Ο άγγελος είναι φύση νοερά και λογική, αεικίνητη, αυτεξούσια, ασώματη, λειτουργός του Θεού, φύσει θνητή (μόνο το άκτιστον θείον είναι φύσει αθάνατον), χάριτι όμως αθάνατη. Σημειωτέον ότι ο άγγελος λέγεται ασώματος και άυλος συγκρινόμενος με τον άνθρωπο. Συγκρινόμενος με τον Θεό είναι παχύς και υλικός. Μόνο ο άκτιστος Τριαδικός Θεός είναι κατά κυριολεξίαν ασώματος και άυλος:
«Άγγελος τοίνυν εστίν ουσία νοερά, αεικίνητος, αυτεξούσιος, ασώματος, Θεώ λειτουργούσα, κατά χάριν εν τη φύσει το αθάνατον ειληφυΐα, ης ουσίας το είδος και τον όρον ο κτίστης επίσταται Ασώματος δε λέγεται και αυλός, όσον προς ημάς· παν γαρ συγκρινόμενον προς τον Θεόν τον μόνον ασύγκριτον παχύ τε και υλικόν ευρίσκεται, μόνως γαρ όντως άϋλον το θείον εστί και ασώματον»[2]. Αξιοσημείωτα είναι επίσης όσα γράφει ο Δαμασκηνός επ’ αυτού: «Ασώματα δε και αόρατα και ασχημάτιστα κατά δύο τρόπους νοούμεν τα μεν κατ ουσίαν, τα δε κατά χάριν, και τα μεν φύσει όντα, τα δε προς την της ύλης παχύτητα.
Επί Θεού μεν φύσει, επί δε αγγέλων και δαιμόνων και ψυχών χάριτι, και ως προς την της ύλης παχύτητα λέγεται»[3]. Επομένως λέγοντες ότι οι άγγελοι είναι νοερές ουσίες/φύσεις και αυλοί, οι ψυχές των ανθρώπων είναι νοερές ουσίες και άϋλες, ακόμη και οι δαίμονες είναι νοερές φύσεις και άϋλες, ουδόλως πρέπει να εκλάβομε αυτή τη νοητή φύση και άυλότητα με Νεοπλατωνική έννοια, ήτοι κατά κυριολεξίαν, αλλά με Χριστιανική, ήτοι κατά συνθήκην και λεγόμενες ως προς την παχύτητα του σώματος. Άλλωστε οι άγγελοι, οι δαίμονες και οι ανθρώπινες ψυχές είναι κτιστές εξ ουκ όντων φύσεις/ουσίες και ως εκ τούτου αδιάβατο οντολογικό χάσμα τους χωρίζει από το άκτιστον τριαδικόν θείον.
Ο άγγελος είναι, όπως μόλις ανωτέρω εσημειώσαμε, ουσία/φύση νοερά και λογική. Επειδή είναι φύση νοερά και λογική, είναι αυτεξούσιος/ελεύθερος. Ως κτιστή φύση είναι τρεπτή, δηλαδή υποκείμενη σε μεταβολή και αλλοίωση. Μόνος ο άκτιστος Θεός είναι άτρεπτος, ήγουν αναλλοίωτος και αμετάβλητος. Βέβαια ο άγγελος ως λογικός και ελεύθερος είναι εθελότρεπτος, όπως άλλωστε και ο άνθρωπος. Δύναται ο άγγελος να παραμείνει αγαθός, όπως εκ φύσεως επλάσθη από τον Θεό και να προοδεύσει στο αγαθό· δύναται όμως, ων αυτεξούσιος, να τραπεί και προς το κακόν, όπως οι εκπεσόντες άγγελοι. «Έστιν τοίνυν φύσις λογική νοερά τε και αυτεξούσιος, τρεπτή κατά γνώμην ήτοι εθελότρεπτος· πάν γαρ κτιστόν και τρεπτόν, μόνον δε το άκτιστον άτρεπτον, και παν λογικόν αυτεξούσιον. Ως μεν ουν λογική και νοερά αυτεξούσιος εστίν, ως δε κτιστή τρεπτή, έχουσα εξουσίαν και μένειν και προκόπτειν εν τω αγαθώ και επί το χείρον τρέπεσθαι»[4].
Ο άγγελος είναι ανεπίδεκτος μετανοίας, επειδή είναι ασώματος, εν αντιθέσει προς τον άνθρωπο πού είναι δεκτικός μετανοίας εξ αιτίας της σωματικής του ασθενείας. «Ανεπίδεκτος μετανοίας, ότι και ασώματος· ο γαρ άνθρωπος διά την του σώματος ασθένειαν της μετανοίας έτυχεν»[5]. Το σώμα είναι αυτό πού καθιστά δυνατή την μετάνοια στον άνθρωπο. Η έλλειψη σώματος καθιστά αδύνατη την μετάνοια στους αγγέλους. Οι άγγελοι βέβαια είναι δυσκίνητοι, αλλ’ όχι ακίνητοι προς το κακόν. Μετά την ενανθρώπιση του Θεού Λόγου, το Πάθος, τον Θάνατο και την Ανάστασή του είναι πλέον ακίνητοι προς το κακό. Εστερεώθησαν στο αγαθό και στην σταθερά προσεδρεία προς τον Θεόν[6].
