από την Ιωάννα Φωτιάδη
«Είναι αρκετά σεμνό; Μήπως να πιάσω τα μαλλιά μου κότσο;» αναρωτιόμουν μπροστά στον καθρέπτη, όσην ώρα ετοιμαζόμουν για την συνάντηση με τον Σεραφείμ Δημητρίου. «Πρέπει να του φιλήσω το χέρι, μόλις τον δω; Να του ζητήσω την ευχή του;» ρωτούσα φίλους και γνωστούς, πιο σχετικούς από μένα στο εκκλησιαστικό savoir vivre. Συνεντεύξεις διά ζώσης με κληρικούς δεν είχα έως σήμερα στο δημοσιογραφικό μου βιογραφικό και η πρώτη εντύπωση είναι το «ήμισυ του παντός».
Εμπειρία μπορεί να μην είχα βέβαια, είχα όμως ενδείξεις, ότι ο συγκεκριμένος παπάς θα ήταν διαφορετικός. Μου τον είχε συστήσει συνάδελφος από το εξωτερικό, είχαμε επικοινωνήσει μέσω facebook (!) και είχε εξαρχής δεχτεί να μιλήσουμε χωρίς να ρωτήσει τίποτα, πέρα από το μικρό μου όνομα.
«Λόγω αυτοκτονίας ο συρμός σταματάει στον σταθμό Θησείο» επαναλάμβανε ο οδηγός του τρένου που με οδηγούσε στο ραντεβού μας, ξερά, αλλά σταθερά, ώστε να τον ακούσουν όλοι οι επιβάτες- ακόμη και οι φευγάτοι που ταξιδεύουν ακούγοντας μουσική στην διαπασών. Για λίγα δευτερόλεπτα, αφήσαμε στην άκρη κινητά, ακουστικά και περιοδικά, και κοιταχτήκαμε όλοι αμήχανα μεταξύ μας. Στο βλέμμα κάποιων διέκρινες φρίκη σε άλλων (συν)ενοχή.
Η πρώτη φορά που είχα ζήσει κάτι παρόμοιο, ήμουν μαθήτρια και επέστρεφα με το τρένο από τα προφορικά του Lower, πάνε σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε. Μας κατέβασαν χωρίς καμία εξήγηση από το βαγόνι και μας είπαν να περιμένουμε υπομονετικά στην αποβάθρα το επόμενο. Τότε, μερικοί συνεπιβάτες σιγοψιθύριζαν από πίσω μου ότι κάποιος είχε αυτοκτονήσει. Σίγουρα η ερωτική απογοήτευση θα είχε ωθήσει τον άνθρωπο αυτό στις ηλεκτροφόρες ράγες. Αυτή ήταν η ερμηνεία του έφηβου εαυτού μου.
Την επόμενη φορά που συνέβη κάτι παρόμοιο, ήμουν ενήλικη και καθόμουν απέναντι από δύο μεσήλικες Βελγίδες, που μου ζήτησαν να τους μεταφράσω την ανακοίνωση του οδηγού. «Σε μας γίνονται συνεχώς αυτοκτονίες στα τρένα» αποκρίθηκαν αυθόρμητα. «Σε μας, όμως, όχι» σκέφτηκα. Ήμασταν στην αρχή της κρίσης και η προοπτική η πατρίδα μου να γίνει η «Σουηδία του Νότου»- μόνο όμως σε ό,τι αφορά τα στατιστικά των αυτοκτονιών- μου φάνταζε αβάστακτη.
Προχθές, έπειτα από λίγες στιγμές αμηχανίας, το μπουλούκι ξεγλίστρησε σε χρόνο ρεκόρ στο Θησείο, τρέχοντας μακριά από τον ΗΣΑΠ για να προλάβει την καθημερινότητα, ενώ ορισμένοι δικαιολογούνταν φωνάζοντας στο κινητό: «θα καθυστερήσω λίγο, δε φταίω εγώ, έγινε μια αυτοκτονία στην Ομόνοια!»
