(Λουκ. ιη´ 35-43)
Τω καιρώ εκείνω, εγένετο εν τω εγγίζειν τον ᾿Ιησούν εις ῾Ιεριχώ τυφλός τις εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών· ακούσας δε όχλου διαπορευομένου επυνθάνετο τι είη ταύτα. ᾿Απήγγειλαν δε αυτώ ότι ᾿Ιησούς ο Ναζωραίος παρέρχεται. Καί εβόησε λέγων· ᾿Ιησού υιέ Δαυίδ, ελέησόν με. Καί οι προάγοντες επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση· αυτός δε πολλώ μάλλον έκραζεν· Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με. Σταθείς δε ο ᾿Ιησούς εκέλευσεν αυτόν αχθήναι προς αυτόν. ᾿Εγγίσαντος δε αυτού επηρώτησεν αυτόν λέγων·
Τι σοι θέλεις ποιήσω; ῾Ο δε είπε· Κύριε, ίνα αναβλέψω. Καί ο ᾿Ιησούς είπεν αυτώ· ᾿Ανάβλεψον· η πίστις σου σέσωκέ σε. Καί παραχρήμα ανέβλεψε, και ηκολούθει αυτώ δοξάζων τον Θεόν· και πας ο λαός ιδών έδωκεν αίνον τω Θεώ.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Εκείνο τον καιρό, καθώς ο ᾿Ιησούς πλησίαζε στην ῾Ιεριχώ, ένας τυφλός καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε. ῞Οταν άκουσε το πλήθος που περνούσε, ρώτησε να μάθει τι συνέβαινε. Τού είπαν ότι περνάει ο ᾿Ιησούς ο Ναζωραίος. Τότε εκείνος άρχισε να φωνάζει δυνατά· «᾿Ιησού, Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Αυτοί που προπορεύονταν τον μάλωναν να σωπάσει, εκείνος όμως φώναζε ακόμη πιο πολύ· «Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Τότε ο ᾿Ιησούς στάθηκε κι έδωσε εντολή να τον φέρουν κοντά του.
Αυτός πλησίασε κι εκείνος τον ρώτησε· «Τι θέλεις να σού κάνω;» «Κύριε, θέλω ν’ αποκτήσω το φως μου», αποκρίθηκε. Κι ο ᾿Ιησούς του είπε· «Ν’ αποκτήσεις το φως σου! ῾Η πίστη σου σε έσωσε». ᾿Αμέσως ο τυφλός βρήκε το φως του κι ακολουθούσε τον ᾿Ιησού δοξάζοντας τον Θεό. Καί όλος ο κόσμος, όταν τον είδε, δοξολογούσε τον Θεό.