ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ: Διαβάστε την ομιλία του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου στον Ιερό Ναό Προφήτου Ηλιού Άνω Καλλινίκης Φλωρίνης ανήμερα της εορτής του 1976.
ΣΗΜΕΡΑ, αγαπητοί μου, 20 Ιουλίου είνε εορτη. Εορτάζει ο άγιος Ηλίας ο προφήτης. Το όνομά του είνε γνωστό και παντού διαδεδομένο. Όχι μόνο εδώ αλλά και σε όλη την Ορθοδοξία άντρες μα και γυναίκες φέρουν το όνομά του και ναοί τιμώνται στη μνήμη του. Ναοί κ᾽ εξωκκλήσια, ως επί το πλείστον σε κορυφες βουνών, πανηγυρίζουν σήμερα.
Στην πατρίδα μου την Πάρο, στο ψηλότερο βουνό, είνε χτισμένος ναός του Προφήτη Ηλία, και σήμερα όλο το νησί ανεβαίνει στην κορυφή, κι από ᾽κεί αγναντεύουν το απέραντο πέλαγος και δοξάζουν το μεγαλείο του Θεού.
Ο άγιος προφήτης Ηλίας! Απ᾽ όλο το βίο του θα πούμε λίγα θαυμαστά γεγονότα.
* * *
Ο προφήτης Ηλίας έζησε στην ιερά γη της Παλαιστίνης οχτακόσα χρόνια προ Χριστού, σε εποχή άσχημη που η ειδωλολατρία και η διαφθορά είχαν εξαπλωθή πολύ. Οι άνθρωποι είχαν λησμονήσει τον αληθινό Θεό και λάτρευαν είδωλα. Τόσο ήταν το ρεύμα της ειδωλολατρίας, ώστε και αυτός ο Ισραηλιτικος λαός, που γνώριζε τον αληθινό Θεό, παρασύρθηκε.
Βασιλιάς ήταν ο Αχαάβ. Ο Αχαάβ δεν ήταν κακός· καλός ήταν. Ποιος τον χάλασε; ποιος χαλάει τον άντρα; Μια γυναίκα. Η γυναίκα η θα υψώση τον άντρα μέχρι τα άστρα η θα τον ριξη μέχρι τον άδη, στην κόλασι· παίζει σπουδαίο ρόλο στη ζωή του αντρός.
Μια τέτοια κακιά γυναίκα, η βασίλισσα Ιεζάβελ, βρέθηκε δίπλα στον Αχαάβ και τον διέφθειρε ψυχικα και ηθικά· τον έσπρωξε να λατρεύη τα ειδωλα, να είνε άδικος, πλεονέκτης και βίαιος.
Πιο κάτω απ᾽ το παλάτι ήταν ένα αμπέλι, που ο νοικοκύρης του, ο φτωχός Ναβουθαί, το ᾽χε κληρονομιά απ᾽ τον πατέρα του. Και ξέρετε πόσο οι χωρικοί αγαπούν τα κτήματά τους, μάλιστα αυτά που ο πατέρας τους τα ᾽χει ποτίσει με τον ιδρώτα του. Ο Ναβουθαί το ᾽σκαβε, το κλάδευε, το καλλιεργούσε· το αγαπούσε πολύ. Μα να που το ᾽βαλε στο μάτι ο βασιλιάς και ήθελε να το κάνη δικό του. Του το ζήτησε, του πρότεινε να του δώση αλλο καλύτερο η χρήματα πολλά. Ο Βαβουθαί δεν δέχτηκε. Το αμπέλι του πατέρα μου δεν το πουλω, είπε. Τότε η βασίλισσα έδωσε εντολη να ενοχοποιήσουν με συκοφαντία το Ναβουθαί και να τον λιθοβολήσουν. Έτσι πήρε το αμπελάκι και το ᾽κανε κτήμα των ανακτόρων.
Αυτό ήταν μια αδικία. Ποιος τώρα να ελέγξη την αδικία; Τα δικαστήρια μικρά αδικήματα τιμωρούν· οι μεγάλοι εγκληματίες μένουν ατιμώρητοι. Κάποιος όμως ήλεγξε και τον Αχαάβ και την Ιεζάβελ. Ποιος; Ο Ηλίας ο Θεσβίτης. Κατ᾽ εντολήν του Θεού πήγε στα ανάκτορα και λέει· Βασιλιά, σκότωσες και έτσι πήρες το αμπέλι· θα τιμωρηθής· θα σκοτωθης, και όπου τα σκυλιά έγλειψαν το αίμα του Ναβουθαί, εκεί θα γλείψουν και δικά σας αιματα… Και πραγματι έτσι έγινε (βλ. Γ΄ Βασ. κεφ. 20).
