α. Το νόημα του Μυστηρίου
Καθένας πού αποφασίζει να εξομολογηθεί, πρέπει προηγουμένως να έχει μετανοήσει. Δηλαδή να έχει αλλάξει νού τρόπο σκέψεως και συμπεριφοράς και να προσαρμοστεί στον Ευαγγελικό Νόμο. Να πάψει να ενεργεί όπως ήξερε, όπως συνήθιζε ή όπως του είπαν και να εφαρμόζει πλέον ο,τι λέει και καθορίζει ό Χριστός, παρουσιάζοντας καρπό άξιο της μετανοίας (Ματθ. γ, 8).
Β. Ή σύσταση του Μυστηρίου
Το μυστήριο της Μετανοίας ίδρυσε και παρέδωσε ό Κύριος στους Αποστόλους Του μετά την Ανάσταση, όταν τους είπε: «…Λάβετε Πνεύμα Αγιον αν τίνων άφήτε τας αμαρτίας, άφίενται αυτοίς, αν τίνων κρατήτε, κεκράτηνται» (Ίω. κ’, 22-23).
γ. Τα αισθητά σημεία του Μυστηρίου
Τα σημεία αυτά είναι τρία:
(1) Ή εξομολόγηση των αμαρτιών μπροστά στον Πνευματικό με ειλικρινή μετάνοια.
(2) Ή επίθεση της χειρός του Πνευματικού στον Εξομολογούμενο. ,
(3) Ή συγχωρητική ευχή πού διαβάζει ό Ιερέας, αλλά ό Χριστός είναι ό συγχωρών.
δ. Ή τέλεση του Μυστηρίου
Το Μυστήριο είναι «απόρρητο». Δεν έχει δικαίωμα ούτε ο Πνευματικός να ανακοινώσει τίποτε άπ’ όσα ακούσε στην Εξομολόγηση, ούτε άλλος κανείς να ζητήσει ή ν’ απαιτήσει πληροφορίες. Κανονικά ούτε και ό Έξομολογουμένος πρέπει ν’ ανακοινώνει όσα ακούσε, διότι αυτά ισχύουν μόνο για τη δική του περίπτωση. Σ’ άλλον, άλλο φάρμακο, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του, και την ιδιαιτερότητα του θα δώσει ό Πνευματικός.
Το «καταφύγιο» της Έξομολογήσεως «πάντων των κοπιώντων και πεφορτισμένων» έχει καλύτερα αποτελέσματα όταν ό Έξομολογούμενος δεν ντρέπεται και φανερώνει την πληγή του στον Πνευματικό, όπως και στον ιατρό των σωμάτων, και την ώρα αυτή, αποδίδοντας τις αμαρτίες του μόνο στον εαυτό του και στην αμέλεια του, αισθάνεται σαν κατάδικος και στην όψη και στο λογισμό καί, με σκυφτό το πρόσωπο στη γη, βρέχει, εάν μπορεί, με δάκρυα τα πόδια του Πνευματικού, σαν να είναι τα πόδια του Χριστού. Ετσι «άφίενται αί άμαρτίαι», έτσι αποδίδεται λευκός και ανάλαφρος, για να συνεχίσει τον ωραίο αγώνα της ζωής και σωτηρίας του.
Τα έπιτίμια πού μερικές φορές επιβάλλει ό Πνευματικός δεν είναι ποινές, αλλά απαραίτητα φάρμακα θεραπείας των παθών. Τον Πνευματικό πατέρα μας τον διαλέγουμε. Τον σαρκικό πατέρας μας δεν τον επιλέξαμε. Εξομολογούμαστε λοιπόν σ’ αυτόν πού αναπαυόμαστε. και είναι τελείως απαραίτητη ή ύπαρξη ενός Πνευματικού, όπως είναι απαραίτητη ή ύπαρξη πολλές φορές και του Δικηγόρου, Ιατρού, Προπονητού, Φοροτεχνικού κ.λπ. τους οποίους συμβουλευόμαστε κατά κανόνα χωρίς αντιρρήσεις η ενστάσεις. Όποιος κάνει υπακοή στον Πνευματικό του, όχι μόνο λύει συνήθως όλα τα προβλήματα του, αλλά έξασφαλίζει και τη σωτηρία του. Ή υπακοή αυτή είναι ταπείνωση και οι ταπεινοί «τον Θεόν όψονται»!
Στο εξομολογητήριο λέμε αμαρτίες και όχι ιστορίες! Λέμε τα δικά μας αμαρτήματα και όχι τις αμαρτίες των άλλων. Στο εξομολογητήριο δεν αναμένουμε κήρυγμα από τον Πνευματικό. Μπορούμε όμως να ρωτάμε, να λύουμε απορίες και να λαμβάνουμε απαντήσεις, για να ρυθμίζουμε τη στάση και συμπεριφορά μας, ώστε να είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού και του Ευαγγελίου. Ή καθοδήγηση αυτή πρέπει να γίνεται στην αρχή της πνευματικής ζωής σε τακτικά διαστήματα. Διαφορετικά ό Έξομολογούμενος επανέρχεται στα ίδια και χειρότερα μερικές φορές.
