντες δημοτικοί φόροι από την Εκκλησία ανέρχονταν σε 500 με 600 εκατ. τον χρόνο.
«Είναι απαραίτητο να διαχωρίσουμε τη φύση και τον τρόπο άσκησης των δραστηριοτήτων που αφορούν τα κτήρια αυτά, διότι μια λανθασμένη ερμηνεία θα διακύβευε μια σειρά από υπηρεσίες προς όφελος της κοινωνίας», σχολίασε την απόφαση ο ΓΓ της Επισκοπικής Συνόδου της Ιταλίας Στέφανο Ρούσο, υπογραμμίζοντας πως τα ευρωπαϊκά δικαστήρια επιβεβαίωσαν την νομιμότητα της μη καταβολής του IMU.