Βλέπετε, αγαπητοί μου, τι κακό είνε η αδικία; Είνε φωτιά που καίει. Λέει ένας άγιος· Εχεις εκατό πρόβατα· θέλεις να τα χάσης όλα; Κλέψε ένα και βαλ᾽ το μεσ᾽ στο κοπάδι σου. Εκείνο θα γίνη αιτία να χαθούν και όλα τ᾽ αλλα.
⃝ Ένα επεισόδιο αυτό. Το άλλο. Όχι μόνο ο βασιλιάς και η βασίλισσα ήταν διεφθαρμένοι και μακριά από το Θεό, αλλά και ο λαός, αντρες – γυναίκες, είχαν απομακρυνθή. Κι ο Θεός, λέει η Γραφή, ωργίστηκε· κλείστηκαν τα ουράνια και δεν έβρεχε (βλ. Γ΄ Βασ. 17,1-8).
Αχάριστοι άνθρωποι! Η βροχούλα που πέφτει ξέρετε τι αξίζει; Λίρες ζητάει ο κόσμος· τα τριάκοντα αργύρια του Ιούδα τρέλλαναν ολους. Αλλά ρίχνει ο ουρανός λίρες· κάθε σταγόνα λίρα είνε, τόσο αξίζει. Γιατί άμα δε βρεξη, όλοι θα πεθάνουμε. Θα ᾽πρεπε για κάθε σταγόνα που πέφτει να ευχαριστούμε το Θεό· αλλά τέτοιοι είμαστε εμείς, αχάριστοι.
Έτσι και στην εποχή εκείνη οι άνθρωποι εγκατέλειπαν το Θεό, ερωτοτροπούσαν με τα είδωλα, πόρνευαν, ατίμαζαν, ωργίαζαν. Και ο Κύριος τιμώρησε το λαό με μεγάλη ανομβρία. Όχι ένα και δυό μήνες, αλλά τρία χρόνια και έξι μήνες! Στέρεψαν οι βρύσες και τα ποτάμια, ξεράθηκαν τα δέντρα, καταστράφηκαν οι καρποί, ψοφούσαν τα ζώα, οι άνθρωποι υπέφεραν. Λιμός μέγας, πείνα μεγάλη.
Και ποιος έλυσε την πείνα; ποιος άνοιξε τα ουράνια που ήταν κλεισμένα; Ο προφήτης Ηλίας. Αυτός ο άγιος άνθρωπος γονάτισε, έκανε προσευχή, και τότε γέμισε ο ουρανός από σύννεφα, άρχισε να βρέχη, ποτίστηκε η γη, και οι άνθρωποι σώθηκαν από την πείνα.
Έρχεται, αγαπητοί μου, και σ᾽ εμάς τους αχαρίστους η πείνα. Θα είνε τέτοια αναγκη, που οι άνθρωποι θα υποφέρουν. Θα στερέψουν και μεγάλα ποτάμια και θα τα περνούν με τα πόδια παιδιά και κοπάδια. Τότε, σε μια νύχτα, θ᾽ αδειάσουν οι μεγαλουπόλεις· όλοι θα τρέχουν σε βουνά και λαγκάδια, και θα πάρουν πάλι τις αξίνες να καλλιεργήσουν τη γη, που την άφησαν για να μαζευτούν σε πόλεις εκατομμυρίων κατοίκων, πόλεις – Σόδομα και Γόμορρα. Πως ζούν εκεί; Σκάβουν τη γη; Όχι. Με ατιμίες, κλεψιές, αδικίες. Όταν όμως γίνη ο λιμός, οι πόλεις θα ερημώσουν, και μικρά χωριά θα έχουν χιλιάδες κατοίκους. Τότε βασιλιάδες και σοφοί θα πέσουν να προσκυνήσουν το γεωργό, που σήμερα είνε περιφρονημένος, και θα τον εκλιπαρούν για λίγο ψωμάκι.
[irp posts=”361361″ name=”Προφήτης Ηλίας: Η ζωή και το έργο του”]
Έτσι νόμισες, άνθρωπε, που πίνεις ένα ποτήρι νερό και δε λες «Δόξα σοι, ο Θεός», που έχεις τη μπουκιά στο στόμα και βλαστημάς τα θεία, έτσι νόμισες; Για την αχαριστία τέτοιων ανθρώπων η καλύτερη τιμωρία θα ήταν να βρεθούν σε κάποιον άλλο πλανήτη. Γιατί μόνο εδώ στη γη έδωσε ο Θεός όλα τα αγαθά· και όμως δε ακούει από μας ένα ευχαριστώ.
