Το θέμα της γνώσεως του θεού στην ορθόδοξη πνευματικότητα είναι μεγάλο, αλλά και αναγκαίο να το κατέχει ο πιστός. Πρώτα απ’ όλα ο ίδιος ο Θεός δεν μας θέλει κοντά Του άβουλα όντα, ανελεύθερα, βυθισμένα μέσα στο γνόφο της άγνοιας.
Είναι Θεός που γι’αυτό ακριβώς αποκαλύπτει τον εαυτό Του, έτσι ώστε να Τον γνωρίσουμε. Γίνεται μεθεκτός απ’ τους πιστούς σε μια ανώτερη δυνατότητα γνώσεως και εμπειρίας.
Ο Θεός δεν ζητεί από τους πιστούς Του μια διανοητική, επιστημονική γνώση περί του προσώπου Του. Βέβαια δεν είναι λάθος μια τέτοια διανοητική «γνώση». Λάθος είναι να την ταυτίσουμε με τη βαθύτερη γνώση του Θεού, που είναι περισσότερο βιωματική εμπειρία και λιγότερο διανοητική προσέγγιση. Γιατί η γνώση του Θεού δεν είναι μια ανακάλυψη αλλά μια αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο. Ο θεός αποκαλύπτει στον ερευνώντα άνθρωπο τον εαυτό Του. Συνάπτει με τον κάθε άνθρωπο μια προσωπική διαθήκη.
Δεν αρέσκεται στο να έχουμε γνώσεις γι’ Αυτόν από τις μαρτυρίες άλλων, αλλ’ ο Ίδιος εμφανίζεται και παρέχει τη δική Του γνώση, και ο άνθρωπος συνάπτει δική του προσωπική γνωριμία με τον Θεό. Αυτή η γνωριμία δεν έχει συγκεκριμένο χρόνο που συντελείται. Γίνεται σε περίοδο που δεν την περιμένει ο άνθρωπος ή μπορεί να έλθει κατόπιν οδυνηρής αναζήτησης. Μπορεί ακόμη να συμβεί σε άνθρωπο ο οποίος πολεμά τον Θεό, όπως ο απόστολος Παύλος. Αρχικά λοιπόν ο Θεός αποκαλύπτει τον εαυτό Του στον άνθρωπο, προκειμένου αυτός να ενθουσιαστεί από τη γλυκύτητα της γνώσεώς Του και ν’ αρχίσει να Τον αναζητεί με πόθο και αγώνα πνευματικό. Έτσι ο άνθρωπος προβιβάζεται στη γνώση του Θεού διά των ιερών μυστηρίων και της εργασίας των αγίων εντολών του Χριστού (πρβ. Ιω. ιδ΄ 21, 23), και ταυτόχρονα έχει τη διαρκή αίσθηση ότι Τον αγνοεί. Ή ορθότερα αισθάνεται ότι το μόνο καταληπτό απ’ τον Θεό είναι η ακαταληψία Του. Αυτή η ενσυνείδητη γνώση του Θεού γεννά περισσότερα ερωτήματα στον άνθρωπο απ’ όσα απαντά. Διότι μυστήριο ανεξιχνίαστο και απερίγραπτο είναι ο Θεός. Όμως ο άνθρωπος δεν απογοητεύεται από την αδυναμία του να κατανοήσει πλήρως τον Θεό.
Αυτή η πνευματική αίσθηση που ήδη έχει αποκτήσει τόν γεμίζει με κάποια άρρητη γλυκύτητα και τον ωθεί σε εντονότερη αναζήτηση του Θεού. Τα βιώματα μιας τέτοιας εμπειρικής αποκαλυπτικής γνώσεως είναι κατά τον άγιο Συμεών «νω και λόγω ακατάληπτα και άφραστα» (Ύμνος ΚΘ΄ 284-293, SC 174, 334). «Πως σε εντός μου προσκυνώ, πως δε μακράν σε βλέπω, πως εν εμοί κατανοώ, εν ουρανώ δ’ ορώ σε;» (Ύμνος Ζ΄ 1-2, SC 156, 208).
Γι’ αυτό και ο ίδιος ο ιερός Πατήρ συμβουλεύει: Για τα θέματα αυτά «μή ἐρώτα, μή ἐρεύνα, μη ἐκζήτει». Αφού ο άνθρωπος αδυνατεί να μετρήσει τις σταγόνες της βροχής ή την άμμο της θαλάσσης, «πως του κτίστου δυνηθείη εξειπείν τήν ευσπλαγχνίαν ην ενδείκνυται, μεθ’ώνπερ ενωθή ψυχών αγίων; (Ύμνος ΚΘ΄ 267-283, SC 174, 332).
Μπαίνοντας ο πιστός σ’ αυτή τη διαδικασία, σ’ αυτή την εμπειρία ορθότερα, επιποθεί περισσότερο τη σχέση και τη γνώση του Θεού στην άληκτη αιωνιότητα. Γιατί δεν του αρκεί να Τον γνωρίζει «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι», αλλά ορέγεται να Τον αντικρίσει «πρόσωπον πρός πρόσωπον», «καθώς εστι» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 12, Α΄ Ιω. γ΄ 2).
Αυτή η τέλεια γνώση του Θεού – όσο δηλαδή μπορεί να «χωρέσει» ο ανθρωπος σ’ αυτή – θα επιτευχθεί στη βασιλεία των ουρανών. Ο Κύριος είπε ότι αυτή η βασιλεία του Θεού είναι η γνώση του Θεού (βλ. Ιω. ιζ΄ 3).
Από έκδοση της Χριστιανικής Φοιτητικής Δράσης, σχόλιο στην 13η Κατήχηση του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.