Διηγήθηκε κάποιος ότι τρεις φιλόπονοι άνθρωποι, φίλοι μεταξύ τους, έγιναν μοναχοί.
Ο πρώτος διάλεξε σαν έργο του να ειρηνεύει τους ανθρώπους, που είχαν εχθρικές σχέσεις μεταξύ τους, σύμφωνα με τον Ευαγγελικό λόγο: «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί». Ο δεύτερος να επισκέπτεται τους αρρώστους και ο τρίτος έφυγε για να ησυχάσει στην έρημο.
Ο πρώτος λοιπόν, αν και κόπιασε για να σταματήσει τις διαμάχες των ανθρώπων, δεν μπόρεσε να τους θεραπεύσει όλους και, επειδή έπεσε σε ακηδία, πήγε σ΄αυτόν που υπηρετούσε τους αρρώστους και τον βρήκε κι αυτόν να παραμελεί το έργο του, καθώς δεν επαρκούσε να εφαρμόσει πλήρως την εντολή. Συμφώνησαν λοιπόν και οι δύο και πήγαν να δουν τον ερημίτη.
Του εξέθεσαν τη θλίψη τους και τον παρακάλεσαν να τους πει τι κατόρθωσε αυτός. Εκείνος, αφού έμεινε αμίλητος για λίγο, έριξε κατόπιν νερό στη λεκάνη και τους λέει: «Προσέξτε το νερό». Ήταν βέβαια ταραγμένο.
Μετά από λίγο τους λέει πάλι: «Προσέξτε και τώρα πώς έγινε το νερό». Και μόλις πρόσεξαν το νερό, βλέπουν σαν σε καθρέπτη τα πρόσωπά τους. Τους λέει λοιπόν τότε:
«Έτσι είναι κι αυτός που ζει ανάμεσα σε ανθρώπους. Εξαιτίας της ταραχής δεν βλέπει τα σφάλματά του. Όταν όμως ησυχάσει και προπαντός στην έρημο, τότε βλέπει τα ελαττώματα του εαυτού του».
Μεγάλο Γεροντικό