του πατρός Ιωαννίκιου Μπάλαν
Ηλθε το καλοκαίρι του 1964. Τα γεγονότα του κόσμου διεξάγοντο με καλές προοπτικές για την Εκκλησία. Οι άνθρωποι επανέκτησαν τις ελπίδες τους για το αύριον. Τα Μοναστήρια, τα φρούρια αυτά της δισχιλιετούς ‘Ορθοδοξιας μας, προσηύχοντο σταθερά για την νίκη του Σταυρού του Χριστού.
Οι εκκλησίες ήταν όλες γεμάτες από Πιστούς, τα προσκυνήματα στα Μοναστήρια πολλαπλασιάσθηκαν, ενώ ο Θεός έδειχνε το Πρόσωπό Του σ’ εμάς τους αμαρτωλούς.
‘Ερχομουν από την πόλι Τίργκου Νεάμτς για το Μοναστήρι Συχαστρία, μέσω της Μονής Παλαιά ‘Αγαπια. Ηθελα να παρηγορήσω λίγο την μητέρα του π. Κλεόπα και να της φέρω κάτι από τα αναγκαία.
Οταν έφθασα στην πύλη της Μονής, η γερόντισσα ‘Αγαθη περίμενε να έλθη κάποιος προσκυνητής για να ομιλήση μαζί του. Οταν έμπαινε κάποιος στην αυλή της Μονής, η Γερόντισσα, χωρίς να τον γνωρίζει, τον ερωτούσε: « Ακουσε, παιδί μου! Δεν είδες τον Κλεόπα μου; Οι Πιστοί της έλεγαν: « Οχι, αδελφή, δεν τον γνωρίζω!»
Οταν ήρχοντο άλλοι Πιστοί να προσκυνήσουν, η Γερόντισσα τους επλησίαζε και τους ερωτούσε μετά δακρύων: «Μήπως είδατε τον Κλεόπα μου; Και αυτοί της απαντούσαν: «Δεν γνωρίζομεν, αδελφή, ποιός είναι. Δεν τον είδαμε!» Τότε η Γερόντισσα στενάζοντας, εσκούπιζε τα δάκρυά της πηγαίνοντας κάπου πιο πέρα.
Κατανοώντας τον μεγάλο πόνο της, την επλησίασα και της έδωσα λίγα δωράκια και της είπα με πραότητα:«Γερόντισσα ‘Αγαθη, μην ερωτάς τους ανθρώπους που είναι ο π. Κλεόπας, διότι αυτοί δεν γνωρίζουν που αυτός ευρίσκεται!
Τότε η Γερόντισσα μου είπε με δάκρυα πόνου:
– Εε, πάτερ ‘Ιωαννικιε, δεν ήσουν ποτέ μητέρα!. . .
Τα λόγια της μ’ εγέμισαν τα μάγουλα δάκρυα και, αφού επροσκύνησα στην εκκλησία, της είπα:
– Αφησε τα δάκρυα, γερόντισσα ‘Αγαθη, διότι ο π. Κλεόπας σε λίγο καιρό θα έλθη στην Συχαστρία! Μετά ανεχώρησα μέσω των βουνών για το Μοναστήρι μου.
Την δεύτερη ημέρα το απόγευμα η γερόντισσα ‘Αγαθη, κυριευμένη από πόθο να ιδή τον υιόν της, επήρε το ραβδί στο χέρι και, χωρίς να ειπή τόποτε σε κανέναν, εξεκίνησε μέσω του βουνού για την Συχαστρία. ‘Αλλα μόνη της και στην ηλικία των 88 ετών έχασε το μονοπάτι μέσα στο δάσος και το βράδυ συνάντησε ένα άνθρωπο και την έφερε σε ένα ορεινό καταφύγιο.
Δεν εγνώριζε όμως από εκεί ούτε να υπάγη προς την Συχαστρία, ούτε να επιστρέψη οπίσω στην Μονή της. ‘Εργατες του Καταφυγίου της έδωσαν ένα δωμάτιο να ξεκουρασθή την νύκτα. ‘Εκεινη την ώρα οι καμπάνες της Μονής ‘Αγαπια εκτυπούσαν ακατάπαυστα και όλες οι Μοναχές την αναζητούσαν στο δάσος. Μόλις την δεύτερη ημέρα το απόγευμα την ευρήκαν και την ερώτησαν:
-Πως έφθασες εδώ, αδελφή ‘Αγαθη;
– Ηθελα να υπάγω στην Συχαστρία, να ιδώ εάν ήλθε ο Κλεόπας μου! ‘Αλλα χάθηκα. Με ωδήγησε ένας άνθρωπος σ’ αυτό το Καταφύγιο και δεν ήξερα κατόπιν που να υπάγω.
– Ελα να σε οδηγήσουμε εμείς, αδελφή ‘Αγαθη!
Φθάνοντας στην Συχαστρία, η αδελφή ‘Αγαθη, επροσκύνησε τους τάφους των κοιμηθέντων παιδιών της Βασιλείου και Γερασίμου και, αφού έκλαυσε μόνη της αρκετά, σηκώθηκε, εφίλησε τον σταυρό, επροσκύνησε την εκκλησία και είπε στις ‘Αδελφες:
-’Απο τώρα πια ημπορώ να αποθάνω! ‘Αλλα δεν με αφήνετε να μείνω εδώ;
– Οχι, αδελφή ‘Αγαθη! Αϊντε να πάμε οπίσω στην Μονή μας.
– Αϊντε να πηγαίνουμε. . .
Μετάφρασις-επιμέλεια υπό Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτου
Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου
Άγιον Όρος Άθω 1999