Πώς να μαζέψεις τον ήλιο μέσα σε μια μικρή καλύβα; Αυτά πού μου είπε ό παππούς δεν ήταν παρά μερικές σταγόνες από τον ωκεανό της ζωής του. Δεν ήταν παρά λίγοι κουβάδες νερό από μια υπέροχη δροσοπηγή.
Κι έπειτα μου ζητήθηκε απ’ αυτές τις σταγόνες κι απ’ αυτές τις ελάχιστες ακτίνες να δώσω στους συνανθρώπους μου. Αν τότε πού άνοιγα τις πόρτες και τα παράθυρα της ψυχής μου στον ήλιο του Θεού πού μου πρόσφερε ο παππούς δεν έγραφα ότι μου έλεγε, ειλικρινά σήμερα ο δισταγμός μου θα κατέληγε στην άρνηση να σάς μιλήσω για τον παππού.
Όμως, μια αδυναμία μου προσωπική, δηλαδή πώς αν δεν γράψω κάτι πού θέλω να το θυμούμαι για πάντα, δεν είναι σίγουρο πώς θα το κρατήσω στη μνήμη μου ζωντανό παντοτινά, μ’ έκανε να κρατώ πάντα ένα τετράδιο και συνέχεια να γράφω από την ώρα πού πήγαινα μέχρι την ώρα πού έφευγα κι ας είχα πάντα δύο μωρά να με περιτριγυρίζουν και να με ενοχλούν κι οπωσδήποτε μονίμως ένα στην αγκαλιά μου, πού στην καλύτερη περίπτωση κοιμόταν.
Όταν πήγαινα στον παππού, είχα τη συνείδηση πώς πήγαινα να μαθητεύσω σ’ ένα άνθρωπο, φορέα της Ορθόδοξης Παράδοσης και ζωής. Αυτός ήταν ο σκοπός της επίσκεψης μου. Ήξερα ότι ο παππούς πορευόταν προς την τελειότητα όμως δεν ασχολούμουν μέχρι πού έφτασε, αλλά ούτε είχα και έχω τις προϋποθέσεις να καταλάβω. Ενδεικτικό είναι το εξής:
Μια μέρα όταν μπήκα στο σπίτι του παππού, διάβαζε ένα βιβλίο. Εγώ ένοιωσα στο δωμάτιο μια υπέροχη μυρωδιά σαν ροδόσταγμα που ήταν διάχυτη παντού, σαν να υπήρχαν τόνοι ροδόσταγμα εκεί μέσα. Συνήθως μόλις έμπαινα φιλούσα το χέρι του, αλλά εκείνη την ήμερα τόσο πολύ ενθουσιάστηκα από τη μυρωδιά πού βγήκα αμέσως στη βεράντα του σπιτιού, όπου η θεία η Τρυφωνού (αδελφή του παππού) άπλωνε ρούχα, για να τη ρωτήσω με ποιά σκόνη πλένει τα ρούχα της και μοσχοβολούν για να πλένω κι εγώ στο σπίτι μου. Αλλά τα ρούχα δέ μύριζαν, οπότε ξαναμπήκα μέσα και είδα τον παππού να εξακολουθεί να διαβάζει, αλλά τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα.
Εγώ ξέχασα τη μυρωδιά κι έδωσα προσοχή να δώ τί θα μου έλεγε ο παππούς. Όταν μιλήσαμε αρκετά κι έφυγα, κλείνοντας την πόρτα του αυτοκινήτου και ξεκινώντας για το σπίτι μου, συνειδητοποίησα ότι εκείνη την ώρα η ευωδία του Αγίου Πνεύματος επισκέφθηκε τον παππού. Αυτό δέ τις τελευταίες ήμερες προ του θανάτου του και πολύς κόσμος και ιερείς το είχαν συνειδητοποιήσει. Μάλιστα μια ημερα πού πήγαμε να τον δούμε με το σύζυγό μου, μοσχοβολούσε όχι μόνο το σπίτι, μα κι απ’ έξω στην είσοδο της πολυκατοικίας, μια μυρωδιά πού θύμιζε το μύρο της Παναγίας της Μαλεβής.
Ο παππούς εφάρμοζε το «χαίρειν μετά χαιρόντων και κλαίειν μετά κλαιόντων». Δεν ήταν μόνο «πλήρης πίστεως» αλλά «και δυνάμεως». Ή δε ταπείνωση του ήταν ανεκλάλητη. Εφάρμοζε νύκτα και ήμερα το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε». Η δύναμη της θέλησης του να πολεμά την αμαρτία ήταν σαν βράχος. Παρ’ όλα τα γηρατειά του είχε δυνάμεις πνευματικές και ζήλο για το θεό και για τούς αγώνες τούς πνευματικούς και σθένος απερίγραπτο.Ο παππούς φλεγόταν, πυρπολείτο κυριολεκτικά, από το θείο έρωτα. Αγαπούσε το Χριστό με πάθος και του είχε βάλει σφραγίδα στην καρδιά του. Ολόκληρη η ζωή του ήταν ύμνος προς τον Τριαδικό Θεό.
