«Αύτη η κλητή και αγία ημέρα, η μία των Σαββάτων, η βασιλίς και κυρία, εορτή εορτών και πανήγυρις εστί πανηγύρεων!…» ψάλλουμε στην ογδόη ωδή του πασχαλιάτικου Όρθρου. Η Κυριακή του Πάσχα ονομάζεται «πανήγυρις πανηγύρεων». Θα ήταν θεολογικά ανακριβές να πούμε ότι το Πάσχα είναι, κατά τρόπο απόλυτο, η μεγαλύτερη από τις γιορτές της Χριστιανοσύνης. Είναι βέβαια σπουδαιότερη από τα Χριστούγεννα ή τα Θεοφάνεια, δεν μπορούμε όμως να πούμε ότι η Πεντηκοστή είναι λιγότερο σημαντική από την Ανάσταση.
Ωστόσο οι Πασχάλιες πανηγύρεις -και εδώ πρέπει στην Κυριακή του Πάσχα να συνδέσουμε και τη Μεγάλη Πέμπτη και την Μεγάλη Παρασκευή- δίνουν στο Μυστήριο των Χριστουγέννων το πλήρωμα του περιεχομένου τους και αποτελούν το αναγκαίο προοίμιο της Πεντηκοστής. Το Πάσχα είναι λοιπόν το κέντρο, η καρδιά και ο πυρήνας του εκκλησιαστικού έτους. Από την ημερομηνία αυτή εξαρτάται όλος ο λειτουργικός κύκλος, επειδή από αυτή καθορίζονται όλες οι κινητές γιορτές του ημερολογίου.
Η Ανάσταση του Χριστού διακηρύσσεται με κάθε επισημότητα κατά τον Όρθρο της Κυριακής του Πάσχα, μια ακολουθία που τελείται είτε την Κυριακή το πρωί πολύ νωρίς, είτε κατά τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου. Πριν αρχίσει η ακολουθία ο κεντημένος «Επιτάφιος», που είχε τοποθετηθεί πάνω στο ανθοστόλιστο κουβούκλιο του Επιταφίου στο μέσον του ναού, μεταφέρεται στο ιερό και τοποθετείται στην Αγία Τράπεζα. Μετά από τον κανόνα με τις εννέα ωδές που ψάλλονται και απόψε, ο προεξάρχων επίσκοπος ή ιερέας εμφανίζεται στην Ωραία Πύλη. Κρατά ένα αναμμένο κερί, ενώ ο χορός ψάλλει το· Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός και δοξάσατε Χριστόν τον αναστάντα εκ νεκρών» .
Για άλλη μία φορά η Εκκλησία της Ανατολής μας παρουσιάζει το μυστήριο της χριστιανικής μας πίστης ως μυστήριο του Φωτός. Εκείνο το Φως, του οποίου τη γέννηση υπέδειξε το άστρο της Βηθλεέμ, έλαμψε ανάμεσά μας με μια λάμψη διαρκώς αυξανόμενη· το σκότος του Γολγοθά δεν μπόρεσε να το σβήσει. Ξαναφέγγει τώρα ανάμεσα μας και όλα αυτά τα αναμμένα κεριά που κρατούν στα χέρια τους οι πιστοί μαρτυρούν τον θρίαμβό Του. Με τον τρόπο αυτό δηλώνεται η βαθιά πνευματική σημασία του Πάσχα. Η σωματική ανάσταση του Χριστού θα ήταν για μας χωρίς σημασία, αν το φως του Χριστού δεν καταύγαζε ταυτοχρόνως και το εσωτερικό μας. Δεν μπορούμε να γιορτάσουμε επάξια την Ανάσταση του Χριστού, αν μέσα στην ψυχή μας το φως που έφερε ο Σωτήρας μας δεν νικήσει εντελώς το σκοτάδι των αμαρτιών μας.
