Συνεχίζουμε σήμερα τη δημοσίευση αποσπασμάτων από την Ομιλία του κ. Σ. Κεμεντζετζίδη στη Νάξο σχετικά με τον οσιακό βίο του μακαριστού γ. Φιλοθέου Ζερβάκου. Στο σημερινό απόσπασμα περιλαμβάνονται αναμνήσεις του γέροντος από θαυμαστά γεγονότα που εβίωσε και μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν εκ του σύνεγγυς.
Εξαίσιο γεγονός
(… Όταν το 1924) επήγα σε προσκύνηση των Αγίων τόπων, μου συνέβη το εξής γεγονός Κάποια ημέρα, που ελειτούργησα στο Σπήλαιο της Βηθλεέμ όπου γεννήθηκε ως νήπιο ο Βασιλεύς όλων, ο συνέχων διακρατών και διακυβερνών τα πάντα, ενώ κατέβαινα μετά την λειτουργία, προς το μετόχι της Μονής του Αγίου Σάββα προς συνάντηση του οικονόμου της Μονής· και από εκεί θα επισκεπτόμεθα την ιστορική Μονή του Αγίου Σάββα.
Βγαίνοντας από την πόλη της Βηθλεέμ είχα ως βοηθό κάποιον μοναχό του Ναού, ο οποίος, αφού με συνώδευσε λίγο, μου έδωσε σχετικές οδηγίες, για να μη παρεκλίνω. Ενώ όμως κατέβαινα κάποιον ομαλό δρόμο, γύρισα πίσω το βλέμμα μου μήπως δω κάποιον και τον πάρω ως συνοδοιπόρο και ασφαλή οδηγό, βλέπω ξαφνικά σε απόσταση 20-30 μέτρων, δύο ωραιότατα και χαριέστατα αρνιά, τα οποία μου εκίνησαν τον θαυμασμό.
Στην αρχή υπέθεσα πως θα έφυγαν από κάποια κοντινή ποίμνη. Παρατήρησα δεξιά αριστερά, για να φωνάξω τον ποιμένα να έλθη να τα παραλάβη, αλλά πουθενά δε φάνηκε ποίμνη. Άρχισα να προχωρώ και εκείνα, τα ευλογημένα, με ακολουθούσαν και εβάδιζαν με τόση ευταξία, ωσάν να ήσαν στρατιώται. Όσες φορές καθόμουν, κάθονταν και εκείνα, και όσες φορές εβάδιζα, προχωρούσαν και εκείνα.
Αυτό δε συνέβη όχι μια φορά και δύο αλλά πολλές φορές, ώστε άρχισα να απορώ και να θαυμάζω.
Αφού απομακρύνθηκα αρκετά από την Βηθλεέμ περιβλέποντας δε δεξιά και αριστερά και ουδένα θεασάμενος, υπέθεσα ότι τα αρνιά θα ήσαν κάποιου από την πόλι της Βηθλεέμ και ανεχώρησαν από την μάνδρα του. Τότε γύριζα προς τα ωραιότατα και χαριέστατα εκείνα δύο αρνιά, ωσάν να ήσαν λογικά, και τα λέγω: «Καλή είναι και μου αρέσει η συντροφιά σας και η συνοδεία σας, αλλά μου αρκεί στην συνοδοιπορία μου ο φύλακας της ψυχής μου Άγγελος. Λοιπόν, σας παρακαλώ, να επιστρέψετε εις εκείνον απο τον οποίον αναχωρήσατε»· και τα ευλογημένα εκείνα ωραιότατα αρνιά, τα οποία μου φαίνεται ωσάν να τα βλέπω και τώρα που σας γράφω αυτές τις γραμμές, με εκοίταξαν με γλυκό βλέμμα και χαρωπό πρόσωπο, υποκλίθηκαν, εκτύπησαν τα πόδια τους, γύρισαν πίσω και, ως αστραπή, εξαφανίσθηκαν.
Αυτό με εξέπληξε και αγνοώ που να το αποδώσω. Ίσως να ήσαν άγγελοι οι παρά Θεού εντεταλμένοι στο Σπήλαιο της Βηθλεέμ, ως φύλακες, φρουροί και βοηθοί των πιστών. Ίσως και από εκείνους που εφάνησαν στους ποιμένες την νύκτα κατά την οποία εγεννήθηκε ο Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτία του κόσμου, ψάλλοντες το «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη…».
Οσες φορές ενθυμηθώ, το γεγονός αυτό, οι οφθαλμοί μου πληρούνται δακρύων και η καρδία μου χαράς και πνευματικής αγαλλιάσεως.
