Αρχή του πένθους είναι το να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του. Ας μην είναι όμως το πένθος μας ανθρώπινο, ούτε για να φανούμε στους ανθρώπους, αλλά να είναι όπως το θέλει ο Θεός που γνωρίζει τα κρυφά της καρδιάς, ώστε αυτός να μας μακαρίσει (Ματθ. 5:4).
Ας έχουμε, επομένως, χαρούμενο πρόσωπο, όταν συναντούμε άλλους ανθρώπους, και μέσα μας φρόνημα δακρύων και πένθους· γιατί το πένθος εργάζεται και φυλάγει (πρβ. Γεν. 2:15). Το πένθος πλένει την ψυχή με τα δάκρυα και την ξανακάνει καθαρή· γεννά τη σωφροσύνη, κόβει τις ηδονές, κατορθώνει τις αρετές. Τι παραπάνω να πω; Αυτόν που έχει πένθος τον μακαρίζει ο Θεός και τον παρηγορούν οι άγγελοι.
Χάρισέ μου, Κύριε, δάκρυα κατάνυξης, μόνε αγαθέ και σπλαχνικέ, ώστε με αυτά να κλάψω τον εαυτό μου και να ικετεύσω την ευσπλαχνία σου. Καθάρισέ μου τη βρωμιά της αμαρτίας.
Αλίμονό μου, πώς θα υποφέρω τη γέεννα της φωτιάς και το σκότος το εξώτερο, όπου κυριαρχεί το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών; Αλίμονό μου, πώς θα υποφέρω τα τάρταρα και τα εκεί αιώνια βασανιστήρια και το φαρμακερό σκουλήκι που δεν έχει τελειωμό; Αλίμονό μου, πώς θα υποφέρω τη φοβερή απειλή των αγγέλων που επιστατούν στις τιμωρίες; Γιατί είναι φρικτοί και άσπλαχνοι. Ποιος θα δώσει άφθονο νερό στο κεφάλι μου, ώστε να γίνουν τα μάτια μου πηγές δακρύων (Ιερ. 9:1), για να καθίσω να κλάψω νύχτα και μέρα και να εξευμενίσω τον Θεό που εξόργισα;
Αμάρτησες, ψυχή μου, αμάρτησες; Μετανόησε. Δες, οι μέρες μας περνούν σαν σκιές. Λίγο ακόμη και θα φύγεις από εδώ. Μέλλεις να περάσεις από φοβερούς τόπους. Είναι αδύνατο, ψυχή μου, να μην περάσεις από αυτούς. Κανείς από τους εδώ δεν θα έρθει μαζί σου για να σε βοηθήσει· ούτε πατέρας, ούτε μητέρα, ούτε αδελφός, ούτε φίλος, ούτε κανένας άλλος σαν αυτούς, αλλά μόνη με τα έργα σου μέλλεις να περάσεις ανάμεσα από τους άρχοντες του σκότους. Εκείνοι ούτε βασιλιά φοβούνται, ούτε ηγεμόνα τιμούν, ούτε τον μεγάλο σέβονται ούτε τον μικρό, παρά μόνο αυτόν που έζησε με ευσέβεια και που για τις καλές του πράξεις έχει επάνω του τη σκέπη του Θεού. Μπροστά σε τέτοιους υποχωρούν φοβισμένοι και τους αφήνουν να περάσουν ανεμπόδιστα· γιατί μπροστά τους προπορεύεται η αρετή τους, και τους περιβάλλει η δόξα του Θεού.
Κύριε, έφερα στον νου μου την ώρα εκείνη και παρακαλώ την αγαθότητά σου, να μην παραδοθώ σε αυτούς που με αδικούν. Ας μην καυχηθούν οι εχθροί σου, αγαθέ Κύριε, σε βάρος του δούλου σου, τρίζοντας τα δόντια τους και φοβερίζοντας την αμαρτωλή μου ψυχή. Ας μην πουν: «Έπεσες στα χέρια μας, αυτή τη μέρα περιμέναμε». Μη, Κύριε, μη λησμονήσεις την ευσπλαχνία σου· Κύριε, μη θελήσεις να με ανταμείψεις σύμφωνα με τις ανομίες μου και μην αποστρέψεις το πρόσωπό σου από τον δούλο σου.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Υπόθεση ΛΒ’ (32), σελ. 261. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2003.