ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ: Μπορούμε να ονομάσουμε χωρίς υπερβολή τη Λειτουργία αυτή (Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία), μαζί με τα λειτουργικά χειρόγραφα, «Λειτουργία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής», γιατί πραγματικά αποτελεί την πιο χαρακτηριστική ακολουθία της ιεράς αυτής περιόδου.
Είναι δυστυχώς αλήθεια ότι πολλοί από τούς χριστιανούς αγνοούν τελείως την ύπαρξί της, ή την ξεύρουν μόνο από το όνομα, ή και ελάχιστες φορές την έχουν παρακολουθήσει. Δεν πρόκειται να τούς μεμφθούμε γι’ αυτό.
Η Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία τελείται σήμερα στους ναούς μας το πρωί των καθημερινών της Τεσσαρακοστής, ημερών δηλαδή εργασίμων, και γι’ αυτό λίγοι είναι εκείνοι που δεν δεσμεύονται κατά τις ώρες αυτές από τα επαγγέλματα ή την υπηρεσία των.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται μια πολύ επαινετή προσπάθεια αξιοποιήσεώς της. Σε πολλούς ναούς τελείται κάθε Τετάρτη απόγευμα, σε ώρες που πολλοί, αν όχι όλοι οι πιστοί, έχουν τη δυνατότητα να παρευρεθούν στην τέλεσί της.
Το όνομά της η Λειτουργία αυτή (Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία) το πήρε από την ίδια τη φύση της. Είναι στην κυριολεξία Λειτουργία «προηγιασμένων δώρων». Δεν είναι δηλαδή λειτουργία όπως οι άλλες γνωστές λειτουργίες του Μεγάλου Βασιλείου και του ιερού Χρυσοστόμου, στις οποίες έχομε προσφορά και καθαγιασμό Τιμίων Δώρων. Τα Δώρα είναι καθαγιασμένα, προηγιασμένα, από άλλη Λειτουργία, που ετελέσθη σε άλλη ημέρα. Τα προηγιασμένα δώρα προτίθενται κατά την λειτουργία των Προηγιασμένων για να κοινωνήσουν απ’ αυτά και να αγιασθούν οι πιστοί. Με άλλα λόγια η λειτουργία των προηγιασμένων είναι μετάληψις, κοινωνία.
Για να κατανοήσουμε την γενεσιουργό αιτία της Λειτουργίας των Προηγιασμένων πρέπει να ανατρέξωμε στην ιστορία της.
Οι ρίζες της βρίσκονται στην αρχαιοτάτη πράξη της Εκκλησίας μας. Σήμερα έχομε τη συνήθεια να κοινωνούμε κατά αραιά χρονικά διαστήματα. Στους πρώτους όμως αιώνες της ζωής της Εκκλησίας οι πιστοί κοινωνούσαν σε κάθε Λειτουργία, και μόνον εκείνοι που είχαν υποπέσει σε διάφορα σοβαρά αμαρτήματα απεκλείοντο για ένα ωρισμένο χρονικό διάστημα από την μετάληψη των αγίων Μυστηρίων. Κοινωνούσαν δηλαδή οι πιστοί απαραιτήτως κάθε Κυριακή και κάθε Σάββατο και ενδιαμέσως της εβδομάδος όσες φορές ετελείτο η θεία λειτουργία, τακτικώς η εκτάκτως στις εορτές που ετύχαινε να συμπέσουν εντός της εβδομάδος.
