ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΑΜΑΚΙΩΤΗΣ: Ο π. Αθανάσιος, κατά κόσμον Γεώργιος Χαμακιώτης, γεννήθηκε το 1891 σε ένα μικρό ορεινό χωριό των Καλαβρύτων, την Τουρλάδα.
Οι γονείς του Βασίλειος και Κωνσταντίνα ήταν άνθρωποι φτωχοί, απλοί και πολύ ευσεβείς. Ο Γεώργιος από μικρό παιδί ξεχώριζε για τη σύνεση, σεμνότητα, καλωσύνη του και έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς την Ιερωσύνη. Δεύτερο «Παπουλάκο» τον ονόμαζαν οι χωριανοί. Σε ηλικία 15 χρόνων έγινε δόκιμος μοναχός στην Αγία Λαύρα, όπου μόναζε και ο θείος του, Ιερομόναχος π. Χαρίτων Αναγνωστόπουλος. Μετά από επταετή δοκιμασία και αφού τελείωσε την Ιερατική σχολή Άρτης, εκάρη μοναχός με το όνομα Αθανάσιος. Σε ηλικία 25 ετών χειροτονήθηκε διάκονος και στις 14 Σεπτεμβρίου 1921 σε ηλικία 30 ετών πρεσβύτερος.
π. Αθανάσιος Χαμακιώτης: Ο αγιασμένος Γέρων της Νερατζιώτισσας – Ιερός Ναός Αγίων Ταξιαρχών Ιστιαίας
Το 1931 ήρθε στην Αθήνα για λόγους υγείας, όπου υπηρέτησε για λίγο στην Ανάληψη, τη Γλυφάδα, τη Μάνδρα και το 1936 διορίστηκε εφημέριος σε ένα πολύ παλιό και όμορφο εκκλησάκι, την Παναγία τη Νερατζιώτισσα στο Μαρούσι. Εκεί έζησε μέχρι το 1963. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια της αγίας του ζωής έζησε σε ένα μικρό μοναστηράκι, την «Παναγία τη Φανερωμένη», που το έφτιαξε ο ίδιος στη σημερινή Ροδόπολη (Μπάλα) Αττικής. Εκεί βρίσκεται και ο τάφος του.
Ο π. Αθανάσιος, ο ευλαβής, ο ελεήμων και πολύπειρος πνευματικός, εκοιμήθη εν Κυρίω στις 17 Αυγουστου 1967 πλήρης ημερών και καλών έργων.
Υπήρξε μία όντως οσιακή μορφή. Ήταν άνθρωπος πολλής προσευχής. Η ζωή του αναλώθηκε στη διακονία του Κυρίου και των ανθρώπων. Ζούσε πραγματικά σ’ ένα παροξυσμό αγάπης και αυτοπροσφοράς. Για την αγάπη και την φιλανθρωπία του θα μπορούσαν να γράφουν τόμοι. Κυριολεκτικά έδινε τα πάντα.
—Κοιμάμαι φτωχός και ξυπνάω πλούσιος, έλεγε χαριτολογώντας.
—Λεφτά δεν έχω και χωρίς λεφτά δεν μένω.
Έλεγε για την άξια της ελεημοσύνης:
—Παιδί, ξέρεις τι γίνεται με την ελεημοσύνη; Δίνει ο κόσμος κουρελόχαρτα και αγοράζει παράδεισο!
Τα χρήματα δεν ήθελε ούτε να τα αγγίζει. «Αυτά σταύρωσαν τον Χριστό», έλεγε συχνά. Δεν είχε τίποτε επάνω του. Με το ένα χέρι του τα δίνανε με το άλλο τα έδινε. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω περιστατικό.
Κάποια μέρα τον επισκέφθηκε απελπισμένη μια χήρα γυναίκα. Ο λόγος ήταν ότι θα της έκαναν έξωση, επειδή δεν είχε να πληρώσει το ενοίκιο. Ο Γέροντας τη συμπόνεσε, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν είχε καθόλου χρήματα.
—Παιδί, της είπε, δεν έχω δραχμή στην τσέπη μου. Όμως μη φύγεις. Κάθησε έξω στους πάγκους να δω τι θα γίνει.
