Του Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
῾᾽Εν παντί θλιβόμενοι αλλ᾽ ου στενοχωρούμενοι᾽ (Β´ Κορ. 4, 8)
α. ῾Η εορτή τού οσίου Ευθυμίου τού μεγάλου αποτελεί τήν αιτία τής επιλογής τού συγκεκριμένου αποστολικού αναγνώσματος τής Κυριακής ΙΒ´ Λουκά. Οι άγιοι Πατέρες μας δηλαδή πού καθόρισαν τά αναγνώσματα είδαν ότι τό ανάγνωσμα από τή Β´ πρός Κορινθίους επιστολή τού αποστόλου Παύλου φωτίζει κι εξηγεί τήν αγιασμένη ζωή τού οσίου – κι όχι μόνον αυτού βεβαίως – πού … σημαίνει ότι κατά τά λόγια τού αποστόλου ο όσιος γνώρισε μέ φωτισμό Θεού στήν καρδιά του τόν Κύριο ᾽Ιησού Χριστό καί Τόν ακολούθησε επακριβώς ζώντας τόν Σταυρό καί τήν ᾽Ανάστασή Του.
Στοιχείο μάλιστα τής σταυροαναστάσιμης ζωής του, όπως πρώτα από όλα τών αποστόλων, ήταν καί τό γεγονός ότι οι θλίψεις πού ως άνθρωπος αντιμετώπισε κατά τό πρότυπο τού Χριστού ήταν τέτοιες πού δέν μπόρεσαν νά τόν κάμψουν, νά τόν οδηγήσουν δηλαδή σέ εσωτερικό αδιέξοδο καί στενοχώρια αγωνιώδη. Κατά τόν λόγο τού αποστόλου ῾εν παντί θλιβόμενοι αλλ᾽ ου στενοχωρούμενοι᾽.
β. 1. Κι είναι πράγματι γεγονός αναντίρρητο ότι η θλίψη συνιστά στοιχείο τής ζωής όχι μόνο τού εν Χριστώ ζώντος ανθρώπου, αλλά καί κάθε ανθρώπου διαχρονικά καί όπου γής. Δέν υπάρχει δηλαδή άνθρωπος ο οποίος μπορεί νά καυχηθεί ότι η θλίψη είναι πράγμα άγνωστο γιά εκείνον. ῞Οπως δέν υπάρχει θαλασσινό νερό χωρίς αλάτι, κατά τόν ίδιο τρόπο δέν υπάρχει ζωή στόν κόσμο τούτο χωρίς θλίψη. Δέν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο λόγος τού Θεού χαρακτηρίζει τόν κόσμο τούτο πού ο Θεός επέτρεψε νά βρεθούμε ως ῾κοιλάδα πένθους καί δακρύων᾽.
Κι αιτία γι᾽ αυτό είναι όχι ασφαλώς η θέληση τού πανάγαθου καί πανοικτίρμονος Θεού, αλλά η κακή χρήση τής ελευθερίας τού ανθρώπου, ο οποίος παρ᾽ όλη τήν προειδοποίηση τού Δημιουργού του νά μήν παρακούσει τήν εντολή Του, γιατί διαφορετικά θά εισέπραττε τό τίμημα τής ανυπακοής: τόν ίδιο τόν θάνατο, εκείνος θέλησε νά κινηθεί αυτόνομα καί ανεξάρτητα από τόν Δημιουργό. Τό αποτέλεσμα βεβαίως ήταν τραγικό: ο άνθρωπος βρέθηκε μακριά από τόν Θεό, δηλαδή μακριά από τό φώς, τή ζωή καί τή χαρά, μέσα στήν καταχνιά τών παθών του, έρμαιο τού πονηρού καί υποκείμενος στή φθορά, τή θλίψη, τόν θάνατο.
῾Ο Θεός τόν είχε δημιουργήσει γιά νά μετέχει στήν ευτυχία Του, εκείνος τελικά διάλεξε τήν καταστροφή του. ῾Διά τής αμαρτίας ο θάνατος᾽. ῾Θλίψις καί στενοχωρία παντί τώ εργαζομένω τό κακόν᾽.
