Τό υπέροχο πρότυπο ιεραποστολικής δράσεως του Αποστόλου των εθνών Παύλου στον ελληνορωμαϊκό κόσμο συνδύαζε άριστα την ιουδαιο-χριστιανική παράδοση με την οικουμενική προοπτική της ελληνικής φιλο-σοφίας και της όλης πνευματικής κληρονομιάς του Ελληνισμού, όπως αυτή εκφράσθηκε σαφώς και με τις περίφημες επιστολές του προς τις ιδρυθεί-σες από τον ίδιο και τους εκλεκτούς συνεργούς του Εκκλησίες του Μεί-ζονος Ελληνισμού.
Του Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου Γενικού Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας τής Εκκλησίας της Ελλάδος
η απόφαση όμως του Μ. Κωνσταντίνου όχι μόνο να μεταφέρει την πρωτεύσουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην Κωνσταν-τινούπολη, τη Νέα Ρώμη (324), αλλά και να συγκαλέσει στη Νίκαια της Βιθυνίας την α΄ Οικουμενική σύνοδο της ανά την οικουμένη χριστιανικής Εκκλησίας (325) σφράγισαν οριστικά την άρρηκτη και αλληλέγγυα σχέση του Ελληνισμού με την Ορθοδοξία. Άλλωστε, η μεν Ορθοδοξία ήταν πλέον η ψυχή του Ελληνισμού, ο δε Ελληνισμός το σώμα της Ορθοδόξου Εκ-κλησίας, όπως θα έλεγε ο συντάκτης της «Κοσμοπόλεως» των Στωϊκών, Ζήνων ο Κιτιεύς. η άρρηκτη όμως και αλληλέγγυα αυτή σχέση εκφράσθη-κε, με εντυπωσιακή μάλιστα συνέπεια και συνέχεια σε όλους τους τομείς του δημόσιου, του εκκλησιαστικού και του ιδιωτικού βίου της βυζαντικής αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα δε στη Βυζαντινή Ιεραποστολή προς τους μη χριστιανικούς λαούς της ευρύτερης περιοχής κατά την α΄ χιλιετία του ιστο-ρικού βίου της Εκκλησίας.
Πράγματι, το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατέστη σαφώς το κύριο και αναντικατάστατο κέντρο του ιεραποστολικού αγώνα της Εκκλησίας, όχι μόνο στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, αλλά και στα βαρβαρικά φύλα του ευρυ-τέρου περίγυρου, γι αυτό ανέπτυξε την ιεραποστολική δράση της Εκκλη-σίας σε οικουμενική μάλιστα προοπτική δρώντας συστηματικά, ήδη από τον Δ΄ αιώνα, κυρίως στα εκτός του Ελληνορωμαϊκού κόσμου βαρβαρικά φύλα, όπως λ. χ,. στους Οστρογότθους, τους Βησιγότθους, τους Κροάτες, τους Γεωργιανούς, τους Άραβες, τους Αιθίοπες, τους Βρετανούς κ. α., με ευνόητες μάλιστα θετικές συνέπειες για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και την Εκκλησία.
