«Οι πιστοί υπέρ των κατηχουμένων δεηθώμεν».
Κήρυγμα κατά την βραδινή Λειτουργία των Προηγιασμένων (14/3/1961) στον πανεπιστημιακό ναό των Αθηνών(Καπνικαρέα).Δημοσιεύτηκε :Πορευθέντες 4(1962),τευχ 13.
Οι θερμοί τόνοι ικεσίας για τους «κατηχουμένους», που απαγγείλαμε προηγουμένως, χύθηκαν πυρωμένοι στ’ αυτιά, στην καρδιά και τη σκέψη κι ένα ρίγος με τύλιξε: «Λέμε ψέματα! Προσευχόμαστε ψέματα!… Δεν έχουμε κατηχουμένους», αναλογίστηκα. «Για την ακρίβεια, δεν ενδιαφερόμαστε να έχουμε!… Η δέησή μας η αποψινή δεν είναι ψυχικός συντονισμός με την αρχαία Εκκλησία. Κατάντησε μια ανάμνηση άψυχη». Κάτι σαν πόνος, σαν ενοχή, σαν τρόμος με έζωσε:
Μια Εκκλησία χωρίς κατηχουμένους επί αιώνες τώρα΄ που κρατάει τον θησαυρό της πίστεως για τον εαυτό της, χωρίς να νοιάζεται αν άλλοι λαοί γεννιούνται, αναπνέουν, πεθαίνουν στο άγχος – μια Εκκλησία, επομένως, χωρίς το αίσθημα της παγκόσμιας αγάπης και δικαιοσύνης-, μπορεί τάχα να είναι αληθινά ορθόδοξη»;
Όλοι μιλούν και γράφουν τον τελευταίο καιρό για τη βαθύτητα της ορθόδοξης «πνευματικότητος». Τόσο δύσκολο όμως να αντιληφθούμε ότι μια «πνευματικότητα» από την οποία απουσιάζει το οικουμενικό στοιχείο, ο πόνος και ο αγώνας για τη σωτηρία του «σύμπαντος κόσμου», είναι ανάπηρη πνευματικότητα; Διότι, αλήθεια, όταν αναφερόμαστε στην πνευματική ζωή, τι εννοούμε; Τι θεωρούμε πυρήνα της ορθόδοξης πνευματικότητος; Το «εν Χριστώ ζην», κατά γενική ομολογία. Όχι απλώς μια γνωριμία του Χριστού, όχι απλώς σύνδεσμο, αόριστη φιλία μαζί Του. Αλλά ένωση με τον Χριστό. Η πεμπτουσία της ορθόδοξης πνευματικότητος είναι το «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ.2:20), το αδιάκοπο «εν Χριστώ Ιησού» του αποστόλου Παύλου.
Αλλά, αδελφοί μου, μήπως το ενδιαφέρον του Χριστού περιορίζεται στην Αθήνα, στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στους Χριστιανούς μονάχα; Τα εκατομμύρια των ανθρώπων της Αφρικής, της Ασίας, που δεν έχουν ούτε μια φορά ακούσει για το όνομά Του, για το λυτρωτικό Του έργο, Τον αφήνουν ασυγκίνητο; «Αγνωσίαν γαρ Θεού τινες έχουσιν» θα μας φώναζε ο απόστολος Παύλος, «προς εντροπήν υμίν λέγω» (Α΄Κορ.15:34).
