Θεολογικός λόγος
Ο Σάββας Αλεξάνδρου εξηγεί την κατά Θεόν ησυχία στην ορθόδοξη θεολογική σκέψη.
«Είναι γεγονός ότι ο σύγχρονος άνθρωπος υποφέρει από τη λεγόμενη κρίση ταυτότητος. Αγνοεί δηλαδή τον βαθύτερο εαυτό του και αυτό εξαιτίας της φοβερής εξωστρέφειας που τον χαρακτηρίζει. Οι μέριμνες του βίου τούτου τον αναγκάζουν να διαχέεται διαρκώς προς τα έξω. Γι’ αυτό ακριβώς και ο Άγιος Δωρόθεος θα πει: «άνθρωπος πολυμέριμνος, πράος και ησύχιος γενέσθαι ου δύναται». Ο άνθρωπος που διαρκώς εμπλέκεται μόνο με ό,τι σχετίζεται με την υλική διάσταση της ζωής και έχει πολλές φροντίδες και μέριμνες, οπωσδήποτε είναι αγχώδης και δεν μπορεί να ησυχάσει ούτε μπορεί να έχει την αρετή της πραότητας στη ζωή του.
Στην προκειμένη περίπτωση οι Πατέρες πιστεύουν πως ο άνθρωπος όντας διφυής ύπαρξη πρέπει και με θέματα αυτού του βίου να ασχολείται αφού ως υλική υπόσταση πρέπει να επιβιώσει, όμως και ως ψυχή συνάμα, στο μέτρο του δυνατού πρέπει να επιδιώκει την κατά Θεόν ησυχία η οποία γι’ αυτούς αποτελεί μέσον αναγωγής προς τον Θεό. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, δίνοντας τη θεολογική διάσταση της ησυχίας, την οποία ο ίδιος αποκαλεί ερημία, παρατηρεί: «την ερημίαν εγώ πάντων μάλιστα ησπασάμην και ταύτην εγώ ως συνεργό θείας αναβάσεως και θεοποιόν ηράσθην και πάντων των εν τω βίω προεστησάμην». Την ησυχία εγώ θεώρησα ως το πιο σπουδαίο πράγμα γιατί πιστεύω πως βοηθά τον άνθρωπο στο να ανέβει πνευματικά και ουσιαστικά δέχομαι πως αυτή τον καθιστά Θεό κατά χάρη.
Ο Μέγας Βασίλειος πάλι, από την πλευρά τη δική του, θα τονίσει πως η κατά Θεόν ησυχία σε συνδυασμό με την πνευματική μελέτη αποτελούν αιτία φωτισμού της διάνοιας του ανθρώπου. Λέει χαρακτηριστικά: «ουδέν ούτως πέφυκεν σκοτίζειν την διάνοιαν ως η πονηρία και ουδέν ούτως πέφυκεν φωτίζειν την διάνοιαν ως η ανάγνωσις εν ησυχία». Ο ίδιος θα τονίσει εμφαντικά πως ο άνθρωπος που λειτουργεί αφαιρετικά ως προς τα υλικά αγαθά και δεν προσκολλάται σε εφήμερα πράγματα, όντας εν ησυχία στρέφει τον νου προς τον εαυτό του και με τη χάρη του Θεού ελλάμπεται μέσα στο θείο άκτιστο φως. «Νους μη σκεδαννύμενος επί τα έξω, μηδέ υπό των αισθητηρίων προς τον κόσμο διαχεόμενος, προς εαυτόν επάνεισιν και δι’ αυτού προς την του Θεού έννοιαν αναβαίνει κακείνω τω Θείω φωτί ελλαμπόμενος πάντοτε».
