Το τραγούδι του αϊ-Γιώργη….
Άγιε μου Γιώργη αφέντη μου και γριβοκαβαλάρη,
αρματωμένος με σπαθί και με χρυσό κοντάρι.
Στη δόξα και στη δύναμη θέλω να σ’ αθιβάλω
για το θεριό που σκότωσες τον λέων το μεγάλο,
που τό ’χαμε στον τόπο μας, σ’ ένα βαθύ πηγάδι
κι ανθρώπους το ταΐζανε, πάσα πρωί και βράδυ.
Mια μέρα που δεν έδωκαν άνθρωπο να δειπνήσει
σταλιά νερό δεν άφησε τον κόσμο να δροσίσει.
Kαι ρίχνουνε τα μπουλετιά1 κι όπου έχει τύχη ας πάρει.
Κι απ’ τα πολλά τα μπουλετιά πέφτει η βασιλοπούλα
όπου την είχε η μάνα της μία και μοναχούλα.
Kι ο βασιλιάς σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθη
κι όταν τον συνεφέρανε αυτό το λόγο λέγει:
– Όλο το βιο μου πάρτε το και το παιδί μου αφήστε.
Πλήθος λαός μαζεύτηκε κάτω απ’ το παλάτι.
– Ή δώσ’ μας το παιδάκι σου ή παίρνουμε κι εσένα.
Eίδε κι απόειδε ο βασιλιάς και βγαίνει και τους λέγει.
– Στολίστε το παιδάκι μου και κάνετέ το νύφη
και δώστε το στο δράκοντα, πεσκέσι να δειπνήσει.
Στο δρόμο όπου πήγαινε βλέπει ένα καβαλάρη,
βαστά στα χέρια του σπαθί, στη μέση το χατζάρι.
– Eδώ που πας κοπέλα μου, θά ’ρθώ να σε γλυτώσω
κι απ’ τον κακό το θάνατο να σε ξελευθερώσω.
– Λόγια τα λες ξενάκι μου, να με παρηγορήσεις
κι όταν θα έβγει το θεριό, θα φύγεις, θα μ’ αφήσεις.
– Στα γόνατά σου άσε με λίγο ύπνο να πάρω
κι όταν θα έβγει το θεριό, σηκώνομαι επάνω.
O ξένος εκοιμήθηκε κι η κόρη χασμουριέται
και το πηγάδι έτρεμε και το θεριό πετιέται.
– Σήκω, σήκω αφέντη μου και το νερό αφρίζει
και το θεριό τα δόντια του καρσί μου ακονίζει.
Tότε ξύπνησε κι ο Γιωργής σαν παραλογισμένος,
το χατζαράκι άρπαξε πώς ήταν μαθημένος.
Mια χατζαριά του έδωσε καταμεσή στο στόμα
και το θεριό ξαπλώθηκε κάτω στης γης το χώμα.
– Άγιε μου Γιώργη αφέντη μου και γριβοκαβαλάρη,
στην άξια και στη δύναμη ποιος θα σε παραβάλει.
– Kαι ποια ’σαι ’συ και ξέρεις με και ξέρεις τ’ όνομά μου,
εκτός αν είσαι δαίμονας και στέκεσαι μπροστά μου.
– Eγώ δεν είμαι δαίμονας να στέκομαι μπροστά σου,
παρά όταν κοιμόσουνα ήρθ’ ένα περιστέρι
και βάστα τίμιο σταυρό στο δεξιό του χέρι
και ο σταυρός είχ’ όνομα κι έλεγε άι Γιώργη.
– Άντε κόρη μ’ στο σπίτι σου, σύρε στα γονικά σου,
πες τους να κάνουν ’κόνισμα, να φτιάξουν εκκλησία,
δεξιά να βάλουν το Xριστό, ζερβά την Παναγία
και στην Aγία Tράπεζα να γράψουν άγιο Γιώργη.
Kαι στα μαλλιά της έδεσε ολόχρυση κορδέλα
και χάρηκ’ όλος ο ντουνιάς εκείνη την ημέρα.
1μπουλετιά: λαχνοί