Στις πιο κάτω γραμμές παραθέτω κατ’ επιλογήν αποσπάσματα από τα λόγια της σοφίας του γέρο – Παναγή πού κατά καιρούς κατέγραψα: Τα αποσπάσματα παρατίθενται στην κυπριακή διάλεκτο, πού ο παππούς χρησιμοποιούσε χωρίς επιτηδεύσεις:
«Αν θέλεις να σώσεις τον εαυτό σου να μην κάμεις άνθρωπο να κολαστεί. Και αν αγαπήσεις τον πλησίον σου, πάλιν τον εαυτό σου αγαπάς. Τον εαυτό μας αγαπούμε όταν θέλουμε τη σωτηρία του.
* * *
Στην πολυλογία ή έννά χουμιστεΐς ή έννά περηφανευτείς ή έννά κατακρίνεις. Ουδείς έσίγησε σιωπών, τα λλία λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι. Αυτός πού έχει την σιωπή, αν τον άρωτήσουν μπορεί να πει δύο λόγια προς δόξαν Θεού ή ωφέλεια ψυχών. Οι απαντήσεις του ένα ναι ή ένα όϊ, κι αν δεν θέλει, νεύκει.
Εμέ οι περίτου χαρές εν οι χαρές των άλλων.
Έπήαιτε στους πατέρες στο Σταυροβούνι; Έν τούτοι πού έννά κρατήσουν την Ορθοδοξία. Μέσα – νύκτα με τις προσευχές τους. Είμαστε φιλομόναχοι, τούτοι μας αρέσκουν Ότι και να ‘ναι ή στολή τους έχει σέβας. Είναι πατέρες μας.
Τετάρτη και Παρασκευή να μην δίνεις γάλα στα παιδιά. Είναι σαν θεμέλιο τούτο. Από μιτσής βάζει προζύμι. Πού είμαστε μικροί ή μάνα μας, μας έβαζε έστω και με το ζόρι να κάνουμε τρεις μετάνοιες και να σταυρώνουμε το μαξιλάρι μας. Εκείνο πού ήξερε. Να βάλλουν τα παιδιά το σταυρό τους μετά το φαΐ.
Τα παιδιά άμα εύρουν έτοιμα και χαζίρικα, κι εκείνα κολάζονται πού τα βρίσκουν, και εμείς πού τα βλέπουμε και τα έσωρέψαμε. Το μέλλον άδηλον. «Ζητείτε την βασιλείαν τού Θεού, και πάντα ταύτα προστεθήσεται ύμίν».
Όταν κλείσεις τα μάτια σου και αναλογιστείς τον Χριστόν μπροστά σου είναι αδύνατο να μην κλάψης. Αν πεις για την άμαρτωλότητά σου… ήντα για ένα πλάσμα να ‘ρτη σπίτι σου, πού το αγαπάς, και να ‘ρτη άξιππα.. πόση χαρά! Ήρτα πάλι Χριστέ μου, μή με βαρεθείς, μη με διώξεις, μη με αποστραφείς αν και φτωχός και διακονιάρης, έστω και κόμη βαρύκοος, κι ας σε πρόσβαλα, κι ας σού παράκουσα, έρχομαι ταπεινωμένος, εκλιπαρώ το έλεος σου, ζητώ την χάριν σου, μη με αποστραφείς.
Κι αν μου πρέπει τιμωρία, δέχουμαι, πατρικά πού ξέρεις και τιμωράς και διορθώνεις. Στάλαξε στην καρδιά μου το έλεος της ευσπλαχνίας σου.
Ό θείος έρωτας… ήντα ένας ερωτευμένος αραδιάζει τσιατιστά στην ερωμένη του. Ό θείος έρωτας εν έχει; Τούτοι πού έκαμαν τα εγκώμια; Το Πνεύμα το Άγιο τούς φώτισε. Οι Απόστολοι, μιαν έβραζαν, μιαν έκρυανίσκαν. Όταν πήραν την χάρη τού Αγίου Πνεύματος, πλήθος από χαρίσματα θαύματα, ερμηνείες γλωσσών. Πρώτα το Άγιο Πνεύμα και ύστερα τα χαρίσματα. Ή προσευχή, ή νηστεία, ή εγκράτεια είναι τα μέσα να αποκτήσουμε το Άγιο Πνεύμα. Και τη χάρη πού μάς δίδει ό Θεός αν δεν την κρατήσουμε και τη διώξουμε θα μείνει; Ό πρώτος εχθρός τού εαυτού μας είναι ό εαυτός μας. Την καρδιά μας θα την καθαρίσουμε με τα δάκρυα
Εκείνα πού δεν ξέρουμε είναι πολλά’ παραπάνω από εκείνα πού ξέρουμε.