«Εγώ νιώθω ότι σε κάθε αυτοκτονία έχω μερίδιο ευθύνης» μου λέει ευθύς εξαρχής ο 43χρονος αρχιμανδρίτης, που συναντώ στο γραφείο του μετά από είκοσι λεπτά, «γιατί δεν πρόλαβα, όπως όφειλα ως ιερέας, τον αυτόχειρα προτού κάνει το κακό, δεν κατόρθωσα να τον σταματήσω και να του υποδείξω μια διέξοδο στο αδιέξοδό του». Για τον Σεραφείμ Δημητρίου πίσω από κάθε αυτοκτονία βρίσκεται μια «απούσα» οικογένεια, εκκλησία, κοινωνία… «Οσα γνωρίζω για την αυτοκτονία του πλησίον, δεν τα μαθαίνω κατά την εξομολόγηση (σκέψεις θανάτου μου έχουν εκμυστηρευτεί μόνο μια φορά στα 17 χρόνια) αλλά από τα μισόλογα των τελεταρχών και των συγγενών στον καφέ της κηδείας» απαντά «άνθρωπος που μοιράζεται τα προβλήματά του με τον εξομολόγο, τον ψυχολόγο ή τον ψυχίατρό του, τελικά δεν αυτοκτονεί». Στο σημείο αυτό, είναι απόλυτος. «Αυτοί οι χαρακτήρες, ‘ξεφορτώνουν’ μιλώντας και επιστρέφουν ξαλαφρωμένοι στην καθημερινότητά τους». Το ζητούμενο είναι «όσοι έχουν κάποιο εμπόδιο να εκφραστούν, να τα βγάλουν όλα από μέσα τους. Χάσαμε την επικοινωνία με τον διπλανό μας, οι άνθρωποι δεν νιώθουν τους οικείους τους αρκετά κοντά τους, ώστε να τους εμπιστευτούν τις σκέψεις τους». Πλάι στην επικοινωνία, βέβαια, φαίνεται ότι χάσαμε και την πίστη μας: στον Θεό, την ζωή, τις δυνάμεις μας. «Τα πουλιά ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν, αλλά ποτέ δεν πεινάνε. Ας μην το ξεχνάμε αυτό» τονίζει ο κληρικός, που μεταξύ άλλων «τρέχει» και τα συσσίτια της ενορίας του.
Ήταν μια σύμπτωση, από αυτές τις διαβολικές της ζωής, που ώθησε τον πατέρα Σεραφείμ να ασχοληθεί εκτενέστερα με την αυτοκτονία. «Πριν από δύο χρόνια ήμουν εφημέριος στο κοιμητήριο και μια μέρα είχαμε τέσσερις κηδείες» διηγείται «ύστερα κατάλαβα ότι οι δύο αφορούσαν κηδείες αυτόχειρων- εξαιρετικά νέων ανθρώπων». Κάπως έτσι χτύπησε το δικό του «καμπανάκι». «Μετά από λίγο καιρό κλήθηκα να θάψω έναν εργαζόμενο στο νεκροταφείο, με τον οποίο συνεργαζόμουν και ήταν ένας τύπος ‘έξω καρδιά’, που ωστόσο έβαλε τέλος στην ζωή του». Έκτοτε, όποτε βλέπει ότι η ηλικία του εκλιπόντος είναι κάτω από 60, αρχίζει να θέτει ερωτηματικά. «Τα χρέη είναι αυτά που οδηγούν τους περισσότερους στην αυτοκτονία» διευκρινίζει «αυτοκτονίες από ψυχικά ασθενείς είχαμε ανέκαθεν, αλλά αυτό που ζούμε τώρα είναι μια διαφορετική κατάσταση».