Ο Μέγας Βασίλειος μαρτυρεί ότι οι χριστιανοί της εποχής του κοινωνούσαν τακτικώς τέσσερες φορές την εβδομάδα, δηλαδή την Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή (επιστολή 93). Αν πάλι δεν ήτο δυνατόν να τελεσθή ενδιαμέσως της εβδομάδος η Θεία Λειτουργία, τότε οι πιστοί κρατούσαν μερίδες από την θεία κοινωνία της Κυριακής και κοινωνούσαν μόνοι τους ενδιαμέσως της εβδομάδος. Το έθιμο αυτό το επιδοκιμάζει και ο Μέγας Βασίλειος. Στα Μοναστήρια και ιδιαίτερα στα ερημικά μέρη, όπου οι μοναχοί δεν είχαν την δυνατότητα να παρευρεθούν σε άλλες λειτουργίες εκτός της Κυριακής, έκαμαν ο,τι και οι κοσμικοί. Κρατούσαν δηλαδή αγιασμένες μερίδες από την Κυριακή ή το Σάββατο και κοινωνούσαν κατ’ ιδίαν. Οι μοναχοί όμως αποτελούσαν μικρές η μεγάλες ομάδες και όλοι έπρεπε να προσέλθουν και να κοινωνήσουν κατά τις ιδιωτικές αυτές κοινωνίες. Έτσι αρχίζει να διαμορφώνεται μία μικρά ακολουθία.
Όλοι μαζί προσηύχοντο προ της κοινωνίας και όλοι μαζί ευχαριστούσαν τον Θεό, που τούς αξίωσε να κοινωνήσουν. Αν υπήρχε και ιερεύς, αυτός τούς προσέφερε την θεία κοινωνία. Αυτό εγίνετο μετά την ακολουθία του εσπερινού η της Θ’ ώρας (3 μ.μ.), γιατί οι μοναχοί έτρωγαν συνήθως μια φορά την ημέρα, μετά τον εσπερινό. Σιγά -σιγά θέλησαν να εντάξουν την κοινωνία τους αυτή στα πλαίσια μιας ακολουθίας, που να υπενθυμίζει την θεία λειτουργία. Κατά τον τρόπο αυτόν διεμορφώθη η ακολουθία των Τυπικών (δηλαδή κατά τον τύπον της Θείας Λειτουργίας), προς το τέλος της οποίας κοινωνούσαν. Αυτή είναι η μητρική μορφή της Προηγιασμένης.
Ας έλθωμε τώρα στην Τεσσαρακοστή.
Η Θεία Λειτουργία κατά την περίοδο αυτή ετελείτο μόνον κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές. Παλαιό έθιμο επικυρωμένο από εκκλησιαστικούς κανόνες απηγόρευε την τέλεσι της θείας λειτουργίας κατά τις ημέρες της εβδομάδος, γιατί αυτές ήσαν ημέρες νηστείας και πένθους. Η τέλεσις της Θείας Λειτουργίας ήταν κάτι το ασυμβίβαστο προς τον χαρακτήρα των ημερών αυτών. Η Λειτουργία είναι πασχάλιο μυστήριο, που έχει έντονο τον πανηγυρικό, τον χαρμόσυνο, τον επινίκο χαρακτήρα. Αυτό όμως γεννούσε ένα πρόβλημα. Οι χριστιανοί έπρεπε να κοινωνήσουν δύο φορές τουλάχιστον ακόμη κατά την εβδομάδα, το ολιγώτερο δηλαδή κατά τις ενδιάμεσες ημέρες, την Τετάρτη και την Παρασκευή, που μνημονεύει και ο Μέγας Βασίλειος.
Η λύσις ήδη υπήρχε:
Οι πιστοί θα κοινωνούσαν από Προηγιασμένα Άγια. Οι ημέρες αυτές ήσαν ημέρες νηστείας. Νηστεία την εποχή εκείνη εσήμαινε πλήρη αποχή τροφής μέχρι την δύσι του ηλίου. Η κοινωνία λοιπόν θα έπρεπε να κατακλείση την νηστεία, να γίνη δηλαδή μετά την ακολουθία του εσπερινού. Στο σημείο αυτό συνδέεται η ιστορία με την σημερινή πράξι. Η Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία είναι σήμερα ακολουθία εσπερινού, στην οποία προστίθεται η παράθεσις των δώρων, οι προπαρασκευαστικές ευχές, η θεία κοινωνία και η ευχαριστία ύστερα από αυτήν. Η διαμόρφωσίς της μέσα στο όλο πλαίσιο της Τεσσαρακοστής της έδωσε ένα έντονο «πενθηρό», κατά τον Θεόδωρο Στουδίτη, χαρακτήρα (Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας των Προηγιασμένων).
