Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος
Ενθυμούμενοι τα λόγια του ίδιου του Κυρίου που μας προτρέπει: «Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν· ζητείτε, και ευρήσετε· κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν» ζητούμε από τους Αγίου μας, οι οποίοι έχουνε παρρησία στον Θεό να μεσιτεύσουν και για εμάς. Να κάνουνε κάποιο θαύμα, να μας απαλύνουνε τον πόνο, να μας θεραπεύσουν.
Οι πιο πολλοί από εμάς ζητούμε θαύμα. Ένα σημείο με το οποίο θα δούμε την ίαση του σώματος, του δικού μας ή κάποιου αγαπημένου μας προσώπου. Ζητούμε θαύμα ώστε η επίγεια ζωή μας να συνεχιστεί χωρίς πόνο, χωρίς αρρώστια, χωρίς σταυρό.
Ζητούμε κάτι το οποίο εάν μας δοθεί μπορεί τώρα να μας βγάλει από τον πόνο και την αγωνία αλλά τελικά μπορεί να «εμποδίσει» την σωτηρία μας. Ζητούμε κάτι το οποίο όσο σημαντικό κι αν είναι τώρα να απαλλαγούμε από αυτό ίσως για το «μετά» αποβεί αυτή η εμμονή μας μοιραία. Ποιο μετά; Το μετά του θανάτου.
Διότι ακόμα και εμείς που είμαστε υγιείς σίγουρα θα πεθάνουμε. Και δεν το λέγω αυτό ώστε να παραιτηθούμε από την ζωή. Και να περιμένουμε με σταυρωμένα χέρια τον θάνατο. Αντιθέτως. Η συναίσθηση ότι αυτή η ζωή είναι παροδική και εφήμερη θα μας κάνει να την εκτιμήσουμε όπως πρέπει.
Θα μας κάνει να δούμε την ζωή μας στην πραγματική της διάσταση. Στο ότι δηλαδή, ζούμε όχι απλά για να πεθάνουμε. Δεν ερχόμαστε σ’αυτήν την ζωή και για πονάμε και να υποφέρουμε. Ζούμε ώστε να φτάσουμε στην Αγάπη με κάθε κόστος. Να την κατακτήσουμε και να κατακτηθούμε από αυτήν. Γεννιόμαστε άνθρωποι με σκοπό την Θεανθρωπία, την Αγιότητα.
Ίσως πονούμε λοιπόν. Πονούμε πολύ. Και θέλουμε πάσι θυσία να ξεμπερδέψουμε από τον πόνο αυτό. Όμως ας σκεφτούμε λίγο αδελφοί μου. Ας σκεφτούμε εάν ο πόνος αυτός, ο σταυρός αυτός που κουβαλούμε σήμερα όποια μορφή κι αν έχει, μας έχει ωφελήσει ή όχι.
Μας έφερε πιο κοντά στον Θεό; Μας έκανε να ζούμε με μετάνοια, με προσευχή, με μυστηριακή ζωή; Εάν ναι, τότε η δοκιμασία αυτή, τότε ο πόνος αυτός είναι τελικά ο μέγας ευεργέτης μας, είναι αυτός ο οποίος μας απάλλαξε από την αμετανοησία, την αδιαφορία και την άνομη ζωή που πιθανότατα είχαμε όταν ήμασταν υγιείς. Είναι ο μεγάλος δάσκαλος της ζωή μας. Είναι ο πιο σπουδαίος μας φίλος.
Δηλαδή, θα ρωτήσει κάποιος, να μην ζητώ από τον Θεό, από τον Άγιο Λουκά να γίνω καλά;
Δεν θα απαντήσω εγώ. Θα απαντήσει ο ίδιος ο Χριστός: «Ζητείται πρώτον την Βασιλεία του Θεού και πάντα ταύτα προστεθίσεται ημίν».
Να ζητάμε λοιπόν από τον Θεό, ομως πρώτα, πάνω απ΄όλα να ζητούμε την Βασιλεία Του.
Ποιος όμως από εμάς ζητά πάνω απ’όλα την σωτηρία του και όχι την υγεία του σώματός του;
Ποιος από εμάς τολμά να πει: Κύριε, σώσε με. Κύριε σώσε με ότι κι αν μου στοιχίσει;
Είμαστε έτοιμοι να σηκώσουμε τον σταυρό μας; Να βάλουμε το εγώ μας πάνω στον σταυρό όποια μορφή κι αν έχει αυτός… Του πόνου, της απόρριψης, της προδοσίας, της πικρής καθημερινότητας;
Ποιοι είμαστε έτοιμοι να αποδεχτούμε τον σταυρό μας ως μέσο καθαγιασμού;
Ποιοι είμαστε έτοιμοι να μιμηθούμε όλους αυτούς τους Αγίους που λέμε ότι αγαπάμε και τιμούμε; Για να δούμε τα συναξάρια τους. Την ιστορία του καθενός. Όλοι τους, σήκωσαν τον σταυρό τους. Κάνανε την εξορία, σπίτι τους, κάνανε τον πόνο τους, χαρά τους, κάνανε τις πληγές τους από τα μαρτύρια τα τρόπαιά τους, κάνανε τον θάνατό τους, ένα πανηγύρι.
