Toυ Π. Μ. Σωτήρχου
Δυο φορές τον χρόνο εορτάζει πανηγυρικά η Εκκλησία μας τον Τίμιον Σταυρόν. Μια για την ανεύρεση του την 6ην Μαρτίου του 326 μ.Χ. και μία κατά την Ύψωση του την 14ην Σεπτεμβρίου, στα εγκαίνια του Ναού της Αναστάσεως, που υπάρχει μέχρι σήμερα.
Το σημαντικόν, και όχι πολύ γνωστόν, στον διπλόν αυτόν έορτασμόν είναι το γεγονός ότι αποκαλύπτεται άλλο ένα μέγα μυστήριον της απερίγραπτης αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο και μάλιστα κατά την θεία λατρεία, που ενώνει την γη με τον ουρανό.
Το γεγονός αυτό εκφράζει επιγραμματικά την σωτηρία του εκπεσμένου ανθρώπου, τον όποιον παίρνει από την Κόλαση της πτώσεως του και τον θρονιάζει πάλι μέσα στο Παράδεισο της αιώνιας αγάπης. Πιο συγκεκριμένα, παίρνει με την σταυρική του θυσία τον προδότη Ιούδα τον Ισκαριώτη, πού αντιπροσωπεύει όλην την προδοσία του ανθρωπίνου γένους και την αμέτρητη αγνωμοσύνη του έναντι του Σωτήρος Χριστού, και οδηγεί σε άλλον Ιούδα, επίσης Εβραίον, που έγινε οδηγός στην ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού και φανερώνει την μεταστροφή και την μετάνοια του ανθρώπου και την πορεία του στην αγιότητα. Όπως ακριβώς έγινε και με τον δεύτερον αυτόν Ιούδα, που πίστεψε, μετανόησε και έγινε Χριστιανός με το όνομα Κυριάκος. Αργότερα έγινε κληρικός και Επίσκοπος Ιεροσολύμων, μετά τον Πατριάρχην Μακάριον, και αφού μαρτύρησε, μαζί με την μητέρα του Άννα, μπήκε στο Αγιολόγιον της Εκκλησίας και η ετήσια μνήμη του εορτάζεται την 28ην Οκτωβρίου.
Το «Συναξάρι» της ημέρας αυτής αναφέρει: «Τη αύτη ήμερα Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Κυριακού του φανερώσαντος τον Τίμιον Σταυρόν, επί της Βασιλείας Κωνσταντίνου του Μεγάλου και Ελένης της αυτού μητρός». Και για την μητέρα του Άννα, που γιορτάζει την ίδια μέρα: «Τη αύτη ημέρα, η μήτηρ του Άγιου Κυριακού Άννα, λαμπάσι φλεχθεΐσα και ξεσθεΐσα ετελειώθη». Και λίγα για τον βίον του:«Ο Άγιος Κυριάκος, πρώην Ιούδας, μετά την φανέρωση του Τιμίου Σταυρού επίστευσε, εβαπτίσθη Χριστιανός και έγινε, όπως προαναφέραμε, Επίσκοπος Ιεροσολύμων και έζησε ως τις ήμερες του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη. Αυτός όταν έφθασε στα Ιεροσόλυμα, μετά την εκστρατεία του κατά των Περσών, έμαθε για τον Άγιον Κυριακόν τι ήταν και τι έγινε και τον διέταξε αυστηρά να θυσιάση στα είδωλα. Ό Άγιος, όμως, αρνήθηκε αποφασιστικά και ήλεγξε με τόλμην την ειδωλολατρία του Ιουλιανού. Τότε εκείνος διέταξε να του κόψουν το δεξί του χέρι, διότι καθώς είπε: «Πολλές επιστολές έχει γράψει το χέρι αυτό, με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν πολλοί από τα είδωλα του Δωδεκαθέου». Ύστερα διέταξε να ρίξουν λιωμένο μολύβι μέσα στο στόμα του Αγίου, που ομολογούσε και δοξολογούσε τον Χριστόν και στη συνέχεια τον έβαλαν οι δήμιοι μπρούμυτα σε πυρακτωμένη σιδερένια κλίνη, που ήταν ένα από τα όργανα βασανισμού των Χριστιανών.