Αλλ᾽ ας επανέλθουμε στο βίο του αγίου. Το πρώτο επεισόδιο ήταν ότι τιμώρησε τον κλέφτη βασιλιά, το δεύτερο ότι τιμώρησε τον αχάριστο λαό. Το άλλο ποιο είνε; Τότε, στην πείνα τη μεγάλη, πείνασε και ο προφήτης Ηλίας. Περνώντας βουνά και λαγκάδια χτύπησε πολλά σπίτια, μα τον έδιωχναν, κανείς δεν του ᾽δινε τίποτα. Πήγε και σ᾽ ένα μικρό χωριό, τα Σαρεπτά της Σιδωνίας, σε μια καλύβα που έμενε μια χήρα με το μονόκριβο παιδί της. ―Δος μου, της λέει, λίγο νερό να πιώ και κάτι να φάω. ―Άνθρωπε του Θεού, δεν έχω τίποτα. Λίγο αλεύρι μου ᾽μεινε και λίγο λαδάκι στο δοχείο. Αλλ᾽ αφού ηρθες πέρασε μέσα. Άναψε το φούρνο, ζυμωσε το αλεύρι με το λάδι, έκανε μια πίττα κ᾽ έφαγε ο προφήτης. Και με την ευλογία του από τη μέρα εκείνη στο σπίτι της χήρας δεν έλειψε ούτε το αλεύρι ούτε το λάδι (βλ. Γ΄ Βασ. 17,9-16).
Δεν πα᾽ να ᾽χης, αγαπητέ μου, αποθήκες με αγαθά και καταθέσεις σε τράπεζες; αν δεν εχης την ευλογία του Θεού, σταχτη θα γίνουν, θα πεθάνης. Ενώ ο φτωχός, που δε λατρεύει τα χρήματα αλλά πιστεύει στο Θεό, θα ζήση. Η Γραφή λέει· «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού» (Ψαλμ. 33,11).
⃝ Κάτι ακόμα και τελειώνω. Ο προφήτης Ηλιας εκεί στο σπιτάκι της χήρας έκανε κ᾽ ένα αλλο πιο μεγάλο θαύμα. Εκείνες τις μέρες αρρώστησε το μονάκριβο παιδί της και πέθανε, κ᾽ ηταν μεγάλος ο πόνος της. Τότε ο ανθρωπος του Θεού γονάτισε, έκανε θερμή προσευχή και ―ας μη πιστεύουν οι άπιστοι, εμείς πιστεύουμε― το παιδί αναστήθηκε, και η χήρα δοξολογούσε το Θεό (βλ. Γ΄ Βασ. 17,17-24).
Όπως λοιπόν ο Ηλίας ανέστησε το νεκρό, έτσι μια μέρα θ᾽ αναστηθούν όλοι οι νεκροί που είνε θαμμένοι στους τάφους. Δεν πέθαναν· ζούν. Το κορμί πεθαίνει, η ψυχή δεν πεθαίνει. Και θα ᾽ρθη η ώρα που όλοι θα παρουσιαστούμε μπροστά στο βήμα του Θεού. Εκεί καθένας θα ζυγιστή, θα κριθή· και όσοι εκαναν τα φαύλα, θα πάνε στην κόλασι, ενώ οι δίκαιοι θα πάνε κοντά στο Θεό. Τα λέει αυτά ο Χριστός κ᾽ είνε αναμφισβήτητα.
* * *
Ο προφήτης Ηλίας, αγαπητοί μου, δεν πέθανε. Πύρινο άρμα, αμάξι με τροχούς που εβγαζαν φωτιές, τον πήρε και τον ύψωσε στα ουράνια (βλ. Δ΄ Βασ. 2,1-12). Εκεί μένει και, κατά την παράδοσι, θα ξανάρθη στο τέλος να ελέγξη τον κόσμο. Και τότε αλλοίμονο στον κλέφτη, στον φονέα, στο μοιχό και τη μοιχαλίδα, στο φιλάργυρο, στον άδικο και κάθε εγκληματία.
Αυτά είχα να πω για τον προφήτη Ηλία το Θεσβίτη, που εορτάζουμε. Η εορτή του δεν είνε γλέντι, μεθύσια, χοροί έξαλλοι· η εορτή είνε να διαβάσης τον βίο του και να δοξολογήσης το Θεό. Έτσι εώρταζαν τα παλιά τα χρόνια· έρχονταν στην εκκλησιά, άκουγαν το ευαγγέλιο, κοινωνούσαν, και το απόγευμα οι άντρες πήγαιναν στο χωράφι της χήρας με τα ορφανά και το καλλιεργούσαν· τέτοια έργα, τέτοιες καλωσύνες, τα ᾽χανε ευλογία Θεού.
Εύχομαι διά πρεσβειών του προφήτου Ηλιού ο Θεός να ευλογή τα έργα και τις οικογένειές σας, και πάντοτε με χαρά και αγαλλίασι να εορτάζετε την αγία αυτή ημέρα.