Εάν ο νούς μας αδελφοί μου σταματά μόνο σ’αυτήν την ζωή, ίσως είναι δικαιολογημένη ακόμα και η απελπισία μας όταν μία δοκιμασία έρχεται απρόσμενα στην προγραμματισμένη μας ζωή. Όμως ο άνθρωπος θα πρέπει να ξεπερνά αυτή την ζωή, να μην μένει σ’αυτή την πεπερασμένη κατάσταση. Γιατί; Διότι ο άνθρωπος, η ύπαρξή μας πλέον λόγο του Χριστού ξεπερνά αυτήν την ζωή. Ξεπερνά τον θάνατο και την φθορά, ξεπερνά το τώρα και χάνεται στο άπειρο του Θεού.
Γι’αυτό και ο άνθρωπος που δεν βλέπει το τέλος στον θάνατο, ελπίζει. Ελπίζει όχι στην αποκατάσταση αυτής της ζωής, ή στην καλυτέρευση της κατάστασής του, δεν ελπίζει ότι δεν θα πεθάνει ποτέ…αλλά ελπίζει στο «μετά» του θανάτου. Εκεί βρίσκεται η πηγή της ελπίδος του.
Εκεί αναζητά την λύτρωσή του. Στον Χριστό. Όχι σ’ έναν Χριστό που θα φέρει εφήμερη χαρά, φθαρτά αγαθά, μία επίγεια ανταμοιβή για την αφοσίωσή μας ή μία επίγεια δικαιοσύνη (που κάποιοι λανθασμένα επικαλούνται) για τις αδικίες που έχουν υποστεί από τους άλλους. Λέγοντας, θα το βρεις από τον Θεό κτλ. Λες και ο Θεός είναι σαν και εμάς εμπαθείς, υποχείριο των μικροτήτων μας.
Όχι. Δεν θα πρέπει να ελπίζει ο χριστιανός σε θεϊκά ρουσφέτια, σ’έναν Θεό που θα ικανοποιεί τις δικές του ιδιοτροπίες, τα δικά του «θέλω».
Ο άνθρωπος εάν καταλάβει ότι είναι αιώνιος θα πάψει να γογγύζει, θα πάψει να διαμαρτύρεται. Υπομένει γιατί ξέρει καλά ότι όλα αυτά κάποτε θα περάσουν. Ξέρει καλά ότι όλα κάποτε θα τελειώσουν. Και εκεί στο τέλος, μάλλον σ’αυτό που θεωρεί τέλος ο κόσμος, δηλαδή τον θάνατο, θα αρχίσει η αιωνιότητα.
Εάν είχαμε λίγη συναίσθηση το ποιοι είμαστε και για που προοριζόμασταν θα παύαμε τα «γιατί θεέ μου σε μένα», «έως πότε», «φτάνει πια»!
Αλλά θα λέγαμε αυτό που είπε μία κοπέλα που οι γιατροί πλέον τις είχαν δώσει μερικές μέρες ζωής.
Θέλω να ζήσω, είπε στον ιερέα που ζήτησε να δει. Αλλά δεν ήλθα εδώ πάτερ για να μου το επιβεβαιώσετε. Δεν ήλθα εδώ για να μου υποσχεθείτε κάποιο θαύμα ότι όλα θα περάσουν και θα γίνω καλά.
Ήλθα για να με βοηθήσετε να φύγω έτοιμη από αυτόν τον κόσμο. Ο ιερέας λοιπόν σαστισμένος την ρώτησε: Καλά μέσα στη δοκιμασία σου, δεν ρωτάς ποτέ «γιατί σε μένα, Θεέ μου;» -Δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ, είπε η κοπέλα αυτή. Εγώ ρωτώ «γιατί όχι και σε εμένα; Και περιμένω πλέον όχι τον θάνατό μου· προσδοκώ τον φωτισμό μου».
Δεν είναι το μείζον να ζήσουμε.Το μείζον είναι να ζήσουμε με τον Χριστό, δια του Χριστού. Και αυτό μας καλούν με το παράδειγμά τους οι Άγιοι. Να ζήσουμε μέσα στο Κάλλος μιας αιωνιότητας που μας προσφέρεται από τώρα. Αρκεί να ζήσουμε αυτήν την ζωή χριστομίμητα.