Σε αυτή την πληθυσμιακή ομάδα, τους ψυχικά ασθενείς, «η Εκκλησία δεν αρνήθηκε ποτέ την θρησκευτική ταφή». Τι γίνεται, όμως, με τους υπόλοιπους; «Η επίσημη θέση είναι ότι ο αυτόχειρας δεν δικαιούται να λάβει εκκλησιαστική κηδεία, επειδή διέκοψε μια ζωή που δεν δημιούργησε» εξηγεί ο πατέρας Σεραφείμ «το σκεπτικό δεν είναι τιμωρητικό, αλλά παιδαγωγικό, ώστε να αποτρέπει τους ζώντες να μιμηθούν τον αυτόχειρα». Βέβαια, η απειλή ισχύει κυρίως για όσους ζουν σε «κλειστές» κοινωνίες. «Στις πόλεις με πληθυσμό άνω των 50.000 ατόμων είναι οι Δήμοι που διαχειρίζονται τα κοιμητήρια, στις αστικές, άλλωστε, κοινότητες σπάνια διαδίδονται αυτές οι λεπτομέρειες». Στα ενοριακά, ωστόσο, κοιμητήρια συμβαίνει ο ιερέας να αρνείται την θρησκευτική ταφή στον αυτόχειρα, ακόμα και σε ανθρώπους που έχουν τελέσει ως νέοι πολιτικό γάμο. «Εγώ δεν πρόκειται να αρνηθώ να ψάλλω άνθρωπο που έχει αυτοκτονήσει» απαντά ο κληρικός, που το 2012 είχε οργανώσει στην περιοχή ευθύνης του προσευχή «για να περιοριστεί το φαινόμενο της αυτοκτονίας». «Η αυτοκτονία είναι μια διαφορετική κατάσταση, μπορεί ο αυτόχειρας λίγο πριν εκπνεύσει να μετάνιωσε. Δεν μπορούμε να γίνουμε αφιλάνθρωποι». Ο ίδιος δεν μπορεί να εγκλωβιστεί στην στενή λογική του κανόνα, ωστόσο για αυτήν την στάση μπορεί να υποστεί κυρώσεις…
«Συμβαίνουν συνταρακτικές αλλαγές τον τελευταίο καιρό και τους περισσότερους συναδέλφους μου το μόνο που τους θορύβησε ήταν η ενδεχόμενη ένταξή τους στο ενιαίο μισθολόγιο» σημειώνει αφοπλιστικά. Η αλήθεια πρέπει να αναγνωριστεί ως έχει, ώστε να μπορέσουμε όλοι μαζί ως κοινωνία να την αντιμετωπίσουμε. «Την συζήτηση θα έπρεπε να την ανοίξει ο Αρχιεπίσκοπος, να μιλήσει δημόσια για αυτή την μάστιγα».
Κάθε Κυριακή, πάντως, από την ωραία πύλη ο Σεραφείμ επαναφέρει το θέμα στο καθιερωμένο κήρυγμα, προτρέποντας τους πιστούς του, «να μην κλείνονται στον εαυτό τους». Το κοινό του, όμως, μοιάζει να μην φλερτάρει με την ιδέα της αυτοκτονίας. «Οι νέοι άνθρωποι δεν έρχονται και είναι λογικό- θέλουν να κοιμηθούν την Κυριακή, να χαρούν την μοναδική ελεύθερη μέρα τους» ομολογεί «η εκκλησία συχνά λειτουργεί ως parking για όσους δεν έχουν τι να κάνουν. Εκτιμώ ότι οι περισσότερες ηλικιωμένες που κάθονται σήμερα στα στασίδια, όταν ήταν νέες δεν περνούσαν το κατώφλι μας». Επικίνδυνες ηλικίες, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι λίγο μετά τα 35 «όταν αρχίζουν να κάνουν απολογισμό ζωής και να αναλαμβάνουν ευθύνες». «Σωτήρια» θεωρεί ο πατέρας Σεραφείμ την ανεμελιά της πρώτης νιότης. «Αν οι νέοι μας, από τα 17 έως τα 25, δεν έπιναν χαλαρά φραπέ μαζί με τους φίλους τους, η κατάσταση θα ήταν πολύ χειρότερη».
Πώς έφτασαν, όμως, οι απόγονοι του Ζορμπά, να επιλέγουν τον θάνατο; «Εχουμε ανατραφεί όλοι με εγωιστικά πρότυπα, έχουμε μάθει να μοιραζόμαστε την επιτυχία, αλλά όχι την αποτυχία- πρωτίστως την οικονομική» υπογραμμίζει. «Πολλοί άνθρωποι καταβάλλονται από τρόμο ότι θα χάσουν το σπίτι τους. Ορισμένοι εξ αυτών δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξη του Νόμου Κατσέλη, για παράδειγμα, ενώ σε κανένα τους δεν έχουμε πει ότι η ύπαρξη τους δε θα πάψει, αν χάσουν την ιδιοκτησία τους». Το προτεινόμενο από τον ίδιο modus vivendi είναι να αδράξουμε την μέρα. «Ακριβώς αυτό που λέει το πασίγνωστο Πάτερ Ημών: δος ημίν σήμερον, γιατί το αύριο, άλλωστε, δεν μπορούμε να το ορίσουμε».