Επίστρεψον και ποίμενε τα πρόβατά μου
…Όταν (το 1924) επήγα εις προσκύνησι του Θεοβαδίστου όρους Σινά και ανήλθα εις το όρος Χωρήβ, εισήλθα εις το σπήλαιον του προφήτου Ηλιού και εδεόμην του Κυρίου να ευδοκήση να κατοικήσω εκεί μόνος μόνω Θεώ· άκουσα φωνής εκ τρίτου να μου λέγη· μη μείνεις εδώ, αλλά επίστρεψον προς την πατρίδα και ποίμενε τα πρόβατά μου.
Φοβούμενος να εναντιωθώ εις το θέλημα του Θεού, άκων και μη βουλόμενος επέστρεψα. Από τότε και η προς την έρημον ορμή και έφεσις κατεστάλη, δεν έσβησε όμως, αλλ’ ανάπτει. Δεν θέλω δε να ποιήσω το ιδικόν μου θέλημα, αλλά το θέλημα του Ουρανίου Πατρός τον Οποίον ικετεύω θερμώς και διηνεκώς να με αξιώση, τον ανάξιον, έστω και εις το γήρας μου δι’ ολίγον διάστημα να επαπολαύσω της ποθουμένης ησυχίας.
Για την κακουργία των δαιμόνων
…Διότι δεν του έκανες τα θελήματά του, όπως οι πολλοί, ξεσήκωσε ο μισάνθρωπος και παγκάκιστος εναντίον σου πόλεμο άγριο για να σε τραυματίσει ο ανθρωποκτόνος… Αυτός ο οποίος ετόλμησε και μου είπε προ ετών, όταν εδιάβαζα σε μία κόρη τους εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου, την οποία είχε κάμει κατοικητήριό του. Όταν ανέφερα το όνομα Βεελζεβούλ, εφώναξε δυνατά· εγώ είμαι ο Βεελζεβούλ ο άρχων των δαιμονίων.
Όταν ετελείωσα τους εξορκισμούς εκαυχάτο και έλεγε· εγώ είμαι ο άρχων του κόσμου, εγώ εξουσιάζω όλους. Όλοι είναι ιδικοί μου. Όλοι μου υποτάσσονται· βασιλείς, πατριάρχαι, μητροπολίται, παπάδες, καλόγηροι, άνδρες, γυναίκες, μικροί, μεγάλοι.
Ψεύδεσαι του απάντησα, δεν λες την αλήθεια και μου λέγει· αλλ’ αυτοί είναι πολύ λίγοι, εγώ τους πολλούς έχω. Μένουν εχθροί μου μερικοί κουτοί σαν και σένα. Λίγοι καλόγηροι και μερικοί παπάδες και λίγοι κοσμμικοί. Μα που θα μου πάνε, θα τους κυνηγήσω. Έχω να τους κάμω πολλά, εάν δε θελήσουν να με ακολουθήσουν. Τους μισώ. Δεν θέλω να τους βλέπω, όπως και αυτή την κακούργα, (εννοούσε την πάσχουσα), η οποία είχε έρωτα με τον ξυλοκαρφωμένον, εννοώντας τον Χριστό, και δεν έκανε άλλη δουλειά παρά διαρκώς να προσεύχεται, να ψάλλη, να μελετά, να τρέχει εις τα κηρύγματα. Και επειδή με εστεναχώρει, με πλήγωνε και δεν είχα άδεια να τη φονεύσω, εζήτησα άδεια από τον ξυλοκαρφωμένο να μου επιτρέψει να την βασανίσω, και μου έδωκε και θα την βασανίζω δώδεκα έτη. Τότε θα έβγω. Θα της κάμω μαρτύρια.
Όταν δε είπα εις τον διάβολο· γιατί δεν πηγαίνεις να έμβης εις τους βλασφήμους, εις τους φθονερούς, εις τους πόρνους, εις τους μοιχούς, τους μέθυσους αλλά βασανίζεις την κόρη αυτή την σεμνή, την ηθική, την φρόνιμη, τότε εσήκωσε το χέρι της πασχούσης και με εμούντζωσε. Να, μου λέγει, κουτέ, αυτοί είναι φίλοι μου, είναι δικοί μου, ό,τι τους πω να κάνουν, το κάνουν, τους έχω εις το χέρι μου, ενώ αυτή είναι εχθρός μου. Συ τους φίλους σου τους αγαπάς ή τους μισείς;
***
Σε επιστολή του στο Γέροντα ο ευσεβής χριστιανός Μάρκος Σκουλάτος από την Νάξο, πνευματικό του τέκνο, σημειώνει και τα εξής:
Το 1978 η κόρη μου Κυριακή 23 ετών, έπεσε σε σιδηροδρομικό δυστύχημα….Ήθελα μια παρηγοριά από πνευματικό γιατρό και επήγα στην Πάρο και ευρήκα τον Άγιο Γέροντα Φιλόθεο και του είπα το συμβάν. Έκλαψε μαζί μου. Με συνεπόνεσε και κατόπιν μου λέγει: Μην κλαις, το παιδί σου είναι κοντά στον Θεό, και μου διηγήθη μια παρηγορητική ιστορία.
