Κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα μ.Χ. οι ασκητές Νικήτας, Ιωάννης και Ιωσήφ, που ασκήτευαν στο Προβάτειο Όρος της Χίου, είχαν ένα κοινό όραμα. Μία εικόνα της Θεοτόκου, που επέμενε να επιστρέψει εκεί όπου την είχαν ανακαλύψει, σηματοδοτούσε τον τόπο στον οποίο θα κτιζόταν η Παλαιά Μονή Χίου.
Οι ευλαβείς μοναχοί ενημέρωσαν τον εξόριστο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Μονομάχο για αυτήν τη θεοσημία. Ο Κωνσταντίνος τούς υποσχέθηκε να έχει τη Μονή κάτω από τη σκέπη του και σφράγισε την υπόσχεσή του χαρίζοντας στους μοναχούς το πριγκιπικό του δαχτυλίδι. Αμέσως μετά την αποκατάστασή του στον θρόνο του Βυζαντίου, ανέγειρε τη Νέα Μονή Χίου, καλώντας για αυτόν τον σκοπό τους σημαντικότερους τεχνίτες, μαρμαρογλύπτες και αγιογράφους. Η Νέα Μονή Χίου, έκτοτε, δεσπόζει στο κέντρο του νησιού, 12 χιλιόμετρα δυτικά από την πόλη.
Ο Ρωμανός ο Διογένης, ο οποίος διαδέχτηκε τον Κωνσταντίνο και κατόπιν η Θεοδώρα, είχαν πάντοτε τη Μονή υπό την προστασία τους. Η μέριμνα του Θρόνου για τη μονή ήταν συνεχής καθ’ όλη την ύπαρξη του βυζαντινού κράτους.
Το καθολικό της μονής ανήκει στον οκταγωνικό ρυθμό, ο οποίος ήταν πρωτοποριακός τον 11ο αιώνα κατά τον οποίο χτίστηκε. Με περίτεχνη διακόσμηση από ημιδιάφανα και πορφυρά μάρμαρα, με τα έξοχα ψηφιδωτά που τον στολίζουν και με το μεγαλείο που αποπνέει, είναι ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα της αυτοκρατορικής ιερής τέχνης.
Στο χώρο της μονής υπάρχουν δύο παρεκκλήσια, ο Άγιος Παντελεήμων και ο Τίμιος Σταυρός. Κατά την περίοδο που η μονή λειτουργούσε ως ανδρικό κοινόβιο υπήρχε άβατο για τις γυναίκες. Τα δύο παρεκκλήσια φιλοξενούσαν τις προσκυνήτριες, οι οποίες δεν είχαν πρόσβαση στον κυρίως ναό.
Ο χώρος της Μονής φιλοξενεί τα κελιά των μοναχών, την τράπεζα, η οποία ανεγέρθηκε ανάμεσα στο 1631 και το 1637, την κινστέρνα, έργο του 11ου αιώνα, καθώς και τον επιβλητικό αμυντικό πύργο, ο οποίος χτίστηκε τον 14ο αιώνα.
Η Νέα Μονή Χίου, με τη συνολική της αρχιτεκτονική, τα μοναδικά κειμήλια που φιλοξενεί και τη γαλήνη του περιβάλλοντος χώρου είναι ένα αληθινό κόσμημα για τη Χίο.