Πολλοί άνθρωποι αναρωτιούνται: «Καλά, εμείς οι Χριστιανοί, έχουμε την πίστη μας, την ορθή πίστη, την Εκκλησία μας, την Αποκάλυψη του Κυρίου, είμαστε μέσα στο αυλάκι της σωτηρίας, της Βασιλείας των Ουρανών – εάν βέβαια είμαστε προσεκτικοί στη ζωή μας.
Όμως τι γίνεται με τους ανθρώπους που ανήκουν σε κάποιο άλλο θρήσκευμα; Τι γίνεται με τους Βουδιστές, τι γίνεται με τους Μουσουλμάνους, για να μην πάω σε άλλες Ομολογίες Χριστιανικές, ας μιλήσουμε γι’ άλλες θρησκείες. Αυτοί δεν θα πάνε στον Παράδεισο; Τι κριτήρια θα ‘χει ο Θεός γι’ αυτούς; Μόνον εμείς θα κριθούμε και ανάλογα ή θα προαχθούμε, να το πω έτσι ή θα… κοπούμε; Μ’ αυτούς τι γίνεται; Δεν υπάρχει σωτηρία;»
Η απάντηση είναι ότι βεβαίως και μπορεί να υπάρξει σωτηρία.
Το θέμα τοποθετείται ως εξής: Κάποιος που γνώρισε το Χριστιανισμό και βαπτίσθηκε, θα κριθεί βάσει του νόμου του Ευαγγελίου, του νόμου της Χάριτος. Κάποιος όμως που ζει στη Μαδαγασκάρη, για παράδειγμα, στη Σουμάτρα ή στο Βόρνεο, στη Νότιο Αμερική, στο Β. Πόλο, οπουδήποτε δεν έχει κηρυχθεί το Ευαγγέλιο, αυτός θα κριθεί σύμφωνα μ’ αυτό το οποίο αναφέρει ο Απ. Παύλος στην προς Ρωμαίους Επιστολή: θα κριθεί βάσει του νόμου της συνειδήσεώς του:
«Όταν οι εθνικοί —δηλαδή όλοι αυτοί που δεν έχουν γραπτό ηθικό νόμο— τηρούν εκ φύσεως τις διατάξεις τού νόμου, σ’ αυτούς, μολονότι δεν έχουν γραπτό νόμο, νόμος είναι ο εαυτός τους. Αυτοί αποδεικνύουν ότι έχουν το έργο του νόμου γραπτό στις καρδιές τους» (β’ 14-15).
Ο Θεός έχει βάλει, λοιπόν, σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, οπουδήποτε και αν βρίσκονται πάνω στην γη, αυτό το αδέκαστο δικαστήριο, τον έμφυτο ηθικό νόμο, και βάσει αυτού θα κριθούν. Αν πορεύθηκαν σύμφωνα με τον έμφυτο ηθικό νόμο σωστά, θα μπουν στον Παράδεισο, αν όχι, δεν θα μπουν στον Παράδεισο.
Βέβαια θα υπάρχει —σύμφωνα με το «αστήρ αστέρος διαφέρει εν δόξη» (Α’ Κορ. ιε’ 41)— διαβάθμιση στον Παράδεισο, όπως εξάλλου και στην Κόλαση. Οι άνθρωποι άλλων θρησκευμάτων, λόγω των καλών πράξεων τις όποιες θα πράξουν, θα μπουν στον Παράδεισο, αλλά δεν θα απολαύσουν αυτά τα όποια θα απολαύσει π.χ. ο Απ. Παύλος ή ο Άγιος Μακάριος.
Κάποιοι ίσως να σκεφτούν: Δεν είναι «άδικο» αυτό γι’ αυτούς; Όχι, δεν είναι άδικο γι’ αυτούς, διότι κρίνονται και ευκολότερα. Ό Χριστιανισμός είναι πολύ δύσκολος με τις εντολές τις οποίες έχει. Αυτό εξάλλου —για να κάνουμε μια παρέκβαση— αποδεικνύει λόγω και της πληθύος των πιστών και την αλήθεια του. Αν κάποιος θέλει να τραβήξει οπαδούς, δεν τους λέει αρνητικά πράγματα. Αντιθέτως, τους τάζει «λαγούς με πετραχήλια», τους κολακεύει, τους κανακεύει.
Αυτά, όμως, τα οποία είπε ο Χριστός στους μαθητές Του ήταν: «Εν τω κοσμώ θλίψιν έξετε»(Ιω. ις’ 33), «Ει εμέ έδιωξαν και υμάς διώξουσιν» (Ιω. ιε’ 20) κι ένα σωρό τέτοια πράγματα, που είναι αποτρεπτικά να τραβήξεις τον κόσμο κοντά σου. Το ότι λέει τέτοια πράγματα και παρ’ όλα αυτά έρχονται οι άνθρωποι κοντά του, αυτό αποδεικνύει ότι είναι αλήθεια ο Χριστιανισμός.
