ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: Σε όλη την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα, τον Πόντο και την Καππαδοκία, ήταν γνωστό το μοιρολόι, ή καταλόι της Παναγίας.
Ένα μακροσκελές ομοιοκατάληκτο δημοτικό τραγούδι, με λόγια προέλευση. Αποτελεί έναν αφηγηματικό θρήνο σχετικό με την μαρτυρική πορεία και Σταύρωση του Χριστού μέσα από τον συναισθηματικό κόσμο της τραγικής Μάνας.
Η διάδοση του μοιρολογιού γίνονταν στην αρχή με την προφορική παράδοση και στη συνέχεια με χειρόγραφα και έντυπες συλλογές, ενώ η Εγνατία οδός που ένωνε το Βυζάντιο με την Αδριατική βοήθησε πολύ στη διάδοση του μοιρολογιού απ’ άκρη σ’ άκρη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Αμουργέλλες, Νομού Ηρακλείου
Χάσκιοϊ και Κιουρτλί Μαλγάρων Ανατολικής Θράκης
Το περιεχόμενο είναι σαφώς επηρεασμένο από τις σχετικές ευαγγελικές περικοπές, αλλά και από την πλούσια υμνογραφία της Εκκλησίας αλλά διατηρεί το ύφος και το ήθος των κοσμικών μοιρολογιών, εκφράζοντας τη συμπόνοια του λαού μας, και την ταύτισή του με την ανθρώπινη, συναισθηματική πλευρά της Μητέρας του Ιησού.
Η τελετουργική επιτέλεση του τραγουδιού αποκαλύπτει και τις προχριστιανικές ρίζες του εθίμου, καθώς παρότι κατά τόπους το τραγούδι παρουσιάζει διαφορές, τόσο στη μελωδία, όσο και στον στίχο, οι ομοιότητές του από τον Πόντο, την Κύπρο, την Κάτω Ιταλία και την ελληνική ενδοχώρα, είναι εντυπωσιακές και εντοπίζονται κυρίως στην αφηγηματική ροή και στην αλληλοδιαδοχή των αποσπασμάτων.
Το μοιρολόι αυτό επικράτησε να τραγουδιέται σαν “κάλαντα” την Μεγάλη Εβδομάδα, σε αρκετές περιοχές, όμως σε αντίθεση με τα λοιπά κάλαντα (Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς, Θεοφανείων, Λαζάρου και Βαΐων), τα “μεγαλοβδομαδιάτικα” έχουν θρηνητικό χαρακτήρα καθώς αναφέρονται στο Θείο Πάθος και στη Σταύρωση του Χριστού.
Αφήγηση Μελίνα Μποτέλλη/Ερμηνεία Ελληνικού Βυζαντινού Χορού υπό τη διεύθυνση του Άρχοντος Πρωτοψάλτου Γ.Παπαεμμανουήλ
Τα πρωινά της Μ. Πέμπτης (ή της Μ. Παρασκευής), από τις παλιές εποχές έως και στις μέρες μας σε κάποιες περιοχές, ομάδες παιδιών γυρνούν στα σπίτια και αναπαράγουν το «Μοιρολόι της Παναγίας».
Τα έθιμα που συνοδεύουν το τραγούδι, διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή.
Αλλού το μοιρολόι λέγεται από ομάδες κοριτσιών που κρατούν ένα στεφάνι, πλεγμένο με ανοιξιάτικα λουλούδια που στη συνέχεια εναποθέτουν είτε στον Επιτάφιο, είτε στο μνήμα του πιο πρόσφατα αποθανόντος της περιοχής τους.
Σε άλλες περιοχές το μοιρολόι τραγουδούν συνήθως την Μ. Πέμπτη, μονάχα τα αγόρια, ενώ αλλού είθισται να γυρνούν στα σπίτια ομάδες παιδιών, με ανθοστολισμένους καλαμένιους σταυρούς.
ΡΟΔΟΣ
Το συγκινητικό αυτό τραγούδι της λαϊκής μας παράδοσης, συνηθίζουν επίσης να ψάλλουν οι γυναίκες σε πολλές εκκλησιές σε όλη την επικράτεια, τη νύχτα μετά τη Σταύρωση και μέχρι το ξημέρωμα, ενώ παράλληλα στολίζουν τον Επιτάφιο.
