Ἄν ἡ ἀπελπισία μας πηγάζει ἀπό πολύ βαθιά μέσα μας, ἄν αὐτό πού ζητᾶμε, αὐτό γιά τό ὁποῖο κραυγάζουμε, εἶναι τόσο οὐσιαστικό ὥστε νά καλύπτει ὅλες τίς ἀνάγκες τῆς ζωῆς μας, τότε βρίσκουμε κατάλληλα λόγια νά προσευχηθοῦμε καί μποροῦμε νά φτάσουμε στήν κορυφαία στιγμή τῆς προσευχῆς μας, τή συνάντηση μέ τό Θεό.
Θά ἤθελα νά πῶ κάτι γιά τήν «κραυγή» τῆς προσευχῆς. Φώναζε δυνατά ὁ τυφλός Βαρτίμαιος. Τί λέει ὅμως τό Εὐαγγέλιο γιά τούς ἀνθρώπους γύρω του; Προσπαθοῦσαν, λέει, νά τόν κάνουν νά σιωπήσει.
Μποροῦμε νά φανταστοῦμε ὅλους ἐκείνους τούς εὐσεβεῖς ἀνθρώπους μέ τήν καλή ὅραση, τά γερά πόδια, τήν καλή ὑγεία πού περικύκλωναν τό Χριστό καί μιλοῦσαν γιά ὑψηλά θέματα, γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ πού ἔρχεται, γιά τά μυστήρια τῶν Γραφῶν, νά γυρίζουν πρός τό Βαρτίμαιο καί νά τοῦ λένε: «ἐπί τέλους, δέν μπορεῖς νά ἡσυχάσεις; Τά μάτια σου, τά μάτια σου, καί τί σημασία ἔχουν αὐτά ἐνῶ μιλοῦμε γιά τό Θεό;»
Ὁ Βαρτίμαιος φαινόταν σάν κάτι ξένο πού ξαφνικά ἔμπαινε στή μέση καί, ἀδιαφορῶντας τελείως γιά τά συμβαίνοντα, ζητοῦσε ἀπό τό Θεό κάτι πού ἀπελπιστικά τό εἶχε ἀνάγκη. Καί ὅλα αὐτά τά ἔκανε παρά τό γεγονός ὅτι μέ τίς φωνές του κατέστρεψε τήν ἁρμονία τῶν ἐθιμοτυπικῶν συζητήσεων γύρω του.
Οἱ ἐνοχλημένοι θά μποροῦσαν νά τόν ἀπομακρύνουν καί νά τόν κάνουν νά σιωπήσει. Τό Εὐαγγέλιο ὅμως λέει πώς, ἐνῶ ὅλοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν νά τόν ἡσυχάσουν, αὐτός ἐπέμενε, γιατί αὐτό πού ζητοῦσε εἶχε πολύ μεγάλη σημασία γιά τόν ἴδιο. Ὅσο περισσότερο προσπαθοῦσαν νά τοῦ κλείσουν τό στόμα, τόσο πιό πολύ ἐκεῖνος φώναζε.
Ἐδῶ βρίσκεται τό μήνυμά μου. Ὑπάρχει στήν Ἑλλάδα ἕνας ἅγιος, ὀνομάζεται Μάξιμος. Ἦταν νέος ὅταν μία μέρα πῆγε στήν Ἐκκλησία καί ἄκουσε τό ἀνάγνωσμα τοῦ Ἀποστόλου πού λέει ὅτι πρέπει νά προσευχόμαστε «ἀδιαλείπτως». Αὐτό ἔκανε τόση ἐντύπωση στό Μάξιμο ὥστε σκέφτηκε πώς δέν θά μποροῦσε νά κάνει τίποτα ἄλλο παρά νά προσπαθήσει νά τηρήσει αὐτή τήν ἐντολή.
Anthony Bloom