Κάποιος νέος, που ήταν παιδί ενδόξων γονέων , σπουδαίος κατά κόσμον, πλούσιος και πολύ μορφωμένος, αφού εγκατέλειψε τους γονείς του κι όλη την κοσμική δόξα, αφοσιώθηκε στη μοναχική ζωή.
Μία μέρα, για να δοκιμαστή η πίστη και η ταπεινοφροσύνη του, ο γέροντάς του τον προστάζει, να σηκώσει στον ώμο του δέκα ζεμπίλια και να πάει να τα πουλήσει στη δική του πόλη. Μάλιστα όχι όλα μαζί, αλλά ένα-ένα ξεχωριστά.
Πράγματι, εκείνος με όλη την υπομονή και την ταπείνωση, έκανε ότι τον πρόσταξε ο γέροντάς του.
Πήρε στον ώμο τα ζεμπίλια και τα πούλησε ένα-ένα, χωρίς καθόλου να λογαριάσει την ένδοξη καταγωγή του, ούτε την προσβολή που θα του γινόταν από την ταπεινωτική αυτή εργασία. Γιατί φρόντιζε να κάνει τον εαυτό του μιμητή της ταπεινώσεως του Χριστού.