Τότε το κάθε Μοναστήρι δίπλα στο υπερπλήρες συνήθως από νωταγωγά τετράποδα και με γεμάτα πάντοτε τα κριθαραμπάρια του Βουρδουναριό, διατηρούσε και «σαμαράδικο» με όλα τα αναγκαία και χρειώδη, σε κατάλληλη ξυλεία, σε δερμάτια αντοχής, σε σίγουρες ’πισταριές και ίγκλες και σε χοντρομάλλινα σαμαροσκούτια.
Μοσχομισθοδοτούσε δε τον σαγματοποιό των καινούργιων και συντηρητή των συνεχώς φθειρομένων τότε σαμαριών και των άλλων… εξοπλισμών των.
Στα δε Καρυώτικα σαμαράδικα, οι μάστοροι με τα τσιράκια τους ‘δούλευαν μέρα και νύχτα, για να προλάβουν τις παραγγελίες καινούργιων και τις επισκευές των παληών, που κατά στίβες ‘περίμεναν στα υπόστεγα την σειρά τους. Σήμερα δεν υπάρχει Μοναστήρι χωρίς Γκαράζ και Parking, στις δε Καρυές και την Δάφνη οι Σεϊμένηδες της Ιεράς Κοινότητος όταν ευκαιρήσουν και ‘ξαποστάσουν, απ’ το εξυπηρετικό των αναγκών σοφάρισμα, αμέσως εντέλλονται να ασκήσουν και καθήκοντα… τροχονόμου!
Τότε, στα παντοπωλεία των Καρυών και της Δάφνης, τα είδη που απ’ όλα τα άλλα είχαν την μεγαλύτερη ζήτησι και την ταχύτερη λόγω πολυχρησίας «κατανάλωσι», ήταν, οι τσάπες, τα δικέλλια, τα δρύϊνα ραβδιά, τα Καψαλιώτικα μπαστούνια, τα… παντοία πέταλα και τα σουβλερά καλιβωκάρφια… Σήμερα, αν κάποιος τουρίστας, που τα, από πολλού στη φθορά του χρόνου και των καιρικών φαινομένων εγκαταλελειμμένα, καλντερίμια θελήση να τιμήση, ‘πετύχη να βρη κανένα μισολυωμένο, κακομοιριασμένο και σκουριασμένο, το κρύβει προσεκτικά στον γυλιό του και απερχόμενος το βγάζει έξω για σουβενίρ, αν είναι ρέκτης των παλαιών και «πρωτογόνων» ή για… φυλαχτό, αν είναι ολιγόμυαλος ή δαιμονοβλαμμένος…
Τότε απ’ τις πρώτες έγνοιες του κελλιώτη γέροντα της συνοδείας για τον αρτιάφικτο δόκιμο, ήταν γρήγορα να του μάθη να καλιβώνη το μουλάρι και να τον εκπαιδεύση να σφιχτοδένη και να σιγουρεύη στο σαμάρι όσο το δυνατό περισσότερα ανισοβαρή και ανομοιόσχημα πράγματα· σήμερα, το πρώτο που θα ρωτήση τον προς δοκιμή προτιθέμενο να «βάλει μετάνοια» είναι, αν έχη δίπλωμα οδηγού· κι αν δεν έχη, να φροντίση σύντομα να πάη στη Θεσσαλονίκη ή στον Πολύγυρο για να «εκπαιδευθή» και «’βγάλη».
Από το βιβλίο Ωδή στα αμάραντα, στον Άθωνα – του Επισκόπου Ροδοστόλου κ. Χρυσοστόμου