2. ᾽Ενώ όμως η θλίψη ως αποτέλεσμα τής αμαρτίας αποτελεί πιά τόν κοινό κλήρο κάθε ανθρώπου, η αντιμετώπισή της διαφοροποιείται ανάλογα μέ τήν ερμηνεία στήν οποία προβαίνει ο άνθρωπος καί τίς εσωτερικές δυνάμεις πού διαθέτει. Κι εδώ ακριβώς έρχεται ο λόγος ευρύτερα τού ευαγγελίου τού Κυρίου, ιδιαίτερα σήμερα ο λόγος τού αποστόλου Παύλου. ῾Πάντοτε τήν νέκρωσιν τού Κυρίου ᾽Ιησού εν τώ σώματι περιφέροντες, ίνα καί η ζωή τού ᾽Ιησού εν τώ σώματι ημών φανερωθή᾽. Συνεχώς υποφέρουμε σωματικά μετέχοντας έτσι στόν θάνατο τού Κυρίου ᾽Ιησού, γιά νά φανερωθεί στό πρόσωπό μας η ζωή τού αναστημένου ᾽Ιησού.
῾Η θλίψη δηλαδή εν Χριστώ κατανοείται ως μετοχή στόν Σταυρό τού Κυρίου, συνεπώς λειτουργεί ως παιδαγωγία πού οδηγεί στή βίωση τής ᾽Αναστάσεώς Του. Κι αυτό μέ τό δεδομένο τής συσσωματώσεώς μας σέ Αυτόν διά τού αγίου βαπτίσματος. Μέ άλλα λόγια τό μέλος τού Χριστού ως προέκταση ᾽Εκείνου, συνεπώς καί μέ τίς δυνάμεις ᾽Εκείνου, δέν μπορεί νά υπερβεί τή ζωή Του: τόν Σταυρό καί τό πάθος. ῾Ει εμέ εδίωξαν καί υμάς διώξουσι᾽. ῾Διά πολλών θλίψεων δεί υμάς εισελθείν εις τήν Βασιλείαν τών Ουρανών᾽. Μέσα πιά από αυτό τόν Σταυρό καί τό Πάθος οδηγείται κανείς στήν ᾽Ανάσταση καί συνεπώς στή σωτηρία. ῾Χριστιανός εστί μίμημα Χριστού κατά τό δυνατόν ανθρώπω᾽ (άγιος ᾽Ιωάννης τής Κλίμακος).
3. Μέ τά παραπάνω είναι ευνόητο αυτό πού σημειώνει ο απόστολος ως συνέχεια τών θλίψεων στή ζωή τού χριστιανού: ῾εν παντί θλιβόμενοι αλλ᾽ ου στενοχωρούμενοι᾽. Θλίψη ναί, όχι όμως στενοχώρια. Γιατί ακριβώς υπάρχει η διέξοδος πού δίνει ο Κύριος, ο ῾Οποίος είναι πάντοτε η θύρα διαφυγής. ῾Η θλίψη συναντά τή στενοχώρια καί τό αδιέξοδο εκεί πού δέν υπάρχει η πίστη στόν Χριστό καί τήν ᾽Ανάστασή Του. ῾Ο άπιστος δηλαδή πού κινείται επίπεδα καί οριζόντια στόν κόσμο τούτο, έχοντας διαγράψει τόν Θεό από τή ζωή του, πράγματι ῾πνίγεται᾽ μέσα στίς θλίψεις καί τίς δοκιμασίες, γιατί δέν έχει πού νά καταφύγει.
Τό πολύ πολύ νά τό ῾ρίξει᾽ στίς διασκεδάσεις, στά ποτά, στά ναρκωτικά, πράγματα πού επιτείνουν τό αδιέξοδο, γιατί δέν γεμίζουν τήν καρδιά του. Τό ῾έσκασε από τή στενοχώρια του᾽ πού ακούμε πολλές φορές γιά κάποιον, πράγματι τό κατανοούμε καί συμπάσχουμε, αλλ᾽ είναι καρπός απιστίας.
Γιά τόν χριστιανό λοιπόν δέν υπάρχει στενοχώρια ως έλλειψη διεξόδου, γιατί ενεργεί μέσα στήν καρδιά του η χάρη τού βαπτίσματος, η ενέργεια τού Τριαδικού Θεού. Θά έλεγε μάλιστα κανείς ότι όσο μεγαλύτερη είναι η θλίψη καί η δοκιμασία, τόσο καί περισσότερο πλαταίνει τήν καρδιά τού πιστού, γιατί τόν σπρώχνει ακόμη περισσότερο στήν αγκαλιά τού Χριστού. ῎Αλλωστε ῾η βασιλεία τού Θεού ουκ έστιν ώδε ή ώδε, αλλά εντός ημών εστι᾽ κατά τόν λόγο τού Κυρίου.
῾Ο απόστολος Παύλος δέν σημειώνει κι αλλού ότι ῾ουκ άξια τά παθήματα τού νύν καιρού πρός τήν μέλλουσαν εις ημάς αποκαλυφθήναι δόξαν;᾽ ῞Ο,τι υφιστάμεθα εδώ ως θλίψη καί δοκιμασία καί τό υπομένουμε ως μέλη Χριστού, αυτό μάς ετοιμάζει δόξα στόν ουρανό πού δέν μπορούμε νά τή φανταστούμε.
