ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ: Στον κόσμο που ζούμε ένα πράγμα είναι βέβαιο· ο θάνατος! Κάποια στιγμή, όλοι μας, θα αφήσουμε αυτή τη ζωή. Βιολογικά, θα πάψουμε να υπάρχουμε.
Όλα τα ωραία του κόσμου τούτου χαρακτηρίζονται από τη σφραγίδα της φθοράς, της αστάθειας, της αβεβαιότητας. Όπου κι αν στρέψεις το βλέμμα σου θα δείς, κυρίαρχο στοιχείο τη ρευστότητα.
Ακόμη και η δική μας παρουσία επάνω στη γη είναι μία περιπλάνηση. Ζούμε χωρίς μόνιμη κατοικία. Στο σπίτι που εσύ τώρα ζεις, θα σε διαδεχθή κάποιος άλλος, όπως και εσύ διαδέχθηκες τον προκάτοχό του. Το αληθινό μας σπίτι είναι κάπου αλλού. Στον ουρανό. Και να, το παράξενο· δεν ξέρουμε πότε θα αναχωρήσουμε, πότε θα ακούσουμε τη φωνή του Πατέρα μας να μας καλεί να γυρίσουμε στο σπίτι Του, στο σπίτι μας.
Πόσο όμορφη είναι η ζωή! Τι γλυκειά που είναι η ζωή! Όλοι μας έχομε ανάγκη και από λίγη αναψυχή, λίγη «χαλάρωση», για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε αυτό το επίγειο προσκύνημά μας. Βέβαια, με τη «χαλάρωση» δεν εννοώ την αμαρτωλή διασκέδαση, ούτε τη σπατάλη.
Για ρίξε μια ματιά στον άνθρωπο που κατάλαβε που βρίσκεται η πραγματική χαρά. Γι’ αυτόν, αναψυχή είναι το ζεστό περιβάλλον της οικογένειάς του και η ανέμελη ζωή της απλότητας.
Όμως, όσο αθώα κι αν ζει κανείς, απολαμβάνοντας την ομορφιά της ζωής και τα ωραία του κόσμου, διατρέχει τον μέγιστο κίνδυνο· να λησμονήσει την αληθινή του πατρίδα, το πατρικό του σπίτι.
Γι’ αυτό, ο πανάγαθος Πατέρας βλέποντας το παιδί Του μέσα στη χαρά της ζωής να αποπροσανατολίζεται, θέλοντας να συμμετέχει και αυτός στη χαρά του, του προσφέρει το δικό Του ποτό· ένα μείγμα, δικής Του κατασκευής. Του ανακατεύει: τα χαρούμενα με τα λυπηρά, τα ευχάριστα με τα δυσάρεστα, τα γλυκά με τα πικρά.
Γι’ αυτό, και εσύ αδελφέ, μην κάνεις το λάθος και απελπίζεσαι, όταν στην πορεία της ζωής σου δοκιμάζεις πίκρες, πόνο και θλίψη. Το ποτό του Θεού, για σένα που ταξιδεύεις για την αληθινή σου πατρίδα, είναι ευεργεσία και προστασία, ώστε να μην νομίσεις το ξενοδοχείο (την παρούσα ζωή) σαν τη μόνιμη κατοικία σου (την αιώνια ζωή).
Θυμήσου, τότε, και το πάθημα του Πέτρου. Με μια διαφορά. Εκείνος, περπάτησε επάνω στα νερά μιάς λίμνης. Εσύ, περπατάς επάνω στα νερά της θάλασσας του κόσμου τούτου. Για σένα, κύματα είναι οι δοκιμασίες και φουρτούνα οι πειρασμοί. Γύρω σου, οι άνθρωποι σαν άλλα ψάρια, «σκοτώνονται» ποιος θα καταβροχθίσει τον άλλο.
Εσύ, όμως, μην φοβάσαι! Μην δειλιάζεις! Ξεκίνα. Περπάτα επάνω στα νερά με σταθερότητα και εμπιστοσύνη σε Εκείνον που σε πρόσταξε να περπατήσεις, για να μην βυθισθείς.
Ο Πέτρος φώναξε: «Εάν πράγματι είσαι Συ Κύριε, πρόσταξε να έρθω κοντά Σου».
Του είπε ο Χριστός: «Εμπρός, έλα!».
Ο Πέτρος άκουσε, υπάκουσε και ξεκίνησε να περπατάει επάνω στα νερά. Όταν όμως, νούς και καρδιά έπαυσαν να ατενίζουν τον Χριστό, άρχισε να βουλιάζει. Και μέσα στην απελπισία του φώναξε: «Κύριε, χάνομαι, σώσε με!». Και ο Χριστός τον άρπαξε από το χέρι.
Και εσύ, αδελφέ μου, το ίδιο κάνε. Όταν δυσκολεύεσαι να πιείς το ποτό που σου έφτιαξε ο Χριστός, φώναξέ Του όπως ο Πέτρος: «Κύριε, χάνομαι!». Άπλωσε το παντοδύναμό Σου χέρι και κράτα με στην επιφάνεια της θάλασσας για να μην πνιγώ, να μην χαθώ! Και τότε, θα Τον δείς να απλώνει το χέρι Του και να σε κρατάει γερά επάνω από τα νερά.
Ιερός Αυγουστίνος