Σχηματίζεται πομπή η οποία βγαίνει από το ιερό και σταματά έξω από την εκκλησία, μπροστά στην είσοδο. Διαβάζουν τότε το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως από τον ευαγγελιστή Μάρκο (16: 1-8) και στη συνέχεια ψάλλουν το μεγαλόπρεπο θριαμβευτικό αντίφωνο του Πάσχα: «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
Το αντίφωνο αυτό επαναλαμβάνεται πολλές φορές. Όταν η πομπή επιστρέψει στον ναό, ψάλλεται ο Αναστάσιμος Κανόνας που αποδίδεται στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό: «Αναστάσεως ημέρα, λαμπρυνθώμεν λαοί…» «Φωτίζου, φωτίζου, η Νέα Ιερουσαλήμ…» «Ω, Πάσχα το μέγα και ιερώτατον, Χριστέ…»
Οι πιστοί ασπάζονται ο ένας τον άλλον. Ο χαιρετισμός είναι «Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη!».
Ο Όρθρος ακολουθείται από τη Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου. Το αποστολικό ανάγνωσμα από τις Πράξεις των Αποστόλων αναφέρεται στο γεγονός της Αναστάσεως: Στους αποστόλους ο Αναστημένος «παρέστησεν εαυτόν ζώντα μετά το παθείν αυτόν εν πολλοίς τεκμηρίοις».
Ίσως μας φανεί παράξενο ότι το Ευαγγέλιο δεν είναι μία ακόμη διήγηση της Αναστάσεως. Η Εκκλησία στην εορτή του Πάσχα επιλέγει την αρχή τού κατά Ιωάννην Ευαγγελίου: «Εν αρχή ην ο Λόγος…». Ίσως ο λόγος αυτής της επιλογής να είναι η προτίμηση των Ελλήνων χριστιανών για ό,τι συμβαίνει «εν πνεύματι» -πέρα από την κατά σάρκα ανάσταση του Χριστού- υπάρχει η νίκη του φωτός επί του σκότους. Διότι ο στίχος «και το φως εν τη σκοτία φαίνει και η σκοτία αυτό ου κατέλαβε» δεν σημαίνει ότι το σκότος δεν δέχθηκε το φως, αλλά μάλλον ότι το σκότος στάθηκε ανίκανο να ελέγξει και να σβήσει το φως, αυτό το φως του οποίου τον θρίαμβο βλέπουμε σήμερα. «Και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού…» Ίσως, επίσης, επειδή η γιορτή αυτή μιλά περισσότερο στην ψυχή των χριστιανών της Ανατολής, θέλησε η Εκκλησία να τους δώσει αυτή τη συγκλονιστική περικοπή από το τέταρτο Ευαγγέλιο, ως επιτομή ολόκληρου του χριστιανικού μηνύματος.
Στο τέλος της Λειτουργίας διαβάζεται η ωραία Ομιλία που αφιερώνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στο Άγιο Πάσχα. Παραθέτουμε αποσπασματικά κάποιες φράσεις:
«…Ει τις από της πρώτης ώρας ειργάσατο, δεχέσθω σήμερον το δίκαιον όφλημα… ει τις μετά την έκτην έφθασε, μηδέν αμφιβαλλέτω, και γαρ ουδέν ζημιούται. Ει τις υστέρησεν εις την ενάτην προσελθέτω μηδέν ενδοιάζων. Ει τις εις μόνην έφθασε την ενδεκάτην, μη φοβηθή την βραδύτητα. Φιλότιμος γαρ ων ο Δεσπότης, δέχεται τον έσχατον καθάπερ και τον πρώτον…εισέλθετε πάντες εις την χαράν του Κυρίου ημών…εγκρατείς και ράθυμοι την ημέραν τιμήσατε, νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, ευφράνθητε σήμερον… πάντες απολαύσατε του συμποσίου της πίστεως… Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη γαρ εκ του τάφου ανέτειλε…»
Αυτά τα υπέροχα λόγια δημιουργούν ένα πρόβλημα: Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μοιάζει να θεωρεί ίσους εκείνους που έχουν πνευματικά προετοιμαστεί για την εορτή με όλους εκείνους που έμειναν απροετοίμαστοι. Καλεί και τους μεν και τους δε. Μιλά σαν να μην υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσά τους, σαν να δέχονται όλοι την ίδια Χάρη. Και όμως, ξέρουμε ότι τη Χάρη της Αναστάσεως την απολαμβάνουν εκείνοι που σήκωσαν και τον Σταυρό Του και πέθαναν μαζί Του. Ξέρουμε ότι η οδύνη της Μεγάλης Παρασκευής είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη χαρά του Πάσχα. Αυτό είναι αλήθεια. Ωστόσο ο Κύριος μας, μέσα στο μέγα Του έλεος, επιφυλάσσει απόψε στον εαυτό Του το δικαίωμα να ανατρέψει την τάξη των πραγμάτων. Αποκάλυψε στους αποστόλους τον θρίαμβό Του, πριν τους συνδέσει με το Πάθος Του. Όλοι, εκτός από έναν, Τον εγκατέλειψαν κατά τις οδυνηρές ώρες του Γολγοθά, κι όμως τους δέχεται απευθείας στη χαρά της Αναστάσεώς Του.