Στην ορθόδοξη θεολογική σκέψη η πνευματική μελέτη βοηθά τον άνθρωπο στην επίτευξη της κατά Θεόν ησυχίας. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα επισημάνει: «διά της μελέτης του θείου λόγου, θέρμη εγγίνεται τη καρδία ήτις ως μυίας αποσοβεί τους πονηρούς λογισμούς και ειρήνην πνευματική και παράκλησιν εμποιεί την ψυχή». Δηλαδή με τη μελέτη του θείου λόγου η καρδιά θερμαίνεται και σαν μύγες αποδιώχνει από αυτήν τους πονηρούς λογισμούς. Δηλαδή τις κακές και αρνητικές σκέψεις. Και τότε γεννιέται σε αυτήν η πνευματική ηρεμία και η παρηγοριά.
Είναι γνωστή η θέση του οσίου Στάρετς Παΐσιου Βελιτσκόφσκι που μετέφρασε τη Φιλοκαλία στα Σλαβονικά. Υπήρξε ηγούμενος της μεγάλης Μονής Νεάμιτς στη Ρουμανία και όταν κάποτε ρωτήθηκε από τους μοναχούς της συνοδείας του γιατί διάβαζε με τόσο πάθος, απάντησε: «με άλλους από εσάς όταν έρχεστε στο κελί μου προβληματίζομαι, με άλλους χαίρομαι, με άλλους στεναχωριέμαι, αλλά σαν φύγετε και πάρω στα χέρια μου ένα βιβλίο και αρχίσω να μελετώ νιώθω τόση ησυχία και ηρεμία, ως και να βρίσκομαι στην έρημο του Ιορδάνη, τόση ησυχία νιώθει η ψυχή μου».
[irp posts=”336406″ name=”Πως βαραίνουν οι ψυχές στον άλλο κόσμο”]
Η κατά Θεόν ησυχία λοιπόν έχει σωτηριολογικές προεκτάσεις αφού βοηθά τον άνθρωπο να βυθοσκοπήσει τον εαυτό του και να αγωνιστεί έτσι ενάντια στα πάθη του. Με αυτό το σκεπτικό ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος στα «Ασκητικά» του θα τονίσει: «αγάπησον την αργίαν της ησυχίας υπέρ του εμπλήσαι πεινώντας εν τω κόσμω ή επιστρέψαι έθνη εις προσκύνησιν Θεού». Δηλαδή αγάπησε περισσότερον την κατά Θεόν ησυχίαν και θεώρησε την πως από πνευματική άποψη στέκει πιο ψηλά από το να ασχολείσαι με την εξωτερική ιεραποστολή ή με θέματα ανθρωπιστικά.
Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο ο νηπτικός αυτός πατέρας της εκκλησίας μας θα χαρακτηρίσει τον άνθρωπο της κατά Θεόν ησυχίας ως το άλας της γης: «Ει ζητείς το άλας το επί της γης, ιδού άνθρωπος ησύχιος και ευθύς».
Στην ορθόδοξη πατερική σκέψη, η κατά Θεόν ησυχία βοηθά τον άνθρωπο να γίνει αυθεντικό πρόσωπο. Δηλαδή ον που κοινωνεί διά της αγάπης με όλους. Ο άγιος Νείλος λέει χαρακτηριστικά πως ο μοναχός που βιώνει σε ύψιστο βαθμό την κατά Θεόν ησυχία, ενώ ουσιαστικά ζει μόνος, νιώθει να είναι ενωμένος με όλους. Θα πει: «μοναχός εστίν ο από πάντων χωρισθείς και πάσι συνηρμοσμένος».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, που έχοντας καταφέρει τη θέωση και τον αγιασμό στην ησυχία του Αγίου Όρους, έγινε αυθεντικό πρόσωπο που ανάπαυσε με την αγάπη, τα θαύματα και τον λόγο του χιλιάδες ανθρώπους. Έλεγε συγκεκριμένα για μια περίπτωση θαυμαστής διάσωσης νέου από τροχαίο από τον ίδιο και τα ακόλουθα: «το μόνο που μπορώ να κάνω είναι με πόνο, ταπεινά να εύχομαι όλη τη νύκτα για όσους βρίσκονται στους δρόμους και κινδυνεύουν. Ο καλός Θεός λοιπόν που αγαπά τα παιδιά του, παίρνει αφορμή από τη δική μου προσευχή και ενεργεί εκείνος».