εν τούτοις, κορυφαία έκφραση της Βυζαντινής Ιεραποστολής υπήρ-ξε η οργανωμένη από τον μεγαλόπνοο Οικουμενικό Πατριάρχη ιερό Φώτιο (858-886) ιεραποστολική δράση στον κόσμο των Σλάβων της Ανατολικής και της Κεντρικής Ευρώπης κατά τους Θ΄ και ι΄ αιώνες. Πράγματι, διέδωσε την χριστιανική πίστη στη νεοσύστατη ηγεμονία των σκανδιναβών Βαρά-γκων-Ρώς του Κιέβου (860) και δι αυτής σε όλα τα σλαβικά φύλα μεταξύ Ευξείνου Πόντου και Βαλτικής θαλάσσης, ως επίσης και μεταξύ Δνειπέρου και Βόλγα, Άλλωστε, το Οικουμενικό Πατριαρχείο υποστήριζε συνεχώς το έργο της Βυζαντινής Ιεραποστολής σε όλες τις ηγεμονίες της συγκεκριμέ-νης περιοχής, τις οργάνωσε δε σε δύο μεγάλες Μητροπόλεις, ήτοι Κιέβου (Ουκρανία, Λευκορωσία, Λιθουανία) και Μόσχας (Ηγεμονία Μεγάλης Ρω-σίας). Βεβαίως, η διάδοση του Χριστιανισμού στους ανατολικούς Σλάβους επηρέασε και τους όμορους λαούς να ασπασθούν την χριστιανική πίστη
(Φινλανδούς, Εσθονούς, Λετονούς, Λιθουανούς), κατ αναφοράν μάλιστα προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Υπό την προοπτική λοιπόν αυτή, η εντυπωσιακή και πολυδιάστατη δράση της βυζαντινής ιεραποστολής αναδιαμόρφωσε την ταυτότητα όχι μόνο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και της Ευρώπης γενικότερα, κατά τους νεότερους κυρίως χρόνους, με τη συνεχή διογκούμενη Ορθόδοξη Δια-σπορά σε όλες σχεδόν τις χριστιανικές χώρες της Δύσης.
η Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι, κατά τον εκτελεστικό Νόμο του ισχύοντος Συντάγματος (1975), για τον Καταστατι-κό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαι-ου, ο ιεραποστολικός, κατηχητικός, μορφωτικός και πολιτιστικός φορέας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Πράγματι, η Αποστολική Διακονία της Εκ-κλησίας της Ελλάδος ανέπτυξε, στο συνταγματικώς κατοχυρωμένο θεσμι-κό πλαίσιο, ένα ευρύτατο κύκλο σημαντικών δραστηριοτήτων, ήτοι εκ-κλησιαστικών, θεολογικών, ποιμαντικών, εκδοτικών, πολιτιστικών, οικου-μενικών και κοινωνικών, με σκοπό την κατάλληλη και αποτελεσματική υποστήριξη των σχετικών επιτακτικών αναγκών, ήτοι όχι μόνο της πολύ-πτυχης εκκλησιαστικής διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και όλων των Ορθοδόξων Πρεσβυγενών Πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, ως επίσης και όλων των άλ-λων Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών.
εν τούτοις, ανάλογες είναι οι επιτακτικές ανάγκες και της συνεχώς διογκουμένης Ελληνικής Διασποράς στις χριστιανικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης, της Βόρειας και Νότιας Αμερικής, Αυστραλίας και της Αφρικής. Συνεπώς, η Αποστολική Διακονία έχει όλες τις θεσμικές προϋποθέσεις για την κατάλληλη υποστήριξη των αιτημάτων της Ορθοδόξου Διασποράς και μάλιστα της ήδη ακμαίας Ελληνικής Διασποράς, έργο που επιτελεί επί 80 και πλέον χρόνια.
Είναι ελπιδοφόρο, και με πολλές προεκτάσεις, το γεγονός της άρρη-κτης συνεργασίας της Γενικής Διεύθυνσης Θρησκευμάτων του ΥΠΕΠΘ με την Αποστολική Διακονία, για κοινές και σημαντικές πρωτοβουλίες επί εθνικών, εκκλησιαστικών, πολιτιστικών, εκπαιδευτικών και κοινωνικών ζη-τημάτων, που κατατίθενται στις πνευματικές δημιουργίες σε μια εποχή κατά την οποία στην Πατρίδα μας, στην Ευρώπη και στον κόσμο επι-χειρείται με νοσηρό τρόπο από μία πλευρά η αλλοίωση της πίστεως, της αρχαίας ευσεβείας, για να χρησιμοποιήσω έκφραση των Πατέρων, προ-κειμένου αυτή να χρησιμοποιηθεί ως κομματικό δεκανίκι και χωροφύλακας της σκέψης, και από την άλλη πλευρά να θεωρηθεί η ορθόδοξη πίστη ως μία αντίθετη ιδεολογία ενάντια σε έναν άλλο αξιακό κώδικα. Αυτή η προτεσταντική νοοτροπία ταλανίζει από την ίδρυση του νεοελληνικού κρά-τους τόσο τον εκκλησιαστικό όσο και τον πολιτικό βίο προβάλλοντας μια ατομική θρησκευτικότητα, όπως αποδεικνύει η διαλεκτική των ηγετών και των τραπεζών.
