(Μτθ. η´ 28-θ´ 1)
Τω καιρώ εκείνω, ελθόντι τω ᾿Ιησού εις την χώραν των Γεργεσηνών υπήντησαν αυτώ δύο δαιμονιζόμενοι εκ των μνημείων εξερχόμενοι, χαλεποί λίαν, ώστε μη ισχύειν τινά παρελθείν διά της οδού εκείνης. Καί ιδού έκραξαν λέγοντες· Τι ημίν και σοι, ᾿Ιησού Υιέ του Θεού; ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς; ῏Ην δε μακράν απ᾿ αυτών αγέλη χοίρων πολλών βοσκομένη.
Οι δε δαίμονες παρεκάλουν αυτόν λέγοντες· Ει εκβάλλεις ημάς, επίτρεψον ημίν απελθείν εις την αγέλην των χοίρων. Καί είπεν αυτοίς· ῾Υπάγετε. Οι δε εξελθόντες απήλθον εις την αγέλην των χοίρων· και ιδού ώρμησε πάσα η αγέλη των χοίρων κατά του κρημνού εις την θάλασσαν και απέθανον εν τοις ύδασιν.
Οι δε βόσκοντες έφυγον, και απελθόντες εις την πόλιν απήγγειλαν πάντα και τα των δαιμονιζομένων. Καί ιδού πάσα η πόλις εξήλθεν εις συνάντησιν τω ᾿Ιησού, και ιδόντες αυτόν παρεκάλεσαν όπως μεταβή από των ορίων αυτών. Καί εμβάς εις πλοίον διεπέρασε και ήλθεν εις την ιδίαν πόλιν.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Εκείνο τον καιρό, όταν έφτασε ο ᾿Ιησούς στην περιοχή των Γεργεσηνών, τον συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι που έρχονταν από τα μνήματα, τόσο φοβεροί, που κανένας δεν τολμούσε να περάσει από κείνο τον δρόμο. Καί με κραυγές του έλεγαν· «Τι δουλειά έχεις εσύ μ᾿ εμάς, Υιέ του Θεού; ῏Ηρθες εδώ να μας βασανίσεις πριν την ώρα μας;»
Μακριά απ᾿ αυτούς έβοσκε ένα μεγάλο κοπάδι χοίρων. Καί οι δαίμονες τον παρακαλούσαν λέγοντας· «῍Αν είναι να μας διώξεις, άφησέ μας να πάμε στο κοπάδι των χοίρων». Κι εκείνος τους είπε· «Πηγαίνετε». Αυτοί βγήκαν και πήγαν στο κοπάδι των χοίρων. Καί όλο το κοπάδι όρμησε και γκρεμίστηκε στη λίμνη και πνίγηκαν μέσα στα νερά.
Οι βοσκοί έφυγαν, πήγαν στην πόλη και ανάγγειλαν όλα τα συμβάντα και ο,τι έγινε με τους δαιμονισμένους. Βγήκε τότε όλη η πόλη να συναντήσει τον ᾿Ιησού, κι όταν τον είδαν, τον παρακάλεσαν να φύγει από την περιοχή τους. ῾Ο ᾿Ιησούς επιβιβάστηκε στο πλοίο, διέσχισε τη λίμνη και ήρθε στην πόλη του.