Στην Εκκλησία γνώρισα σπάνιους ανθρώπους, με αρετή και αυθεντικότητα, καλοδουλεμένους, καλλιεργημένους, αληθινούς χριστιανούς, ευγενικές ψυχές,γνώρισα, τολμώ να πω, Αγίους.
Δεν συνάντησα τέτοιους γενικότερα στη ζωή μου. Ξεχώριζαν με διαφορά αυτοί οι χριστιανοί από άλλους ανθρώπους. Οφείλω να το ομολογήσω. Δεν είχα δεί σημεία ούτε θαύματα. Δεν τα χρειαζόμουν αυτά.
Για κάποιον όμως λόγο, δεν ήθελα η πίστη να μου φορεθεί, αλλά να μου προκύψει, δεν ήθελα να παρασυρθώ ούτε από λογικά επιχειρήματα υπέρ αυτής ούτε από την αρετή των πιστών. Δεν χρειαζόμουν ούτε αποδείξεις ούτε έμμεσα συμπεράσματα. Δεν έκανα το λάθος να την ψάξω στούς έξυπνους ή μορφωμένους ούτε στούς πετυχημένους ούτε στούς καλούς ούτε μέσα σε παράξενα γεγονότα ή σε φανταστικούς εντυπωσιασμούς. ΄Ηθελα να την βρώ καθαρή μέσα μου. Όχι κάπου αλλού. Ακόμη και η αγιότητα ή η καλωσύνη των χριστιανών ήθελα μόνο να με υποψιάσει ή να με εμπνεύσει, όχι να με υποχρεώσει να ακολουθήσω τον δρόμο της πίστης και της Εκκλησίας. Δεν θα έπρεπε η πίστη μου στόν Θεό να στηρίζεται στην εμπιστοσύνη μου σε ανθρώπους. Έπρεπε να είναι η δική Του φωνή μέσα μου.
Δεν ήθελα να επιτρέψω κανέναν και τίποτα να με βιάσει ψυχικά. Η πίστη στον Θεό θα άξιζε μόνο αν την συναντούσα στο κορύφωμα της ελευθερίας μου. Αυτή η ελευθερία ήταν το μεγαλύτερο δώρο πού ανεγνώριζα πάνω μου. Αν υπήρχε Θεός, Αυτός έπρεπε να μου το είχε δώσει, όχι για να ξεγελαστώ απολαμβάνοντας την εφημερότητά μου, ούτε για να ζαλιστώ από τις όποιες ικανότητες ή επιτυχίες μου, αλλά για να γνωρίσω την αλήθεια και στο κέντρο της να Τον συναντήσω.
Είναι αλήθεια ότι πόνεσα πολύ. Έκλαψα βουβά. Δεν ήθελα να παρασυρθώ. Η προσπάθειά μου αυτή ήταν μυστική, δεν μπορούσα να την κοινοποιήσω. Ο δρόμος μου μονήρης, κι ας ήμουν μικρό παιδί. Είχα τη συναίσθηση ότι αν την μοιραζόμουν, κανείς δεν θα με καταλάβαινε.
…Αυτόν τον πόνο της αναζήτησης δεν μπορούσα ποτέ να τον μοιραστώ με τούς χριστιανούς που ήξερα. Αυτοί θεωρούσαν την αμφισβήτηση αμαρτία. Νόμιζαν ότι είναι σίγουροι για όλα, ότι υπάρχουν απαντήσεις για τα πάντα. Έτσι τους είχαν μάθει. Μιλούσαν για μυστήριο σαν να γνώριζαν τα μυστικά και τις λεπτομέρειές του. Ίσως μόνο αυτοί. Έτσι όμως το κάνανε πολύ λογικό, πολύ μικρό, το απογύμνωναν απο την ομορφιά της μυστηριακής γοητείας του. Κατέστρεφαν την ελπίδα του. Δεν ήθελα να τούς μιμηθώ. Τούς ζήλευα για τον θησαυρό που υποψιαζόμουν πως κρατούσαν, για την ποιότητα του ήθους τους, αλλά όχι για την πίστη τους. Αυτή μου φαινόταν λάθος. Δεν είχε τη ζωή που εγώ έψαχνα, τη δύναμη που αναζητούσα, την ελευθερία που λαχταρούσα.
…Στην Εκκλησία βρήκα τη δύναμη που κρύβει η μετάνοια του αμαρτωλού. Και το έλεος του Θεού. Θέλησα να μαθητεύσω στον Ληστή του Ευαγγελίου, στην Πόρνη που έχυσε μύρο, στον Τελώνη, στον Άσωτο, στον Πέτρο όχι τη στιγμή της ομλογίας του, αλλά τότε που “έκλαυσε πικρώς”, στο ξεσχισμένο απο τη μετάνοια Παυλο. Στη Μάρθα που μεριμνούσε περί πολλά και στον Θωμά που ήθελε την αμεσότητα της ψηλάφησης. Αυτοί ήταν ανθρώπινοι. Αυτοί με συγκινούσαν πιό πολύ από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας. Το δάκρυ των μετανοούντων, περισσότερο από τη σκέψη των θεολόγων.
Από το βιβλίο ”ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΖΩΗ ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΗ ΖΗΣΩ”.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