— «Τούτον ήντα το έχεις;» (μού έδειξε το ρολόι μου ό παππούς). Εν το ρολόι μου, βλέπω την ώρα. Τζιαί κάθε ώρα βλέπεις το, γιατί βιάζεσαι, καρτερούν σε… έχεις έννοια Το ίδιο και με το θάνατο, καρτερούν μας να ενωθούμε με το Θεό, τον Πατέρα μας. Να το καρτερούμε, να έχουν έννοια, κι όχι όταν έλθει να μάς βαρυφανεί, αλλά να τον περιμένουμε με χαρά, διότι δακάτω εν μάς άφήννουν πολλά να ενωθούμε μαζί Του. Να τον έχουμε σαν τη δαμόκλειο σπάθη. Ξέρεις ήντα μπού ‘ναι; Ήταν ένας παράλυτος πλούσιος πού είχε από πάνω του ένα σπαθί δεμένο πάνω σε μια τρίχα Χα-χα-χα να πέσει. Έτσι και ό θάνατος. Έχουμε τιπόζιτα, άμα δεν έχει νερό. Κάθε τι καλό να το κρατούμε πού μάς το γνώρισε ό Θεός. Ήντα γυρεύκουν την καλύτερη πάγκα να βάλουν τα λεφτά τους οι άνθρωποι; Να ζούμε στη γη, αλλά ό νους μας να είναι στον ούρανόν… ημών το πολίτευμα εν ούρανοϊς υπάρχει…».
Μακάριος εκείνος πού κάμνει τα θελήματα τούς άλλους. Το κυριότερο είναι να κόψουμε τα θελήματα μας. Κόμα να μεν μαραζώνεις και να χαίρεσαι, διαφορετικά έρχεται σαν ισχυρογνωμοσύνη, ότι εσύ τα ξέρεις όλα. Ενώ τα λες εσύ: μπορεί να ‘ναι εκείνου το θέλημα σωστό. Ένας πού αγαπά πολύ τον άλλο φήννει τον να γίνει το θέλημα του.
Τζιαί σύντομα να πολογιάζεις τούς λογισμούς. (Να τού λες) «τούτον εν δικό σου, πιάστο και ύπαγε…» στάς πρωίας μόλις φανούν. Ειδεμή λλίολίο σε παίρνει με την πάντα του: τσουλλώνεις, κρόνεσαι. Και πάντοτε με επιφύλαξη και αυτού τού εαυτού μας να μην τού εμπιστευθούμε.
Προσευχές έγραψαν οι Πατέρες και ήβραμε εμείς έτοιμες και λαλούμε πώς εν ήβρίσκουμε καιρό να τές διαβάσουμε. Ουλη μέρα ό νους σου, σαν κάμνεις τές δουλειές σου και ουλη νύκτα, ώσπου να σε πάρει ό ύπνος, ή τζιαί δκυό λεπτά να ξυπνήσεις προσεύχεται – Μη κραιπάλαις και μέθαις και μερίμναις βιοτικές. Μην μπλέκεσαι λέει σε πολλές μέριμνες. Ενώ οι πιο πολλές δουλειές πού εν εύκολες και δεν χρειάζονται προσήλωση μπορείς να τές κάμνεις και να προσεύχεσαι κιόλα, διότι ή πολλή προσοχή δίνεται στην προσευχή, και ένα μικρό μερτικό της προσευχής πάει σε εκείνες. Το πρωί άσσέ και δύο λεπτά, δκυό λόγια (έκλεισε τα μάτια του και έβαλε το σταυρό του).
