Μια μέρα περνούσε έξω από ένα σπίτι. Μέσα ο οικοδεσπότης με τη γυναίκα του και τα παιδιά του ήταν στο τραπέζι. Γύρω τους είδε να παραστέκουν μερικοί ωραίοι νέοι με λαμπρά φορέματα. Στον αριθμό ήταν ακριβώς όσοι και οι συνδαιτημόνες. Αυτή η οικογένεια φαινόταν πολύ φτωχή. Για αυτό ο Άγιος είπε παραξενεμένος:
«τι είναι πάλι αυτό; Οι καθιστοί είναι φτωχοί, και πολύ μάλιστα, ενώ αυτοί που παραστέκουν είναι λαμπροφορεμένοι!»
Του φανέρωσε όμως ο Θεός ποιοι ήταν οι όρθιοι και τι σήμαινε το παράξενο τραπέζι:
Οι ωραίοι και λαμπροί νέοι είναι άγγελοι του αόρατου Θεού, που έχουν εντολή να παραστέκουν με σταυρωμένα τα χέρια σαν καλοί δούλοι την ώρα του φαγητού. Μόλις όμως ακουστεί στο τραπέζι καμιά κατάκριση, πάραυτα, όπως ο καπνός διώχνει τις μέλισσες, η κακή κουβέντα φυγαδεύει τους αγγέλους του Θεού. Και όταν απομακρυνθούν οι Άγιοι άγγελοι, έρχεται ένα μαύρο και σκοτεινό δαιμόνιο και κυλιέται ανάμεσα στους φλύαρους συνδαιτημόνες….
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: «ΈΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ – ΑΓΙΟΣ ΝΗΦΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ Δ’ ΑΙΩΝΑΣ»
(από ανέκδοτο χειρόγραφο του 1334)