Μετάνοια- Εξομολόγηση
Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά
Ανδρέα Θεοδώρου,
εκδ. Αποστολικής Διακονίας,
1997, σελ. 163-165
Σε τι αποβλέπει το μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως;
Για να λουσθεί η ψυχή πνευματικά και να καθαρισθεί από το ρύπο της αμαρτίας. Για να γίνει αυτό πρέπει ο άνθρωπος να μετανοήσει πρώτα για τις αμαρτίες του, να συντριβεί η καρδιά του για ό,τι προσέβαλε τη χάρη του Θεού, να λάβει απόφαση να απαλλαγεί από τα αμαρτωλά πάθη και τις κακές του συνήθειες, να μισήσει τη σαγήνη της αμαρτίας, η οποία μπορεί να νεκρώσει την ψυχή του, και κατόπιν να προσέλθει στον πνευματικό λειτουργό της Εκκλησίας και να εξομολογηθεί σ’ αυτόν με φόβο Θεού και ειλικρίνεια τα αμαρτήματα που πιέζουν τη συνείδηση του. Ο πνευματικός, διαπιστώνοντας ειλικρινή μετάνοια και προθυμία αλλαγής βίου, συγχωρεί τον εξομολογηθέντα, διαβάζοντας του ειδική συγχωρητική ευχή. Την εξουσία αφέσεως αμαρτιών έχει ο ιερέας ως λειτουργός της Εκκλησίας, την όποια εφοδίασε ο Χριστός με τη δύναμη του «δεσμείν και λύειν» αμαρτίες επί της γης: «Αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τίνων κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιωαν. 20, 23). Με τη συγχώρηση του ο άνθρωπος απαλλάσσεται τελείως από την ακαθαρσία της αμαρτίας λουσμένος στη χάρη του Θεού, και ανακτά τη δικαίωση του ενώπιον του Θεού, την όποια μπορεί να έχασε δια των θανάσιμων αμαρτημάτων του. Το μυστήριο μπορεί να επαναληφθεί πολλές φορές, ανάλογα με τις εκάστοτε πνευματικές ανάγκες της ψυχής. Δικαίως δε χαρακτηρίζεται και ως δεύτερο βάπτισμα, επειδή λούζει, καθαρίζει την ψυχή.
Δεν αρκεί μονάχα η μετάνοια και η απ’ ευθείας εξομολόγηση στο Θεό; Γιατί τάχα να εξομολογούμαστε και στον ιερέα;
Το ερώτημα είναι κάπως πονηρό. Και φυσικά πρέπει να εξομολογούμαστε τα αμαρτήματα μας απ’ ευθείας στο Θεό(«Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών», Κυριακή προσευχή, Ματθ. 6,12). Αυτό είναι βασικό χρέος μας. Ο Χριστός όμως ίδρυσε ειδικό προς τούτο μυστήριο και το παρέδωσε στην Εκκλησία του, το όποιο δεν μπορεί να τελέσει όποιος όποιος, αλλά μονάχα ο ιερέας, ως εντολοδόχος του Θεού, ο οποίος είναι πατέρας και γιατρός πνευματικός των ψυχών. Όπως ο φυσικός γιατρός για να μπορέσει να θεραπεύσει τη νόσο, πρέπει να εξετάσει προσεκτικά τον ασθενή, να κάνει διάγνωση της νόσου του και κατόπιν να προχωρήσει στη θεραπεία της, έτσι και ο πνευματικός πατήρ πρέπει να διαγνώσει τη φύση της πνευματικής ασθένειας και την ειλικρίνεια του μετανοούντος, για να μπορέσει να θεραπεύσει την πάσχουσα και αλγούσα ψυχή. Αν δε γίνει προσωπική εξομολόγηση, πως θα κάνει τη δουλειά του ο ιερέας; ’λλωστε τα μυστήρια της Εκκλησίας, όπως και στα προηγούμενα είπαμε, δεν είναι μαγικές τελετές, αλλά κινούνται στον ελεύθερο διαπροσωπικό χώρο. Ο ασθενής πρέπει να επισκεφθεί προσωπικά το γιατρό της ψυχής του.
Αυτό έταξε ο Θεός και αυτό απαιτούν οι ανάγκες του ιερού μυστηρίου. Μήπως όμως ο αμαρτωλός, διαπιστώνοντας τα αμαρτήματα αυτά, προφασίζεται «προφάσεις εν αμαρτίαις»; Αποφεύγει τον ιερέα, γιατί ντρέπεται να εξομολογηθεί τις αμαρτίες του;
Είναι απαραίτητα τα επιτίμια που επιβάλλει ο ιερέας στον εξομολογούμενο;
Απαραίτητα, Οχι. Είναι όμως χρήσιμα και ωφέλιμα. Είναι παιδαγωγίες, φάρμακα θεραπευτικά. Όταν ο πνευματικός διαγνώσει πλημμελή μετάνοια στον έξομολογούμενο, δεν του παρέχει άφεση αμαρτιών, αλλά του επιβάλλει επιτίμια (τον κανόνα), για να τον στερεώσει πνευματικά και να τον οδηγήσει σε ειλικρινή και πλήρη μετάνοια. Το ίδιο μπορεί να κάνει και σ’ αυτόν που έλαβε ήδη άφεση αμαρτιών, για να τον στερεώσει στην πνευματική του ζωή και στον αγώνα του κατά της αμαρτίας. Αν λείπουν τα έπιτίμια, δεν παραβλάπτεται η ολοκληρία του μυστηρίου.
Αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι, ότι τα επιτίμια δεν έχουν το χαρακτήρα ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης. Δεν είναι δηλαδή κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να κάνει ο αμαρτωλός για να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη, που απαιτεί την τιμωρία του πταίσαντος για τις παραβάσεις του νόμου του Θεού. Την τοποθέτηση αυτή παίρνει η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Κατ’ αυτήν ο αμαρτωλός πρέπει να κάνει όλα τα επιτίμια στην παρούσα ζωή. Αν εν τω μεταξύ πεθάνει, θα πληρώσει το χρέος στο Ρ urgatorium (καθαρτήριο πυρ). Η Εκκλησία φυσικά (ο Πάπας) μπορεί να τον βγάλει από εκεί δίνοντας του συγχωροχάρτι. Παλαιά αυτό γινόταν με την καταβολή χρημάτων!