Με τον εσπερινό συμπλέκονται τροπάρια κατανυκτικά, οι ιερείς φέρουν πένθιμα άμφια, η αγία τράπεζα και τα τίμια δώρα είναι σκεπασμένα με μαύρα καλύμματα, οι ευχές είναι γεμάτες ταπείνωσι και συντριβή. «Μυστικώτερα εις παν η τελετή γίνεται», κατά τον ίδιο Πατέρα. Καιρός να ρίξουμε μια ματιά σ’ αυτήν την ίδια την Λειτουργία των Προηγιασμένων, στη μορφή που ύστερα από μακρά εξέλιξη αποκρυσταλώθηκε και κατά την οποία τελείται σήμερα στους ναούς μας.
Ήδη επισημάναμε τα δύο λειτουργικά στοιχεία που την συνθέτουν: την ακολουθία του Εσπερινού και την Θεία Κοινωνία. Το πρώτο μέρος της αποτελεί ο συνήθης εσπερινός της Τεσσαρακοστής με μικρές μόνο τροποποιήσεις. Ο ιερεύς κατά την ψαλμωδία της Θ’ ώρας ενδύεται την ιερατική του στολή και θυμιά.
Η έναρξις γίνεται με το «Ευλογημένη η βασιλεία…» κατά τον τύπο της Θείας Λειτουργίας. Αναγινώσκεται ο προοιμιακός, ο 103ος δηλαδή ψαλμός, που περιγράφει το δημιουργικό έργο του Θεού· «Eυλόγει, η ψυχή μου τον Κύριον Κύριε ο Θεός μου εμεγαλύνθης σφόδρα…». Είναι το προοίμιο του εσπερινού, αλλά και όλης της ακολουθίας του νυχθημέρου, που αρχίζει, ως γνωστό, κατά τον εβραϊκό τρόπο, από την εσπέρα· πρώτο μέρος του εικοσιτετραώρου θεωρείται η νύκτα.
Ύστερα ο διάκονος, η εν απουσία του ο ιερεύς, θέτει στο στόμα των πιστών τα αιτήματα της προσευχής· «Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν», τα ειρηνικά. Ακολουθεί η ανάγνωσις του ΙΗ’ καθίσματος του Ψαλτηρίου· «Προς Κύριον εν τω θλίβεσθαί με εκέκραξα και εισήκουσέ μου…» (Ψαλμοί 119-133). Είναι το τμήμα του Ψαλτηρίου που έχει καθορισθή να αναγινώσκεται κατά τούς εσπερινούς της Τεσσαρακοστής. Ο ιερεύς εν τω μεταξύ ετοιμάζει στην Πρόθεσι τα Προηγιασμένα -από την Λειτουργία του προηγουμένου Σαββάτου ή της Κυριακής- Τίμια Δώρα. Αποθέτει τον Άγιο Άρτο στο Δισκάριο, κάμνει την ένωσι του οίνου και του ύδατος στο Άγιο Ποτήριο και τα καλύπτει.
Ο εσπερινός συνεχίζεται με την ψαλμωδία των ψαλμών του λυχνικού και των κατανυκτικών τροπαρίων των εκάστοτε ημερών, που περιλαμβάνονται στους τελευταίους στίχους των ψαλμών αυτών και γίνεται η είσοδος. Διαβάζονται δύο αναγνώσματα από την Παλαιά Διαθήκη, ένα από την Γένεση και ένα από το βιβλίο των Παροιμιών. Θα σταθούμε για λίγο στην κατανυκτική ψαλμωδία του «Κατευθυνθήτω», του δευτέρου στίχου του 140ου ψαλμού. Ψάλλεται μετά από τα αναγνώσματα εξ φορές, από τον ιερέα και τούς χορούς, ενώ ο ιερεύς θυμιά την Αγία Τράπεζα. «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου· έπαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή».
