ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ: Ένας γέροντας, καθώς καθόταν στο κελλί του, άκουσε μια φωνή να του λέει: «Έλα να σου δείξω τα έργα των ανθρώπων».
Σηκώθηκε και βγήκε. Τον πήγε τότε σε κάποιον τόπο και του έδειξε έναν Αιθίοπα που έκοβε ξύλα και τα έκανε φορτίο μεγάλο.
Προσπαθούσε έπειτα να το σηκώσει, αλλά δε μπορούσε και αντί να βγάλει ξύλα από αυτό, έκοβε και άλλα και τα πρόσθετε στο φορτίο. Αυτό το έκανε πολλή ώρα.
Προχωρώντας λίγο του έδειξε άλλον άνθρωπο να στέκεται επάνω σε ένα πηγάδι, να βγάζει νερό από αυτό και να το ρίχνει σε μια λεκάνη τρύπια που έχυνε το νερό πάλι στο πηγάδι.
Έπειτα, του είπε: «Έλα να σου δείξω κάτι άλλο».
Και είδε έναν ναό και δύο άντρες καθισμένους σε άλογα που κρατούσαν ένα ξύλο στο πλάτος, ο ένας δίπλα στον άλλο.
Αυτοί ήθελαν να μπουν από την πύλη, αλλά δε μπορούσαν γιατί το ξύλο ήταν στο πλάτος. Και δεν ταπεινώθηκε ο ένας να πάει πίσω από τον άλλο, ώστε να φέρουν το ξύλο στην ευθεία και γι’ αυτό έμειναν έξω από την πύλη.
«Αυτοί», του εξήγησε, «είναι εκείνοι που σηκώνουν τον ζυγό της αρετής με υπερηφάνεια, και δεν ταπεινώθηκαν ώστε να διορθώσουν τον εαυτό τους και να βαδίσουν τον ταπεινό δρόμο του Χριστού.
Γι’ αυτό και μένουν έξω από τη βασιλεία του Θεού. Εκείνος, πάλι, που κόβει τα ξύλα είναι άνθρωπος με πολλές αμαρτίες και αντί να μετανοήσει, προσθέτει και άλλες ανομίες επάνω στις αμαρτίες του.
Εκείνος, τέλος, που βγάζει το νερό είναι άνθρωπος που κάνει καλά έργα, αλλά επειδή σε αυτά είχε ανάμικτο το κακό, έχασε από αυτό και τα καλά του έργα.
Κάθε άνθρωπος, λοιπόν, πρέπει να προσέχει άγρυπνα στα έργα του, για να μη πάει χαμένος ο κόπος του».