Ο ευσπλαχνικός Γέροντας κατέφυγε με πόνο στην προσευχή. Σε λίγο μια ευκατάστατη κυρία κατέφθασε και του παρέδωσε έναν φάκελο με σεβαστό ποσό. Ο Γέροντας ούτε άνοιξε τον φάκελο να δει πόσα χρήματα είναι. Φώναξε με χαρά τη χήρα και της τα παρέδωσε. Η γυναίκα ανοίγοντας τον φάκελο έμεινε άφωνη. Ήταν ακριβώς το ποσό που χρωστούσε στον ιδιοκτήτη.
Το φιλανθρωπικό έργο του π. Αθανασίου ήταν τεράστιο. Για να ανακουφίσει τους πάσχοντας αδελφούς του, ιδιαίτερα στα χρόνια της κατοχής, συγκέντρωνε ρούχα, τρόφιμα και χρήματα. Ένας απλός κουμπαράς, το «κιβώτιον των πενήτων», όπως το ονόμαζε, ήταν το φιλόπτωχο ταμείο του, που γέμιζε απ’ τις προσφορές, κυρίως το «δίλεπτο» των πνευματικών του παιδιών. Ο ίδιος έτρεχε παντού και έκανε τα πάντα. Υπηρετούσε ηλικιωμένους, παραλύτους. Ήταν ο άγγελος παρηγοριάς των εγκαταλελειμμένων φυματικών της περιοχής. Τους πήγαινε αυγά και άλλα τρόφιμα και έπαιρνε τα λερωμένα ρούχα τους, τα έπλενε, τα σιδέρωνε και τους τα πήγαινε με τα πόδια από το Μαρούσι στα Μελίσσια. Και όλα αυτά «εν τω κρύπτω». Όσο όμως κι αν κρυβόταν, ο Θεός επέτρεπε, προς οικοδομή των πιστών να φανερώνονται οι πάμπολλες ευεργεσίες του. Αν και σίγουρα πολλά έμειναν κρυφά.
Ο Γέροντας είχε στοργική καρδιά όχι μόνο για τους ανθρώπους, αλλά και για ολόκληρη τη δημιουργία του Θεού. Όλα τα έβλεπε ως αφορμή δοξολογίας. Η αγάπη του για τη φύση ήταν έκδηλη. Έλεγε στα πνευματικά του παιδιά:
—Κοιτάξτε αύτό το λουλούδι! Τί καλλιτέχνημα! Μπορεί να το φτιάξει ανθρώπινο χέρι;
Γι’ αυτή τη γεμάτη αγάπη καρδιά των αγίων, γράφει ο αββάς Ισαάκ: «Και τι εστί καρδία ελεήμων; Καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως, υπέρ των ανθρώπων και των ορνέων και των ζώων και των δαιμόνων και υπέρ παντός κτίσματος».
Ακόμα και τις τελευταίες στιγμές της επίγειας ζωής του δεν ξέχασε την ελεημοσύνη. Όταν λίγες μέρες πριν του είπαν ότι ήλθε η σύνταξή του, αντέδρασε.
—Γυμνός ήρθα, γυμνός και θα φύγω. Δώστε τα όλα.
Και μερίμνησε να δοθούν σε μια φτωχή οικογένεια στην Πεύκη.
Στις 16 Αυγούστου, τελευταία μέρα της επίγειας ζωής του ο Γέροντας κάτι ψιθύριζε. Σε μια στιγμή γύρισε το κεφάλι και είπε:
—Α! έφυγε.
Η μοναχή που τον υπηρετούσε τον ρώτησε ποιός τον επισκέφτηκε, και της είπε:
—Η ελεημοσύνη, παιδί!
—Και τι της είπατε;
—Της είπα: Ό,τι είχα το έδωσα. Δεν έχω τίποτα άλλο!
Η ελεημοσύνη σίγουρα θα ήταν ο καλύτερος πρεσβευτής του στον θρόνο του Θεού. Γράφει ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος: «Μακάριος ο πολλούς ευ ποιών πένητας· πολλούς γάρ ευρήσει συνηγόρους κρινόμενος». Δηλαδή, μακάριος είναι εκείνος που ευεργετεί πολλούς φτωχούς, διότι όταν θα κρίνεται θα έχει πολλούς υπερασπιστές.
Διασκευή, από το βιβλίο «Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης» του Άρχιμ. Νεκταρίου Αντωνοπούλου, έκδ. Ακρίτας
Πηγή: Ημερολόγιο 2013,Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Αργολίδος