Ό διάβολος μάς πειράζει με πονηριά (πλάνος – πονηρός υποκριτής, δόλιος – χαμαιλέων τον λένε) όπως την αλεπού, πονηρός. Μια αλεπού έφαε πολλά άρνούδκια, εν μπορούσε να περάσει πάνω από το φράκτη, έκαμε την ψοφισμένη. Έκλώτσησέ της εν λαχτα ξανά, τίποτε. Έπιασέν την πού το νοϋρο, επέταξε την και κείνη τρέχει…
Ενόσω έχει το καντήλι λάδι, ποντικός δεν το πειράζει. Μετά, όταν τελειώσει το λάδι, με τον καπνό πού βκάλλει όταν σβήσει έρχεται ό ποντικός δακκάννει το φιτίλι, μπορεί να σπάσει το καντήλι. Ενόσω έχουμε δύναμη και διαβάζουμε και προσευχή κάνουμε. Μετά όταν σβήσει το καντήλι χωρίς φωτιά βγαίνει καπνός, δεν δουλεύει το μυαλό, έρχεται ό ποντικός, (ό διάβολος) να πιάσει την ύπαρξη μας, σπάζει το καντήλι. Το λάδι είναι το Άγιο Πνεύμα
Είσαι παντρεμένος, μεν θωρείς τούς μοναχούς. Πολλές γυναίκες έ-χαμνηθήκαν θρησκεία – θρησκεία δεν πομεινίσκουν τού ανδρός τους και εκείνοι τα αφήνουν όλα και γίνονται ανήθικοι. Ενώ μέτρο… Έκ συμφώνου, αγαπημένοι, μονόουλα ούλλα εν σώμα, το αυτό πνεύμα.
* * *
Όταν είμαστε άρρωστοι συμμαχεί το σώμα με τον εναντίον (τον διάβολο) εναντίον της ψυχής. Βάλλει τον άρρωστο να γογγύσει εις άπόγνωσιν, άπελπισίαν: «Μα εν τώρα; έχει τόσες ήμερες πού είμαι ππέσοντα» …πώς ήταν να πάμε εκκλησία ενώ πούμαστε καλά εν τζιαί βοηθούμεν ή πάμε εκκλησία Θέλει να κλέψει την υπομονή μας, και να μας φταιν και ό Θεός και εκείνοι πού μάς σάζουν. Ενώ να δοξάζουμε τον Θεόν στην αρρώστια, μπαίνει και έπαινος και στέφανος. Λαλεί ό Θεός: Πώς δεν μπορείς να βοηθήσεις κανενού, κάμνω το εγώ. Πώς δεν μπορείς να πάς στην εκκλησία ξέρω το. Τούτο το αγώνισμα πού σου έβαλα θέλω.
Ρωτάς με πώς γίνεται κάποιος Άγιος. Εγώ εν ήξέρω. Πες μου για αμαρτωλούς να^ σού πω. Οι Άγιοι ένήστευαν, αγρυπνούσαν, είχαν κακουχίες. Δεν είδαν Αγίους να τρών, να πίνουν, να διασκεδάζουν… νηστείες, εγκράτειες, χαμευνείες, προσευχές. Ή ταπείνωση, πραότητα υπομονή, ευσπλαχνία αγιάζουν και τούτα.
Πώς βοηθούμαστε να γίνουμε Άγιοι σαν σύζυγοι; ‘Ανεχόμενοι αλλήλων εν αγάπη. Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε και ούτως αναπληρώσετε το νόμο τού Χριστού. Ανοχή σε οτιδήποτε ιδιοτροπίες, θυμούς, λόγια; Πολλές γυναίκες έσωσαν και τούς άντράδες τους. Ό σύντροφος είναι σώμα δικό μου, δεν γίνεται με γινάθκια, ψυχρότητες και θυμούς προχωρεί το κακό. Τίνος έναντιώνουμαι; Του εαυτού μου. Αντρόγυνο, αδέλφια και γειτόνους αγαπημένους αγαπά τους ό θεός. Έτσι δέ γεννιούνται ζητήματα, πάσι σύμφωνα., σύμφωνα «Όπου δύο η τρεις συνηγμένοι εις το έμόν όνομα είμαι κι εγώ». Γαλήνη, ηρεμία. Εάν δύο συμφωνήσουν σε όλα ότι μου ζητήσουν το κάμνω, λέει ό Θεός. Άμα αρχίσεις τούτο το δρόμο, πιάστον συνέχεια Ενώ είναι δύσκολο να σταματάς και να ξεκινάς και πάλι.
Την καρκιάν μας θέλει ό Θεός, εμάς θέλει. Για σάς έθυσιάστηκα λέει. Όπως τα άγγονούθκια πού τούς στέλλει ή μάνα τους να πάρουν φαγητό τού παππού. «Μα έγιώ εν θέλω φαγιά, θέλω τη μάνα σας» λέει ό παππούς… Κάμνουμε γιορτάες, δώρα για το Θεό. Εκείνος, όμως, λέει: εγώ εσάς θέλω».
ΓΕΩΡΓΙΑ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ
Θεολόγος