Διηγούνταν για τον άββά Νιστερώο ότι όταν έμενε στη Ραϊθοϋ δούλευε τρεις εβδομάδες το χρόνο και έπλεκε έξι καλάθια την εβδομάδα.
Ό σεβαστός αββάς Νιστερώος περπατούσε μ’ ένα αδελφό στην έρημο και όταν είδαν ένα μεγάλο φίδι απομακρύνθηκαν βιαστικά. Του λέγει ό αδελφός· «Και σύ φοβάσαι, πάτερ;». Αποκρίνεται ό γέροντας· «Δεν φοβάμαι, παιδί μου. Έπρεπε όμως να φύγω, επειδή δεν θα μπορούσα να ξεφύγω από το πνεύμα της κενοδοξίας».
Ένας αδελφός ρώτησε κάποιον γέροντα- «Τί καλό έργο υπάρχει για να το κάνω και να ζήσω μ’ αυτό;». Είπε ό γέροντας- «Ό Θεός γνωρίζει τί είναι καλό. Άκουσα όμως ότι κάποιος από τούς πατέρες ρώτησε τον σεβαστό αββά Νιστερώο, τον φίλο του άββά Αντωνίου- . Αυτός του αποκρίθηκε- < Δεν είναι όλες οι εργασίες το ίδιο; Ή Γραφή λέγει ότι ό Αβραάμ ήταν φιλόξενος και ό Θεός ήταν μαζί του, ό προφήτης Ηλίας αγαπούσε την ησυχία και ό Θεός ήταν μαζί του, και ό Δαβίδ ήταν ταπεινός και ό Θεός ήταν μαζί του. Ότι λοιπόν καταλαβαίνεις πώς θέλει ή ψυχή σου και είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού, κάνε το και προφύλαξε την καρδιά σου>».
Ό άββάς Ιωσήφ ρωτάει τον άββα Νιστερώο- «Τί να κάνω με τη γλώσσα μου, πού δεν μπορώ να τη συγκρατήσω;». Του άπαντα ό γέροντας- «Ηρεμείς όταν μιλήσεις;». Του άπαντα- «Όχι». Και τότε ό γέροντας του είπε- «Εάν δεν ηρεμείς, τότε γιατί μιλάς; Είναι προτιμότερο να σιωπάς. Εάν βρεθείς σε συζήτηση, είναι προτιμότερο πιο πολλά να ακούς παρά να λες».