Κατόπιν γίνεται η εκτενής δέησις υπέρ των τάξεων των μελών της Εκκλησίας, των Κατηχουμένων, των ετοιμαζομένων δια το άγιον Βάπτισμα, «των προς το φώτισμα ευτρεπιζομένων», και των πιστών. Και μετά την απόλυσι των Κατηχουμένων έρχεται το δεύτερο μέρος, η κοινωνία των μυστηρίων. Την μεταφορά των Προηγιασμένων Δώρων από την Πρόθεσι στο Θυσιαστήριο, που γίνεται με άκρα κατάνυξι, ενώ οι πιστοί προσπίπτουν «μέχρις εδάφους» συνοδεύει η ψαλμωδία του αρχαίου ύμνου «Νυν αι δυνάμεις»: «Νυν αι δυνάμεις των ουρανών συν ημίν αοράτως λατρεύουσιν· ιδού γαρ εισπορεύεται ο βασιλεύς της δόξης. Ιδού θυσία μυστική τετελειωμένη δορυφορείται. Πιστει και πόθω προσέλθωμεν, ίνα μέτοχοι ζωής αιωνίου γενόμεθα. Αλληλούϊα».
Η προπαρασκευή για την Θεία Κοινωνία περιλαμβάνει κυρίως την Κυριακή προσευχή (Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς… τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον…», ακολουθεί η Κοινωνία και μετ’ αυτήν η ευχαριστία. Και η Λειτουργία κλείνει με την κατανυκτική οπισθάμβωνο ευχή. Είναι δέησις που συνδέει την τέλεσι της κατανυκτικής αυτής Λειτουργίας προς την περίοδο των Νηστειών.
Ο πνευματικός αγών της Τεσσαρακοστής είναι σκληρός, αλλά και η νίκη κατά των αοράτων εχθρών είναι βεβαία για τούς αγωνιζομένους τον καλόν αγώνα. Η Ανάστασις δεν είναι μακράν.
Ας την διαβάσωμε προσεκτικά. Είναι από τα ωραιότερα εκκλησιαστικά κείμενα: «Δέσποτα παντοκράτορ, ο πάσαν την κτίσιν εν σοφία δημιουργήσας, ο δια την άφατόν σου πρόνοιαν και πολλήν αγαθότητα αγαγών ημάς εις τα πανσέπτους ημέρας ταύτας, προς καθαρισμόν ψυχών και σωμάτων, προς εγκράτειαν παθών, προς ελπίδα αναστάσεως· ο δια τεσσαράκοντα ημερών πλάκας χειρίσας τα θεοχάρακτα γράμματα τω θεράποντί σου Μωσεί, παράσχου και ημίν, αγαθέ, τον αγώνα τον καλόν αγωνίσασθαι, τον δρόμον της νηστείας εκτελέσαι, την πίστιν αδιαίρετον τηρήσαι, τας κεφαλάς των αοράτων δρακόντων συνθλάσαι, νικητάς τε της αμαρτίας αναφανήναι και ακατακρίτως φθάσαι προσκυνήσαι και την αγίαν ανάστασιν».
Η Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων είναι μία από τις ωραιότερες και κατανυκτικότερες ακολουθίες της Εκκλησίας μας. Αλλά συγχρόνως και μία διαρκής πρόσκλησις για την συχνή κοινωνία των θείων μυστηρίων. Μια φωνή από τα βάθη των αιώνων, από την αρχαία ζωντανή παράδοσι της Εκκλησίας. Φωνή που λέγει ότι ο πιστός δεν μπορεί να ζη την ζωή του Χριστού αν δεν ανανεώνη διαρκώς την ένωσί του με την πηγή της ζωής, το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Διότι ο Χριστός είναι «η ζωή ημών» (Κολοσ. 3, 4).
Ιωάννης Φουντούλης
Λογική Λατρεία
Εκδόσεις Αποστολική Διακονία