Αυτό δεν σημαίνει ότι άλλαξε η οικονομία της σωτηρίας μας: χωρίς τον Σταυρό η δόξα της Αναστάσεως δεν μπορεί να γίνει δική μας. Αλλά ο Σωτήρας οικονομεί την αδυναμία των μαθητών Του. Τους χαρίζει σήμερα τη χαρά του Πάσχα, παρότι είναι τόσο λίγο προετοιμασμένοι γι’ αυτή. Αργότερα, αύριο, θα τους μυήσει και στο Πάθος: «Ότε ης νεώτερος, εζώννυες εαυτόν και περιεπάτεις όπου ήθελες, όταν δε γηράσεις, εκτενείς τας χείρας σου, και άλλος σε ζώσει και οίσει όπου ου θέλεις». Το λέει στον Πέτρο ο Κύριος, όταν εμφανίστηκε στους αποστόλους στην όχθη της λίμνης της Γαλιλαίας. μετά την Ανάσταση. Και ο ευαγγελιστής μας εξηγεί το νόημα της φράσης: «Το είπε αυτό, για να δείξει με ποιο θάνατο θα δοξάσει τον Θεό». Ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι θα μετάσχουν, με το μαρτύριο τους, στο Πάθος του Διδασκάλου τους, αλλά μόνον αφού γίνουν κοινωνοί της δυνάμεως της Αναστάσεως. Κατά τον ίδιο τρόπο λειτουργεί ο Κύριος μας και με εμάς. Απέχουμε πολύ -τουλάχιστον οι περισσότεροι από εμάς- από του να έχουμε πιεί το ποτήρι του Πάθους. Δεν βοηθήσαμε τον Ιησού να σηκώσει τον Σταυρό Του. Δεν συσταυρωθήκαμε μαζί Του. Την ώρα της αγωνίας Του κοιμόμασταν. Τον εγκαταλείψαμε. Τον αρνηθήκαμε με τις ποικίλες αμαρτίες μας.
Κι όμως, παρά την ελάχιστη ετοιμασία μας, παρά το ότι δεν είμαστε καθαροί, ο Ιησούς μας προσκαλεί να εισέλθουμε στην Πασχάλια χαρά. Αν ανοίξουμε ειλικρινά την καρδιά μας στη συγγνώμη που ανέτειλε από τον Τάφο Του. αν αφήσουμε να την πλημμυρίσει το Φως της Αναστάσεως, αν προσκυνήσουμε την παρουσία του Αναστάντος, θα δεχθούμε κι εμείς τη δύναμη της Αναστάσεως, την οποία το δώρο της Πεντηκοστής θα τελειοποιήσει. Τότε και μόνο τότε θα καταλάβουμε το νόημα του Σταυρού και θα μπορέσουμε να διεισδύσουμε, όσο μας επιτρέπουν οι φτωχές μας δυνάμεις, στο Μυστήριο του Πάθους. Να λοιπόν πως εξηγείται η έκκληση του Χρυσοστόμου, ή μάλλον η υπόσχεσή του, σε όσους δεν είναι έτοιμοι, στους «μη νηστεύσαντες». Η Εκκλησία έκανε μια θαυμάσια επιλογή εντάσσοντας αυτή την ομιλία στην ημέρα του Πάσχα. Ας την ξαναδιαβάσουμε, δεν θα βρούμε για τη σημερινή μέρα καλύτερο υλικό για στοχασμό.
(Lev Gillet, ενός Μοναχού της Ανατολικής Εκκλησίας, «Πασχαλινή κατάνυξη», εκδ. Ακρίτας, σ. 105-112)