Μια φορά λοιπόν, ήταν ένα μικρό αγόρι που ήθελε να συναντήσει το Θεό.
Ήξερε ότι θα ήταν ένα μακρύ ταξίδι, μέχρι εκεί που έμενε ο Θεός, και έτσι πήρε μια τσάντα, έβαλε μέσα λίγο κέικ, λίγα αναψυκτικά και ξεκίνησε το ταξίδι του.
Όταν είχε προχωρήσει γύρω στα τρία τετράγωνα, είδε μια ηλικιωμένη γυναίκα, να κάθεται σε ένα παγκάκι στο πάρκο και να κοιτάζει τα περιστέρια.
Το αγόρι την πλησίασε και κάθισε δίπλα της.
Είχε διψάσει ο μικρός. Άνοιξε την τσάντα του να πάρει και να πιεί ένα αναψυκτικό.
Παρατήρησε πως η κυρία ήταν πολύ πεινασμένη και έτσι έκοψε ένα κομμάτι από το κέικ και της έδωσε.
Εκείνη με ευγνωμοσύνη το δέχτηκε και του χαμογέλασε πλατιά.
Το χαμόγελο της ήταν τόσο υπέροχο που ήθελε να το ξαναδεί, έτσι της έδωσε και ένα κουτάκι χυμό. Εκείνη του ξαναχαμογέλασε. Το αγόρι ήταν ενθουσιασμένο. Κάθισαν όλο το απόγευμα εκεί. Έπιναν, έτρωγαν, δίχως να πουν ούτε μια λέξη.
Όταν βράδιασε αρκετά, το μικρό αγόρι αισθάνθηκε κουρασμένο και αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι.
Αφού είχε προχωρήσει λίγα βήματα, γυρίζει και τρέχει στην κυρία και της δίνει μια μεγάλη αγκαλιά.
Εκείνη του χάρισε το πιο όμορφο χαμόγελο που είχε δει ποτέ στην ζωή του.
Όταν γύρισε στο σπίτι του η μητέρα του γεμάτη έκπληξη που το είδε με την υπέροχη χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του το ρώτησε: – Γιατί σε βλέπω τόσο χαρούμενο; Τι έγινε; – Έφαγα μεσημεριανό με τον Θεό, της απάντησε εκείνο.
Προτού του πει κάτι η μητέρα του, εκείνο συνέχισε:
– Και ξέρεις ε; Τελικά, είναι γυναίκα, και έχει το ωραιότερο χαμόγελο στον κόσμο!
Εν τω μεταξύ, η γυναίκα, επίσης πολύ χαρούμενη, επέστρεψε στο σπίτι της.
Ο γιος της την ρώτησε:
– Γιατί είσαι τόσο χαρούμενη σήμερα μητέρα;
– Έφαγα κέικ σήμερα στο πάρκο με τον Θεό, απάντησε αυτή.
Και πριν την ξαναρωτήσει κάτι ο γιος της συμπλήρωσε:
– Και ξέρεις ε; Είναι πολύ πιο νέος από ότι τον φανταζόμουν…