* * *
Ας μη αυταπατόμεθα. Η πνευματική μας ζωή δεν θα αποκτήσει τη θέρμη, την ευρύτητα και τη γνησιότητα που πρέπει, εάν εξακολουθήσουμε να βλέπουμε και να ζούμε τον Χριστιανισμό μας περιορίζοντάς τον στα στενά όρια της κοινότητος στην οποία ανήκουμε, λησμονώντας τον πανανθρώπινο προορισμό του. Έστω κι αν η κοινότητα αυτή είναι η πόλη μας ή η πατρίδα μας. Μια τέτοια οπτική γωνία δεν μας επιτρέπει να δούμε τον Χριστιανισμό στις αληθινές του διαστάσεις. Η Εκκλησία μας, ως «καθολική», αγκαλιάζει εξ ορισμού όλο τον κόσμο. Μια «πνευματικότητα», από την οποία λείπει αυτό το στοιχείο της οικουμενικής συνείδησεως, από την οποία λείπει η δόνηση για την αύξηση του «Μυστικού Σώματος του Χριστού» σε παγκόσμιες διαστάσεις –επιτρέψτε μου να σκληρύνω τον λόγο-, νομίζω ότι είναι μια πνευματικότητα στην οποία δεν θα ταίριαζε το επίθετο «ορθόδοξη».
Χωρίς τον πόνο και την προσπάθεια για την επέκταση της Βασιλείας του Θεού, της βασιλείας της αγάπης, σε όλο τον κόσμο, χωρίς δηλαδή την ιεραποστολική συνείδηση, είναι πρόβλημα αν θα επεκταθεί η Βασιλεία του Θεού και σε όλες τις γωνιές του προσωπικού εσωτερικού μας κόσμου. Είναι πρόβλημα αν μπορεί να πραγματοποιηθεί μια βαθιά, εσωτερική αναγέννηση της Εκκλησίας μας.
* * *
Η ατμόσφαιρα της Λειτουργίας των Προηγιασμένων βοηθεί ιδιαίτερα τη σκέψη και την προσευχή για την εξωτερική ιεραποστολή, αποτελεί το πιο πρόσφορο κλίμα και έδαφος, για να αναπτυχθεί το οικουμενικό ιεραποστολικό πνεύμα της Εκκλησίας μας.
Διότι: Πρώτον, μας φέρνει σε μια μυστική, εν προσευχή, επαφή με τη ζωή της πρώτης Εκκλησίας, με τις λησμονημένες τάξεις των «κατηχουμένων» και μας αποκαλύπτει μ’ έναν τρόπον ήρεμο, στο βάθος του όμως συνταρακτικό, τη μεγάλη αμέλεια και ευθύνη της Εκκλησίας μας στη σύγχρονη εποχή.
Δεύτερον, η όλη ατμόσφαιρά της πάλλει από την αίσθηση της μετανοίας και συντριβής μπροστά στη θυσία του σταυρού, προς την οποία είναι προσανατολισμένη όλη η Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Μέσα στο υποβλητικό φως αυτής της περιόδου είναι πιο εύκολο να διακρίνει κανείς την παράταση του πάθους του Κυρίου μας. Από το ύψος του σταυρού Του αντικρίζει τα εκατομμύρια των ανθρώπων που δεν άκουσαν ακόμη λέξη για όλη αυτή την ιστορία της Αγάπης και της Λυτρώσεως. Το βλέμμα εξαντλημένο, πονεμένο, πέφτει κάτω αναζητώντας τους εντολοδόχους που δεν έφεραν το μήνυμα. Κάτω από τον σταυρό Του, δεν φυλάσσουν τώρα οι στρατιώτες και οι εχθροί Του, αλλά συνωστίζονται οι οπαδοί Του. Μόνο που κι αυτοί το έχουν ρίξει στις φωνές και τα ζάρια…..
Ίσως ανήκουμε και εμείς σ’ αυτή την κατηγορία, Κύριε. Συγχώρεσέ μας. Δεν το θέλουμε….Επίτρεψε και πάλι, μερικές σταγόνες από το αίμα Σου –την ώρα της Θείας Κοινωνίας που θα ακολουθήσει σε λίγο- να εισδύσουν μέσα μας. Να αγνίσουν τη σκέψη μας, τη βούληση, το αίσθημά μας, για ν’ αποτινάξουμε τη νωθρότητα και τυπικότητά μας. Για να νιώσουμε τον πόνο Σου για την ανθρωπότητα ολόκληρη. Για να συντονίσουμε την καρδιά μας με την καρδιά Σου. Για να ζήσουμε αληθινά «εν Σοι».
Πηγή: Έως εσχάτου της γης. Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας