Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας: Ήταν ένας μοναχός – διηγήθηκε ο Γέροντας Εφραίμ – και είχε πέσει σε αμέλεια πολλή, τόσο που και τον κανόνα του άφησε και στρεφόταν προς τον κόσμο.
Πήγε στην πατρίδα του Κεφαλληνία, όπου ως γνωστόν προστρέχουν οι δαιμονιζόμενοι χάριν θεραπείας στον Άγιο Γεράσιμο. Και λοιπόν, πηγαίνοντας και αυτός να προσκυνήσει τον Άγιο, αφού βρέθηκε στην πατρίδα του, τον συναντά μία δαιμονισμένη στον δρόμο και του λέγει:
– Ξέρεις τι κρατάς στο χέρι σου; Αχ, να ήξερες, ταλαίπωρε, τι κρατάς στο χέρι σου! Να ήξερες πόσο με καίει εμένα αυτό το κομποσχοίνι σου· και συ το κρατάς έτσι από συνήθεια, για τον τύπο!
Εμβρόντητος έμεινε ο μοναχός. Από Θεού ήταν να μιλήσει έτσι το δαιμόνιο. Συνήλθε. Τον φώτισε ο Θεός και λέγει στον εαυτό του:
– Για δες τι κάνω ο ανόητος! Κρατώ στο χέρι μου το δυνατότερο όπλο και δεν μπορώ να χτυπήσω έναν διάβολο. Και όχι μόνο να τον χτυπήσω δεν μπορώ, αλλά με σέρνει και αιχμάλωτο όπου θέλει. Ήμαρτον, Θεέ μου!
Και την ίδια εκείνη στιγμή αναχωρεί μετανοημένος για το Μοναστήρι του. Και ερχόμενος έβαλε πάλι καλή αρχή. Και τόσο πρόκοψε στην ευχή και την άλλη μοναχική πολιτεία, που έγινε υπόδειγμα ωφελείας σε πολλούς. Τον πρόλαβε και η ταπεινότητά μου αυτόν τον Γέροντα.
Δεν άκουγες από το στόμα του άλλο παρά το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”! Ακατάπαυστα. Του έλεγες κάτι, σου έλεγε δυο λέξεις και η γλώσσα του γύριζε ευθύς στην ευχή. Τόσο την είχε συνηθίσει. Τόσο τον είχε αλλοιώσει. Και να σκεφτεί κανείς ότι την αξία της ευχής και του κομποσχοινιού τού την αποκάλυψε – χωρίς βέβαια να θέλει – ο διάβολος, κατά τα κρίματα και τις ανεξιχνίαστες βουλές του Υψίστου.
Από το βιβλίο: Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου, Ελπιδοφόρες διδαχές με πατρικές οδηγίες. Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη».