Γράφει ο Πρωτοπρ. Βασίλειος Ι. Καλλιακµάνης
α) Ακούγεται και χρησιµοποιείται συχνά η έννοια της παράδοσης τόσο από εκκλησιαστικούς όσο και από κοσµικούς κύκλους. Κι όταν θέλουν οι άνθρωποι να θεµελιώσουν ή και να νοµιµοποιήσουν κάποιες επιλογές τους, ισχυρίζονται ότι αυτές στηρίζονται στην παράδοση. Υπάρχουν όµως διάφορες ανθρώπινες παραδόσεις, που δεν έχουν καµιά σχέση µε το Ευαγγέλιο του Χριστού. Στη λαϊκή θρησκευτικότητα απαντούν ειδωλολατρικά και µαγικά έθιµα, τα οποία αναµειγνύονται µε χριστιανικά στοιχεία, τα οποία παρά την άνοδο του µορφωτικού επιπέδου του λαού, µένουν ανεξάλειπτα. Αλλά και πολλοί θρησκευόµενοι είναι προσκολληµένοι σε κάποιες παραδόσεις, οι οποίες είναι άσχετες µε τη ευαγγελική παράδοση.
β) Γι’ αυτό και όχι σπάνια πολλοί άνθρωποι µε την ίδια ευκολία επισκέπτονται κάποιον πνευµατικό αλλά και κάποιο µάγο. Με µεγάλη ευκολία αποδίδουν κάποιο δυσάρεστο γεγονός σε ακαθόριστες δυνάµεις και µαγικές πράξεις άλλων , αρνούµενοι να δεχθούν ότι οι ίδιοι µε τη συµπεριφορά τους ευθύνονται γι’ αυτό. ∆ίνουν µεγαλύτερη σηµασία σε αµφιβόλου προέλευσης φυλακτά, παρά στον πνευµατικό αγώνα, την εν Χριστώ άσκηση και την προσευχή. Τελούν ακόµη και µυστήρια της Εκκλησίας «για το καλό», χωρίς όµως να συνεργούν στην έλευση της χάριτος που απορρέει από αυτά.
γ) Έτσι αυξάνονται οι δεισιδαιµονίες, διαστρέφεται η αλήθεια και βρίσκει πρόσφορο έδαφος η αµαρτία. Γράφει ο όσιος Νικόδηµος Αγιορείτης, ότι η αµαρτία στερεώθηκε στον κόσµο, «από τα κακάς συνηθείας των µωρών και διεφθαρµένων ανθρώπων, από τας αλόγους προλήψεις µερικών ανοήτων, και από παρανόµους και ασυλλογίστους παραδόσεις, τας οποίας εφεύρηκαν οι παλαιοί άνθρωποι, τας ηκολούθησαν δε ως τυφλοί και τας εφύλαξαν οι µεταγενέστεροι… Εκ τούτου δε τι ηκολούθησε; Το να νοµίζουν οι ταλαίπωροι άνθρωποι το άνοµον νόµιµον, το ανεύλογον εύλογον, το άπρεπον πρέπον, το βλαβερόν ωφέλιµον».
δ) Ο Χριστός όµως ήλθε στον κόσµο, για να καταργήσει το κράτος του διαβόλου και να ακυρώσει τις ανθρώπινες εγωκεντρικές και εωσφορικές συνήθειες και να παραδώσει τον εαυτό του «λύτρον αντί πολλών». ∆εν θυσίασε άλλους για τη σωτηρία του κόσµου, αλλά θυσιάσθηκε ό ίδιος «υπέρ της του κόσµου ζωής και σωτηρίας». Αυτή την παράδοση διέσωσαν οι άγιοι απόστολοι. Γι’ αυτή την παράδοση κάνει λόγο ο Απόστολος Παύλος στο σηµερινό αποστολικό ανάγνωσµα (Α΄Κορ. 15, 1-11)
ε) ∆ιότι στην Κόρινθο, όπου εργάσθηκε ιεραποστολικά ο θείος Απόστολος, αναπτύσσονταν πυρήνες ψευδαδέλφων, οι οποίοι στο όνοµα της χριστιανικής πίστης εργάζονταν ατοµοκεντρικά, διασπούσαν την ενότητα και δηµιουργούσαν παρατάξεις, διχοστασίες και σχίσµατα. Ταυτόχρονα δέχονταν επιλεκτικά τις ευαγγελικές αλήθειες και αρνούνταν ναπιστέψουν στην ανάσταση των νεκρών. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή αναφέρεται διεξοδικά στα θέµατα αυτά, τονίζοντας ότι οι χριστιανοί πρέπει να είναι «κατηρτισµένοι εν τω αυτώ νοΐ και εν τη αυτή γνώµη» (Α΄Κορ. 1,10). ∆ηλαδή, να είναι ενωµένοι µε την ίδια πίστη, το ίδιο φρόνηµα αλλά να έχουν και την ίδια γνώµη που εκφράζουν προς τα έξω.
στ) Ειδικότερα στο 15 ο κεφάλαιο της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής ο Παύλος στηρίζει τη διδασκαλία για την ανάσταση των νεκρών στην Ανάσταση του Χριστού. Αυτό που παραδίδει ο Απόστολος είναι ότι: «Ο Χριστός πέθανε για τις αµαρτίες µας σύµφωνα µε τις Γραφές· ότι ενταφιάσθηκε και ότι αναστήθηκε την τρίτη ηµέρα και ότι εµφανίσθηκε», στους αγίους αποστόλους. Μέτοχος της εµφάνισης του Αναστάντος Χριστού έγινε και ο ίδιος ο Απ. Παύλος στο δρόµο προς τη ∆αµασκό. Είναι λίαν χαρακτηριστικός ο τρόπος, µε τον οποίο περιγράφει αυτή την εµπειρία ο ίδιος, διότι φανερώνει όχι µόνο την ταπείνωση αλλά και την αυτεπίγνωση ότι το έργο του ευαγγελισµού δεν αποτελεί δικό του κατόρθωµα, αλλά οφείλεται στη χάρη του Θεού.
ζ) «Τελευταίον από όλους, σαν σε έκτρωµα, (ο Χριστός) εµφανίσθηκε σε µένα. Γιατί εγώ είµαι ο πιο µικρός από τους Αποστόλους, που δεν είµαι άξιος να ονοµάζοµαι Απόστολος, διότι κατεδίωξα την Εκκλησία του Θεού.
Με τη χάρη του Θεού είµαι αυτό που είµαι· και η χάρη του που έδειξε σε µένα, δεν υπήρξε άκαρπη. Αντίθετα, κοπίασα περισσότερο από όλους αυτούς, όχι βέβαια εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που είναι µαζί µου». Αυτή την παράδοση έχουν ανάγκη οι σύγχρονοι χριστιανοί και όχι τις λαϊκότροπες ανθρώπινες παραδόσεις, τις οποίες υπερασπίζονται συχνά µε ζήλο. Την παράδοση που στηρίζεται στο πρόσωπο του Σταυρωθέντος και Αναστάντος Κυρίου. Και κάθε ανθρώπινη παράδοση που δεν θυσιάζεται, προκειµένου να δώσει πνοή ζωής στους χριστιανούς, δεν µπορεί να είναι ευαγγελική.