Σήμερα η Ορθόδοξη Διασπορά αποτελεί πλέον τον Μείζονα Ελληνι-σμό και πρέπει να υποστηριχθεί προθύμως για να υπερασπισθεί εντονότε-ρα τα ιερά και τα όσια του Γένους, «ίνα τα πάντα ευ γένοιτο» τόσο για τον Ελληνισμό, όσο και για την Ορθοδοξία. Άλλωστε, η ιδιαίτερη σχέση της Ελληνικής Διασποράς με την Εκκλησία της Ελλάδος ανταποδίδει μείζονα των προσφερομένων σε αυτή ως αντιπελάργηση τόσο στον Ελληνι-σμό, όσο και στην Ορθοδοξία. για του λόγου το αληθές θα αναφέρω ως πρώτο παράδειγμα την έκδοση της «Μαύρης Βίβλου» στην αγγλική και γαλλική γλώσσα, από την πρωτότυπη ελληνική έκδοση του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, το 1919, στην οποία έκδοση αποτυπώνεται σε κείμενα και σπάνιο φωτογραφικό υλικό η Γενοκτονία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Σήμερα το βιβλίο αυτό έχει διανεμηθεί στα μέλη της Γερουσίας και του Κογκρέσου των ΗΠΑ και σε όλους τους Πρέσβεις. Αυτό είναι μνήμη, τιμή, επένδυση. όραμα. ως δεύτερο παράδειγμα αναφέρω το υπό εξέλιξη πρόγραμμα έρευνας των αρχείων του ο. η. ε. για την συμβολή της Εκκλη-σίας στα χρόνια της Κατοχής και μετέπειτα. Είμαστε η δεύτερη Χώρα μετά το Ισραήλ που υλοποιεί αυτή την έρευνα. και το τρίτο παράδειγμα είναι η μετάφραση στην Περσική διάλεκτο Φαρσί της θείας Λειτουργίας και του Προσευχηταρίου για τους Χριστιανούς της Μικράς Ασίας και του Ερμπίλ (Ιράκ), των λειτουργικών βιβλίων στην σουηδική, αγγλική, γερμα-νική γλώσσα και την διάλεκτο σουαχίλι της Αφρικής, ενώ επίκειται η έκδοση σειράς λειτουργικών βιβλίων στην ισπανική γλώσσα.
Αυτά τα παραδείγματα αποτυπώνουν στην ιστορική πορεία και την συνεργασία με την Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων το ζύμωμα και την αλληλοπεριχώρηση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας. μια αλληλοπεριχώρηση ζωής την οποία, δυστυχώς, εξαντλούμε σε μία στείρα διαλεκτική, που είναι αντίθετη στην καθολικότητα και την οικουμενικότητα και μας υποτάσσει σε μια πραγματικότητα μίζερη και κακόμοιρη, η οποία εξαγριώνει, πληγώ-νει, φθείρει και διαφθείρει συνειδήσεις, θέλει οπαδούς και όχι μέλη. Τελι-κά πως να διαποιμάνεις, η πως να κυβερνήσεις αυτοδύναμα η συμμαχικά αυτόν τον λαό, όταν θεωρείς την ιστορική του σάρκα και την παράδοσή του με διάθεση στείρας αναφοράς και κενής καυχησιολογίας ;