4. ᾽Εκείνο πού επιβεβαιώνει ακόμη περισσότερο τήν αλήθεια αυτή είναι αφενός τό γεγονός ότι ο Κύριος μέσα στά πλαίσια τής εν απείρω αγάπη πρόνοιάς Του δέν πρόκειται νά μάς αφήσει νά θλιβούμε καί νά πειραστούμε παραπάνω από όσο αντέχουμε, ανοίγοντας ταυτοχρόνως καί τήν κατάλληλη διέξοδο – ῾ουκ εάσει υμάς πειρασθήναι υπέρ ό δύνασθε, αλλά ποιήσει σύν τώ πειρασμώ καί τήν έκβασιν τού δύνασθαι υμάς υπενεγκείν᾽ (απόστολος Παύλος) – αφετέρου τό γεγονός ότι, όπως βεβαιώνουν οι άγιοι Πατέρες μας, πρίν επιτρέψει τήν όποια θλίψη καί δοκιμασία ο Θεός μάς δίνει κρυφά στηρίγματα γιά νά αντέξουμε.
Πρώτα δίνει τά στηρίγματα καί τίς δυνάμεις, πράγματα πού δέν συνειδητοποιούμε τότε πού τά δίνει, κι έπειτα παραχωρεί τή δοκιμασία ως συμμετοχή, καθώς είπαμε, στόν Σταυρό Του.
῎Ας δούμε γιά παράδειγμα πώς διατυπώνει τήν αλήθεια αυτή ο μεγάλος ασκητικός διδάσκαλος άγιος ᾽Ισαάκ ο Σύρος: ῾Δέν έρχεται ο πειρασμός, εάν πρώτον η ψυχή δέν ήθελε δεχθή κρυπτώς δύναμίν τινα υπέρ τό μέτρον αυτής υπό τής χάριτος τού αγίου Πνεύματος. Μαρτυρεί δέ τούτο ο πειρασμός τού Κυρίου, επίσης καί οι πειρασμοί τών αποστόλων, οίτινες δέν παρεχωρήθησαν νά εισέλθωσιν εις πειρασμούς, ει μή ότε εδέχθησαν τό πανάγιον Πνεύμα. Διότι όσοι απολαμβάνουσιν τά καλά, αρμόζει εις αυτούς νά υπομένωσι καί τούς πειρασμούς αυτών τών καλών.
᾽Επειδή τό καλόν συνοδεύεται υπό θλίψεως. Ούτως αρέσκει εις τόν πάνσοφον Θεόν νά πράττη εις όλα αυτού τά έργα. Καί εάν τό χάρισμα προηγείται τού πειρασμού, αλλ᾽ η αίσθησις τών πειρασμών προηγείται τής αισθήσεως τού χαρίσματος, ίνα δοκιμασθή η ελευθερία τού ανθρώπου. ᾽Επειδή η χάρις δέν προλαμβάνει νά γίνη επαισθητή είς τινα, πρό τού αυτός νά γευθή τήν πικρίαν τών πειρασμών. Καί προηγείται μέν η χάρις εις τόν νούν, αλλ᾽ αργοπορεί νά φανερωθή η ενέργεια αυτής᾽.
γ. Μήν ταλαιπωρούμαστε μέ σκέψεις γιά εξεύρεση υπέρβασης τών θλίψεων καί τών πειρασμών. Είναι μέσα στή ζωή μας καί γιά εμάς τούς χριστιανούς είναι τά σκαλοπάτια ανόδου μας στή Βασιλεία τού Θεού. ῎Αν θέλουμε νά μάθουμε πότε προχωρούμε πνευματικά, αυτό άς έχουμε ως σημάδι: τόν ερχομό αυτών τών θλίψεων καί τών πειρασμών. ῾᾽Επειδή όσον περιπατών προχωρείς εις τήν οδόν τής βασιλείας τού Θεού καί πλησιάζεις εις Αυτόν, έχε τό εξής σημείον: σοί απαντά η δύναμις τών πειρασμών.
Καί όσον προχωρείς καί προκόπτεις, τόσον καί οι πειρασμοί αυξάνουσι καί διεγείρονται κατά σού…Διότι κατά τό μέγεθος τής θείας χάριτος φέρει ο Θεός εις τήν ψυχήν καί τάς θλίψεις τών πειρασμών᾽ (Όσιος ᾽Ισαάκ ο Σύρος).