Οι άγγελοι δέχονται τον φωτισμό και την αγιότητα από τον Θεό. Δεν συνιστούν οι ίδιοι αφ’ εαυτών πηγή φωτός και αγιασμού, αλλ’ έξωθεν δέχονται το φως και τον αγιασμό, εκ του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό είναι φώτα δεύτερα, όχι αρχίφωτα, και μεταδίδουν τον έξωθεν αυτοίς προσγενόμενον φωτισμό στους κατωτέρους ως προς την τάξιν αγγέλους και στους ανθρώπους βεβαίως. Διαφέρουν μεταξύ τους κατά την στάσιν και τον φωτισμόν. Παρατηρείται λοιπόν, όπως διδάσκει ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ακολουθεί επακριβώς ο ιερός Δαμασκηνός, μία πνευματική ιεραρχία στις ασώματες επουράνιες δυνάμεις κατά τρεις τριάδες/διακοσμήσεις/τάξεις: πρώτη τάξη είναι τα εξαπτέρυγα Σεραφίμ, τα πολυόμματα Χερουβίμ και οι Αγιώτατοι Θρόνοι, δεύτερη τάξη οι Κυριότητες, οι Δυνάμεις και οι Εξουσίες και τρίτη οι Αρχές, οι Αρχάγγελοι και οι Άγγελοι[7].
Ο ιερός Δαμασκηνός, ακολουθώντας τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, θεωρεί ότι οι άγγελοι εκτίσθησαν προ της κτίσεως του υλικού/αισθητού σύμπαντος: «Εγώ δε τω Θεολόγω Γρηγορίω συντίθεμαι έπρεπε γαρ πρώτον την νοεράν ουσίαν κτισθήναι και ούτω την αισθητήν και τότε εξ αμφοτέρων τον άνθρωπον»[8].
Οι άγγελοι έχουν ως τόπο διαμονής τους τον ουρανό και έργο τους είναι η δοξολογία και η υμνωδία του Θεού και η υπηρέτηση του θείου θελήματος. «Εν ουρανώ διατρίβουσι και εν έργον έχουσιν υμνείν τον Θεόν και λειτουργείν τω θείω αυτού θελήματι»[9]. Είναι ισχυροί και έτοιμοι προς την εκπλήρωση του θείου θελήματος, βρίσκονται αμέσως παντού (χωρίς να είναι πανταχού παρόντες, όπως ο Θεός), όπου τους καλεί ο Θεός χάρη στην ταχύτητα της φύσεώς τους, φυλάττουν μέρη της γης και προΐστανται εθνών και τόπων, όπως διετάχθησαν από τον Δημιουργό, οικονομούν αυτά πού αφορούν τους ανθρώπους και παντοιοτρόπως τους βοηθούν[10].
Οι άγγελοι ως κτίσματα είναι περιγραπτοί, καταλαμβάνουν ένα ορισμένο τόπο και μολονότι μπορούν να κινηθούν από τόπο σε τόπο με μεγάλη ταχύτητα δεν είναι πανταχού παρόντες. Η πανταχού παρουσία είναι ιδιότητα μόνου του Θεού. «Περιγραπτοί ότε γαρ εισίν εν τω ούρανω, ουκ εισίν εν τη γη, και εις την γην υπό του Θεού αποστελλόμενοι ουκ εναπομένουσιν εν τω ουρανώ… Νόες δε όντες εν νοητοίς τόποις εισίν, ου σωματικώς περιγραφόμενοι (ου γαρ σωματικώς κατά φύσιν σχηματίζονται ουδέ τριχή εισί διαστατοί), αλλά τω νοητώς παρείναι και ενεργείν, ένθα αν προσταχθώσι και μη δύνασθαι κατά ταυτόν ώδε κακείσε είναι και ενεργείν»[11].
Όμως καίτοι είναι περιγραπτοί, δεν είναι σωματικώς περιγραπτοί, όπως διαβάζουμε στο μόλις ανωτέρω χωρίο. Τουτέστι δεν έχουν σωματικό σχήμα, μορφή και είδος, αλλά προκειμένου να φανερωθούν στους ανθρώπους μετασχηματίζονται, λαμβάνουν συγκεκριμένο σχήμα και μορφή, ώστε να είναι καταληπτοί και ορατοί στους ανθρώπους, στους οποίους κατά θείαν προσταγήν έπιφαίνονται. Αορίστους δε λέγω· ου γαρ, καθό εισίν, επιφαίνονται τοις αξίοις, οις ο Θεός φαίνεσθαι αυτούς θελήσει, αλλ’ εν μετασχηματισμό), καθώς δύνανται οι ορώντες οράν»[12]. Επίσης «Μετασχηματίζονται δέ, προς όπερ αν ο δεσπότης κέλευση Θεός, και ούτω τοις ανθρωποις έπιφαίνονται και τα θεία αυτοίς αποκαλύπτουσι μυστήρια»[13].