Αλλά για να επανέλθουμε στο θέμα μας σχετικά με τους αλλόθρησκους.Δεν είναι τόσο «τυχερός» ο Χριστιανός, διότι από τους Χριστιανούς ζητάει πολύ περισσότερα ο Χριστός! Και θα πάνε σε κατώτερη θέση από τους αλλόθρησκους, αν δεν πράττουν αυτά τα όποια ζητάει ο Χριστός. Οι άλλοι δεν θα κριθούν σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, αλλά ευκολότερα.
Δείτε τη διαφορά ενός ανθρώπου, ο όποιος θα κριθεί σύμφωνα με τον έμφυτο ηθικό νόμο, το πολύ-πολύ να του καταλογίσει ο Θεός, την πράξη της μοιχείας, για παράδειγμα. Ενώ ο Χριστιανός θα κριθεί πολύ πιο αυστηρά, ακόμα και για ένα πονηρό βλέμμα π.χ., θα κριθεί «εν λόγω, έργω και εν διανοία»). Θα είναι περισσότερα τα οφέλη για τον Χριστιανό, αλλά θα είναι και αυστηρότερο το κριτήριο και δυσκολότερος ο αγώνας του. Όλα είναι δίκαια. Ο Θεός είναι ακριβοδίκαιος.
Όπως έλεγε ο Γέρων Παΐσιος ο Αγιορείτης, «ο Θεός δεν έχει ούτε δυο ζυγαριές όμοιες. Τον κάθε άνθρωπο θα τον ζυγίσει με την δική του ζυγαριά».Ανάλογα με το πού γεννήθηκε, σε τι περιβάλλον βρέθηκε, τους γονείς δηλαδή, το σχολείο, το κράτος, το θρήσκευμα, την ιδιαιτερότητα του καθενός προσώπου. Ο Θεός δεν κάνει λάθη.
Ο μακαρίτης ο Χρήστος Ανδρούτσος, καθηγητής της Δογματικής, έλεγε ότι η Ορθοδοξία είναι η μόνη ασφαλής οδός σωτηρίας. Δεν είναι η μόνη οδός σωτηρίας, αλλά είναι η μόνη ασφαλής οδός.
Και ο π. Ιωήλ Γιαννακόπουλος μας δίνει ένα παράδειγμα, για να κατανοήσουμε καλύτερα τη ρήση αυτή του Ανδρούτσου. Μας λέει: Στον πόλεμο υπήρχε μία ασφαλής οδός πού ένωνε την Καλαμάτα με την Αθήνα: εκείνη με την τεθωρακισμένη φάλαγγα. Υπήρχαν βέβαια και άλλα μονοπάτια, από τα όποια μετέβαιναν οι άνθρωποι απ’ τη μια πόλη στην άλλη. Δεν ήσαν όμως ασφαλή. Έτσι ακριβώς και με την Ορθόδοξη Εκκλησία και τους αλλόδοξους και ετερόθρησκους.
Να τονίσουμε, όμως, ότι, αν κάποιος έχει βαπτισθεί Ορθόδοξος και γίνει εκ των υστέρων αιρετικός ή, πολύ περισσότερο, αλλόθρησκος, αυτός δεν πρόκειται επ’ ουδενί να σωθεί παραμένοντας στη νέα αυτή πίστη, όσα καλά έργα κι αν κάνει. Άλλο πράγμα να είσαι Βουδιστής ή Μουσουλμάνος και να μη γνωρίσεις το Χριστό κι άλλο πράγμα να αρνηθείς το Χριστό, για χάρη του Βούδα ή του Σίβα ή του Αλλάχ.
Αυτά, σχετικά με τη σωτηρία των άλλων. Το κύριο, ωστόσο, είναι να προσέξουμε πώς θα σωθούμε ΕΜΕΙΣ… Το «ούτος δε τι;» που είπε ο Πέτρος για τον Ευαγγελιστή Ιωάννη (Ιω. κα’ 21) —τι θα γίνει, δηλαδή, μ’ αυτόν;— το είπε «δεικνύων το φιλόστοργον», εξωτερικεύοντας την αγάπη του γι’ αυτόν.
Εμείς, όμως, το παίρνουμε και το χρησιμοποιούμε απλώς πληροφοριακά, γνωσιολογικά: «Τι θα γίνει με τους αλλόδοξους ή τους αλλόθρησκους;», χωρίς να ενδιαφερόμαστε ούτε για την δική μας σωτηρία! Η σωστή τοποθέτηση, λοιπόν, είναι: Με κάθε επιμέλεια να φροντίζουμε να σώσουμε την ψυχή μας και παράλληλα να ενδιαφερόμαστε να σωθούν και οι άλλοι εισερχόμενοι (ελεύθερα) στην Ορθόδοξη Εκκλησία, και όχι απλώς να μάθουμε εγκεφαλικά τι θα γίνει μ’ αυτούς.
π. Ιωάννη Κοστώφ: «Πίστη και Λογική»