Η μελωδία του θρήνου μοιάζει άλλοτε με τα λαϊκά μοιρολόγια κι άλλοτε με βυζαντινά τροπάρια, και οι στίχοι του φαντάζουν ατέλειωτοι, σαν να μη φτάνουν να περιγράψουν τις τραγικές στιγμές και τα συναισθήματα. Μακρύσυρτοι, μονότονοι λόγιοι και λαϊκοί συγχρόνως, όπως ακριβώς σώθηκαν κατά τη μετάδοσή τους από στόμα σε στόμα ώσπου να καταλήξουν στους ανθρώπους αυτούς που ξενυχτούν κάθε χρόνο στα πόδια του Χριστού.
Σε πολλές περιοχές το μοιρολόι λέγεται μετά την Αποκαθήλωση από μαυροφορεμένες γυναίκες με μαντήλια, που κάθονται γύρω απ’ τον Επιτάφιο, και σαν να έχασαν κάποιον απ’ την οικογένειά τους μοιρολογούν τον νεκρό Χριστό και τον οδυρμό της τραγικής Του Μάνας, μέχρι να ξεκινήσει η βραδινή λειτουργία της Μ. Παρασκευής.
Οι στίχοι και η μελωδία του μοιρολογιού, διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή αν και το περιεχόμενο είναι ουσιαστικά το ίδιο. Οι συνηθέστεροι στίχοι όμως είναι οι εξής:
Μουσική εκδοχή ΘΡΑΚΗΣ
(Χρόνης Αηδονίδης και Νεκταρία Καραντζή)
Το Μοιρολόι της Παναγίας
Σήμερον μαύρος Ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα, σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται
Σήμερον έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι, οι άνομοι και τα σκυλιά κι’ οι τρισκαταραμένοι για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.
Κι’ η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν στο θρονί της, τας προσευχάς της έκανε για τον Μονογενή της.
Φωνή της ήρθ’ εξ Ουρανού απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν κι’ οι μετάνοιες, το γιο σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε, και στου Πιλάτου τις αυλές εκεί τον τυραγνάνε.
-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια. Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.
-Συ Φαραέ, που τά ‘φτιασες πρέπει να μας διδάξεις.
ΚΑΡΥΕΣ ΧΙΟΥ
-Βάλτε τα δυο στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια, το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του, να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Κι’ η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη, σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο για να της ερθ’ ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.
Κι’ όταν της ηρθ’ ο λογισμός, κι’ όταν της ηρθ’ ο νους της, ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει, ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για τον Μονογενή της.
-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες
Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.
Λάβε, κυρά μ’ υπομονή, λάβε, κύρά μ’ ανέση.
-Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση, που έχω υιόν μονογενή και κείνον Σταυρωμένον.
ΚΑΛΥΜΝΟΣ
Κι’ η Μάρθα κι’ η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα και του Ιακώβου η αδερφή, κι’ οι τέσσερες αντάμα, επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι’ η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της. Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει, τηράει δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη,
-Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιου μου, μην είδες τον Υγιόκα μου και τον Διδάσκαλόν σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω, δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω. Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο, οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο, οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι; Αυτός είναι ο Γιόκας σου και με ο Δάσκαλός μου!
Κι’ η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.
Παναγιά Πορταΐτισσα ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ
-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις· μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι, που θα λαλήσει ο πετεινός και σημάνουν οι καμπάνες, τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρά μεγάλη!
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια, σημαίνει κι’ η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες.
Όποιος τ’ ακούει σώζεται κι’ όποιος το λέει αγιάζει, κι’ όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει, Παράδεισο και λίβανο απ’ τον Άγιο Τάφο.
Κύπρος
Η Κυπριακή εκδοχή για το μοιρολόι της Παναγίας, από την Δόμνα Σαμίου, στον χώρο της Εκατονταπυλιανής Πάρου
Στην Κύπρο, ο θρήνος της Παναγίας, Παναγίας τραγουδιόταν μετά την περιφορά του Επιταφίου, την Μ. Παρασκευή, αργά τη νύχτα, στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας. Ενδεικτικά, ένα μέρος των κυπριακών στίχων είναι οι εξής:
Ἄρκοντες ἀφικρᾶστε μου τῆς Δέσποινας τὸν θρῆνον
πῶς κλαίει τὸν μονογενῆ εἰς τὸν Σταυρὸν ἐκεῖνον.
