ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ: «Φθάνοντας κάποτε σ’ ένα Κοινόβιο παρηκολούθησα μία φοβερή και εκπληκτική κρίση ενός καλού κριτού και ποιμένος. Ενώ ευρισκόμουν εκεί, έτυχε να έλθει για μοναχός κάποιος που ήταν προηγουμένως ληστής. Αυτόν λοιπόν ο άριστος εκείνος ιατρός και ποιμήν διέταξε να απολαύσει επί επτά ημέρες κάθε ανάπαυση, και μόνη απασχόληση να έχει το να παρατηρεί τη ζωή και την τάξη της Μονής.
Μετά δε την έβδομη ημέρα τον κάλεσε ιδιαιτέρως ο ποιμήν και τον ρώτησε αν του άρεσε να συγκατοικήσει μαζί τους. Όταν δε τον είδε να συγκατατίθεται με όλη του την ειλικρίνεια, τον ρώτησε πάλι τι αμαρτήματα διέπραξε στον κόσμο. Αφού λοιπόν τον είδε να τα εξομολογείται την ίδια στιγμή και με προθυμία όλα, για να τον δοκιμάσει του είπε πάλι: «Θέλω όλα αυτά να τα φανερώσεις εμπρός σε όλη την αδελφότητα». Και εκείνος έχοντας μισήσει ολωσδιόλου την αμαρτία του και περιφρονώντας κάθε εντροπή τού το υποσχέθηκε αδίστακτα. «Και αν θέλεις ακόμη, του λέγει, τα εξομολογούμαι και στο κέντρο της Αλεξάνδρειας».
Ύστερα απ’ αυτό, ο Ποιμήν συναθροίζει στο Κυριακό, (δηλαδή στον Κεντρικό Ναό), όλα τα (λογικά του) πρόβατα, διακόσια τριάκοντα τον αριθμό. Και ενώ ετελείτο η θεία Λειτουργία – ήταν ημέρα Κυριακή – μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου, δίδει εντολή και οδηγείται προς τον Ναό ο αθώος πλέον εκείνος κατάδικος.
Τον έσυραν μερικοί αδελφοί κτυπώντας τον ελαφρά, με τα χέρια δεμένα πίσω, φορώντας τρίχινο σάκκο και έχοντας ριγμένη στάχτη στο κεφάλι του. Και μόνη η θέα του δυστυχισμένου αυτού δημιούργησε κατάπληξη σε όλους, ώστε αμέσως να ξεσπάσουν σε δάκρυα και ολολυγμούς, εφόσον κανείς δεν γνώριζε τι ακριβώς συνέβαινε. Έπειτα μόλις πλησίασε στην πύλη της Εκκλησίας, η ιερά εκείνη κεφαλή, ο φιλάνθρωπος κριτής, του φώναξε με δυνατή φωνή: «Στάσου! Είσαι ανάξιος να εισέλθεις εδώ μέσα».
Εκείνος τότε ταράχτηκε από τη φωνή του Ποιμένος που την άκουσε από το Ιερό. (Όπως αργότερα μας βεβαίωνε με όρκους, του φάνηκε ότι άκουσε βροντή και όχι φωνή ανθρώπου). Πέφτει αμέσως έντρομος με το πρόσωπο στη γη, συγκλονισμένος ολόκληρος από τον φόβο. Ενώ δε κειτόταν κάτω και έβρεχε το χώμα με τα δάκρυά του, εκείνος ο θαυμάσιος ιατρός, ο οποίος μεταχειριζόταν τα πάντα για τη σωτηρία του, και συγχρόνως έδινε σε όλους ένα υπόδειγμα σωτηρίας και αληθινής ταπεινώσεως, τον προστάζει να πει εμπρός σε όλους όλα τα αμαρτήματά του ένα ένα ξεχωριστά.
Τότε αυτός άρχισε να εξομολογείται με τρόμο όλα του τα αμαρτήματα ένα ένα λέγοντας πράγματα που ξένιζαν κάθε ανθρώπινη ακοή. Όχι μόνο σαρκικά αμαρτήματα παρά φύσιν, κατά φύσιν, με ανθρώπους, με ζώα, αλλά ακόμη και μαγείες και φόνους και άλλα, τα οποία δεν πρέπει ούτε να ακούσει ούτε να γράψει κανείς. Έπειτα από την εξομολόγηση αυτή, προστάζει ο Ποιμήν να καρεί αμέσως μοναχός και να συγκαταριθμηθεί στους αδελφούς.
Εγώ τότε θαύμασα τη σοφία του Οσίου εκείνου και τον ρώτησα ιδιαιτέρως, για ποιο λόγο προέβη στην παράδοξη αυτή ενέργεια. Εκείνος δε που ήταν πράγματι ιατρός ψυχών, μου απάντησε ότι το έκανε αυτό για δύο λόγους:
«Πρώτον, χάριν αυτού του ιδίου, ώστε με την ντροπή της παρούσης εξομολογήσεως να τον απαλλάξω από τη μέλλουσα ντροπή – πράγμα που ασφαλώς έγινε. Διότι, αδελφέ μου Ιωάννη, δεν σηκώθηκε από το έδαφος, μέχρις ότου πέτυχε την άφεση όλων των αμαρτιών του. Και μην αμφιβάλλεις γι’ αυτό, διότι κάποιος από τους αδελφούς που παρευρίσκονταν εκεί πήρε θάρρος και μου είπε: «Έβλεπα την ώρα εκείνη κάποιον φοβερό και επιβλητικό άνδρα που κρατούσε στα χέρια του ένα χαρτί γραμμένο και ένα κοντύλι από καλάμι. Και κάθε φορά που ο ριγμένος στο έδαφος εξομολογείτο μία αμαρτία του, εκείνος με το κοντύλι τη διέγραφε». Αυτό είναι πολύ φυσικό, σύμφωνα και με τα λόγια (του Δαβίδ). «Είπα· εξαγορεύσω κατ’ εμού την ανομίαν μου τω Κυρίω· και συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου» (Ψαλμ. λα΄ 5). Δεύτερον, το έκανα αυτό, επειδή έχω μερικούς αδελφούς με ανεξομολόγητες αμαρτίες. Και με το παράδειγμα αυτό τους παρακινώ και εκείνους στην εξομολόγηση, χωρίς την οποία κανείς δεν θα επιτύχει την άφεση των αμαρτιών του»
(Κλίμαξ, λόγος δ΄, Περί υπακοής, 14-15)