Όταν αργότερα επήγα και τη σύζυγό μου στην Λογγοβάρδα της Πάρου να την παρηγορήσει από το βαρύ πένθος της κόρης μας Κυριακής, αφού εξομολογηθήκαμε, του λέει η σύζυγός μου: «πάτερ Φιλόθεε, τα άλλα μου παιδιά, τέσσερα στην ζωή, τα βλέπω, τα έχουμε· το άλλο όμως που πέθανε, πότε θα το ίδω;» Της λέγει ο άγιος Γέροντας: «μη λυπήσαι, το έχει κοντά της η Παναγία». Η σύζυγός μου δεν πίστευε στην αρχή από την λύπη της· έκανε όμως, ως φαίνεται προσευχή ο π. Φιλόθεος, και ω του θαύματος εκεί που καθόταν η γυναίκα μου, σαν να την πήρε ο ύπνος και βλέπει την Παναγία και κρατούσε το παιδί μας από το χέρι. Τρομαγμένοι τότε, λέμε στον άγιο Γέροντα το όραμα· και της λέγει: Δεν σου είπα ότι είναι κοντά στην Παναγία! Γι’ αυτό είδες και το όραμα, και είναι αληθινό για να πιστέψεις
***
Ο τεχνίτης οικοδόμος Ηλίας Φραγκούλης από την Πάρο, μεταξύ άλλων μας ανέφερε και το εξής γεγονός:
Μια φορά με τους μαστόρους και τους εργάτες μου ρίχναμε μπετά και ήλθε ο Γέροντας να μας δει. Εγώ επειδή ήμουν απασχολημένος δεν τον επρόσεξα, και ο Γέροντας προχωρούσε. Οι εργάτες του λέγουν: Γέροντα μη προχωρήτε θα βουλιάξετε, διότι είναι ολόφρεσκο το τσιμέντο. Ο Γέροντας δεν άκουσε και προχώρησε χωρίς να αφήση καθόλου σημάδι. Όλοι μας παγώσαμε, που είδαμε αυτό το παράδοξο φαινόμενο, διότι και γάτα να πατούσε θα άφηνε αποτυπώματα.
Γνώμες από πατέρες της Μ. Λογγοβάρδας
Ο Γέροντας ήταν αγωνιστής μεγάλος, και επί 60 χρόνια δεν είχαμε στεναχωρεθή. Ζωή ειρηνική. Πάντοτε παρακλητικά έδιδε τις εντολές και αν αντιδρούσε κανείς υποχωρούσε.
Όταν επέστρεφε από περιοδεία και έφθανε αργά την νύκτα με το πλοίο, αμέσως επήγαινε εις τον ναόν μόνος του και έκαμνε την ακολουθίαν. Τα δε ξημερώματα ήταν πρώτος στον Ναό. Έζησε με ακρίβεια και συνέπεια την καλογερική ζωή.
Ο Γέροντας ήταν φιλακόλουθος. Εις την τράπεζα ολιγαρκής και ποτέ δεν ζήτησε τίποτε άλλο. Την ελεημοσύνη την είχε πρώτη, και αγαπούσε όλους. Είχε χαρίσματα από Θεού, αλλά είχε και καλή ισόβια επιμέλεια και μεγάλη βία στην τήρηση των εντολών.
Ήταν μεγάλος νηστευτής, άνθρωπος προσευχής, ζούσε με απλότητα μικρού παιδιού και με ιδιαίτερη αγάπη μελετούσε τον νόμο του Θεού.
Σε κάθε ευκαιρία έκαμνε ομιλίες και παντού τον άκουγαν με ευχαρίστηση μικροί και μεγάλοι.
Ο Γέροντας Φιλόθεος ήταν από τους πρώτους στην εκκλησία. Έτρωγε πάντα λίγο. Δεν προσέβαλε ούτε και μάλωνε. Όπου πήγαινε ομιλούσε και εξομολογούσε και τον αγαπούσαν παντού. Είχε πολλά χαρίσματα (πατήρ Δαμιανός).
Ήταν πολύ μεγάλο παληκάρι του Χριστού, αναντικατάστατος. Δεν θα ξαναγίνη. Όλοι πιστεύουμε πως δεν θα ξαναγίνη τέτοιος άνθρωπος.