Ἀδὲ μαντάτο σκοτεινὸν καὶ μέρα λυπημένη, ποὺ ἦρτε σήμερον σ᾿ ἐμέ, τὴν πολοπικραμένη. Ποὺ πκιάσαν τὸν Υἱούλην μου κι ἔμεινα ὀρφανεμένη κι ὁ κόσμος κλαίει οὐρανὲ κι ἡ γῆ σκοτεινιασμένη.
Ὁ ἥλιος ἐσκοτίστηκεν κι ὅλον τὸ φῶς ἐχάθη καὶ τὸ φεγγάριν τ᾿ οὐρανοῦ κατὰ πολλὰ ἐπικράνθη.
Ὄρη ἀναστενάξετε καὶ πέτρες ῥαϊστεῖτε
καὶ ποταμοὶ στραγγίσετε καὶ δένδρα μαραθεῖτε.
Γρυσὸν δεντρὸν ἐβλάστησεν ὁ εὔσπλαγχνος υἱός μου,
τζ᾿ ἔβκαλεν κλώνους δώδεκα γιὰ σιεπασμὸν τοῦ κόσμου.
Τώρα οἱ κλῶνοι κόπηκαν τὰ φύλλα μαραθῆκαν
τζι᾿ ἡ βρύση ἐσταμάτησεν, ὅλα ἐξερανθῆκαν.
Ἰούδας τὸν ἐπρόδωσεν ἀργύρια τριάντα
τζι᾿ ἐνόμισεν ὁ μιαρὸς πὼς θὰ τὰ ἔσιει πάντα.
Μπαϊντίρι Μικρᾶς Ἀσίας
Μικρασιάτικη εκδοχή
(στίχοι ενδεικτικά)
Ἡ Παναΐα τ᾿ ἄκουσε, πέφτει λιγοθυμάει
νερὸ σταμνιὰ τὴν περεχοῦν, τρία γυαλιὰ τοῦ μόσχου, τέσσερα τὸ ροδάσταμο, ὥστε νὰ συνεφέρῃ,
κι ἀπάνω ποὺ συνέφερε τοῦτο τὸ λόγο λέγει.
– Δὲν ἔχ᾿ γκρεμὸ νὰ γκρεμιστῶ γιὰ τὸ μονογενῆ μου δὲν ἔχ᾿ μαχαίρι νὰ σφαγῶ γιὰ τὸ μονογενῆ μου
δὲν ἔχ᾿ σκοινὶ νὰ κρεμαστῶ γιὰ τὸ μονογενῆ μου.
Ἀπολογιέται κι ὁ Χριστὸς τῆς μάνας του καὶ λέγει.
– Μάνα μ᾿, ἂν γκρεμιστεῖς ἐσύ, γκρεμιέτ᾿ ὅλος ὁ κόσμος, μάνα μου ἂν σφαγεῖς ἐσύ, σφάζετ᾿ ὅλος ὁ κόσμος, μάνα μ᾿ ἂν κρεμαστεῖς ἐσύ, κρεμιέτ᾿ ὅλος ὁ κόσμος. Πάρτο μάνα μου ὑπομονή, νὰ πάρ᾿ ὅλος ὁ κόσμος. Ἄντε μάνα μου στὸ καλὸ καὶ διάφορο δὲν ἔχεις, μόν᾿ τὸ μεγάλο Σάββατο κάτσε νὰ μ᾿ ἀπαντέχῃς.
Πόντος
(διαφοροποίηση στίχων ενδεικτικά)
Ποντιακή εκδοχή
Δέντρον, δέντρον ξεφάντωτον, δέντρον ξεφαντωμένον, σην κόρφαν κάθεται ο Χριστόν, σην ρίζα η Παναϊα, σ’ άκρας κάθουν οι άγγελοι, σα φύλλα οι προφητάδες κι έψαλλ’ναν κι επροφήτευαν και του Χριστού τα πάθη.
Ψάλλ’ ο Μωυσής, ψάλλ’ ο Δαβίδ, ψάλλ’νε κι οι προφητάδες, ψάλλε κι εσύ Ιάκωβε και αδελφέ Κυρίου, ψάλλε κι εσύ Παράδεις μετά των αρχαγγέλων.
{…} Σταυρέ μ΄ για κλίστ΄ και χαμελά, Σταυρέ μου, κλίσου κάτω!
Σαν έστεσεν τα χέρια Της, εκλίστεν ο Σταυρός Της!
{…}ασ΄ ακρεντικά κι ασ΄σήν καρδίαν, αίμαν έσταξεν, χολήν ΄κ εφάνθεν,
ούμπαν έσταξεν και μύρος έτον, μύρος έτον και μυρωδία…
{…}Κ’ η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε κ’ ελιγώθη.
Στάμνα νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο,
και τρία μυροδόσταμνα, για να ρθ’ ο λογισμός της.
Μυτιλήνη
(στίχοι ενδεικτικά)
Πηγαίνει στὸ σπιτάκι της καὶ στρώνει τὸ τραπέζι
κι ἔκατσε καὶ περίμενε τὸν ἐρχομὸ τοῦ γιοῦ της.
Πέρασε καὶ ἡ ἁγιὰ Καλὴ καὶ τὴν καλησπερίζει.
– Ποιὸς εἶδε γιὸ εἰς τὸ σταυρὸ καὶ μάνα στὸ τραπέζι.
– Ἄντε καὶ σὺ ἁγιὰ Καλή, νὰ ‘σαι καταραμένη,
παπὰς νὰ μὴ σὲ λειτουργά, διάκος νὰ μὴ σὲ ψέλνει,
μόνο στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ τὸ κύμα νὰ σὲ δέρνει.
Τὸ λόγο δὲν τελείωσε κι ἀνοῖξαν τὰ οὐράνια,
βλέπει τὸ γιό της κι ἔρχεται σᾶ φῶς καὶ σὰ λαμπάδα.
Κρήτη
(στίχοι ενδεικτικά)
Κάτω στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ στοῦ Κυρίου τὸν τάφο
κάθετ᾿ ἡ Κερὰ Παναγιά, τὴν προσευχή της κάνει.
Θωρεῖ τὸν Ἰωάννη τζη κι εἶναι βαργιὰ κλαμένος.
Ἴντά ῾χῃς Ἰωάννη μου κ᾿ εἶσαι βαργιὰ κλαμένος;
Ὁ Δάσκαλός σου σ᾿ ἔδειρε γιὰ τὸ χαρτί σου χάνεις;
Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, στόμα νὰ σοῦ μιλήσω
δὲν ἔχω χεροπάλαμα τὸν τόπο νὰ σοῦ δείξω.
Θωρεῖς το ῾κεῖνο τὸ βουνό, τὸ μαυροφορεμένο;
Ἐκειὰ τὸν ἔχουν τὸ Χριστό, μπιστάγκωνα δεμένο.
Κι ἡ Παναγιὰ ὡς τ᾿ ἄκουσε ἔπεσε λιγωμένη,
ῥοδόσταμο τῆς χύσανε ὥστε νὰ συνεφέρει.
Κι ἀπήτις ἐσυνήφερε κι ἔφερεν τὰ σωστά τζη,
καλεῖ τσὶ δύο γειτόνισσες δίδει τσῆ μιᾶς λιβάνι
καὶ τσ᾿ ἄλλης δίδει θυμιατὸ νὰ πά᾿ νὰ ῾δεῖ ἴντα κάνει.
Φούρνοι Ικαρίας
ΕΛΑΤΟΧΩΡΙ ΠΙΕΡΙΑΣ
Δῶστε μου μένα θυμιατό, δῶστε μου τὸ λιβάνι
καὶ ῾γὼ ποὺ τὸν ἐγέννησα θὰ πά᾿ νὰ δῶ ἴντα κάνει.
Στὴ στράτα ποὺ πηγαίνανε, στὴ στράτα ποὺ διαβαίνουν
θωρεῖ τσὶ πόρτες σφαλιχτὲς καὶ τὰ κλειδιὰ παρμένα.
Ἄνοιξε πόρτα τοῦ σπιτιοῦ καὶ πόρτα τοῦ Τζελάτη
κι ἡ πόρτα ᾿ποὺ τὸ φόβο τζη ἄνοιξε μοναχὴ τζη.
Θωρεῖ τσ᾿ Ἀγγέλους ἐκειδὰ καὶ τὸ Μονογενῆ τζη.
mnimesellinismou.com