Όταν ήλθε η μητέρα του, που είχε γίνει και αυτή πιστή Χριστιανή, στον τόπον του μαρτυρίου του παιδιού της, ο Ιουλιανός διέταξε να την κρεμάσουν από τα μαλλιά και να σκίζουν το κορμί της με σιδερένια νύχια, που ήταν κι αυτό άλλο ένα εργαλείο βασανισμού των Χριστιανών, και αφού την έκαιγαν με αναμμένες λαμπάδες, παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριον. Ύστερα έρριξαν τον Άγιον Κυριακόν, σε ένα μεγάλο καμίνι, τον εθανάτωσαν με ξίφος, κόβοντας το κεφάλι του».Η ανεύρεση και ύψωση του Τιμίου Σταυρού, που είναι η σημαία της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, έγινε με τρόπον θαυμαστόν και υπερθαύμαστον από την Αγίαν Ελένην την Ισαπόστολον, που είχε μεταβή για προσκύνηση στους Άγιους Τόπους και με την ρητήν εντολήν του γιου της αυτοκράτορας Κωνσταντίνου να βρή τον Τίμιον Σταυρόν, τον οποίον είχαν εξαφανίσει οι αντίχριστοι Εβραίοι και οι ειδωλολάτρες. Είχαν ρίξει και τους τρείς σταυρούς σε έναν βαθύ λάκκον και τον σκέπασαν με χώματα και πέτρες και πολλά σκουπίδια. Εκεί έμεινε ο Τίμιος Σταυρός για περισσότερα από τριακόσια χρόνια.
Όταν η Αγία Ελένη με τους συνοδούς της άρχισε τις έρευνες, μια νεαρή Εβραιοπούλα οδήγησε την Βασιλομήτορα στον Ιούδα, πού έμενε στα Ιεροσόλυμα, διότι εκείνος εγνώριζε από τους παλαιοτέρους την τοποθεσία, όπου είχαν ρίξει τους τρεις σταυρούς. Εκεί μάλιστα φύτρωνε κάθε χρόνον μόνο του και το ευωδιαστό «βασιλικό χόρτο», αυτό, που λέγεται και σήμερα βασιλικός. Πήγε, λοιπόν, η Αγ. Ελένη στην τοποθεσία αυτή και πριν δώση εντολή να αρχίσουν οι ανασκαφές, γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά στον Χριστόν. Μόλις όμως σηκώθηκε στα πόδια της και πριν να πει μια λέξη, έγινε μέγας σεισμός, μόνον στο σημείον αυτό, και το έδαφος σχίστηκε σε μεγάλο βάθος. Τότε άρχισαν αμέσως οι ανασκαφές και σε λίγη ώρα βρέθηκαν και οι τρεις σταυροί, προς γενικήν κατάπληξιν όλων των παρισταμένων.
Όλοι έκλαιγαν από χαρά και άλλοι δόξαζαν τον Θεόν και προσεύχονταν. Η στιγμή ήταν μοναδική και πανίερη. Καθάρισαν τους τρεις σταυρούς από τα χώματα, μολονότι, βρέθηκαν σε ένα κοίλωμα της γης και ήταν καλά προστατευμένοι. Δεν ήξεραν όμως ποιος από τους τρεις ήταν ο Σταυρός επάνω στον όποιον σταυρώθηκε ο Χριστός. Εκεί κοντά βρισκόταν σε μια καλύβα μια ετοιμοθάνατη γυναίκα, που έπασχε από χρόνια ασθένεια. Η Αγ. Ελένη σκέφθηκε αμέσως ότι ο πραγματικός Τίμιος Σταυρός θα θεράπευε αμέσως την γυναίκα, εάν της έβαζαν πάνω της τον Σταυρόν του Κυρίου. Έτσι έβαλαν διαδοχικά τους δύο πρώτους σταυρούς, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Μόλις όμως έβαλαν στο σώμα της τον τρίτον Σταυρόν, η ετοιμοθάνατη γυναίκα έγινε αμέσως καλά και σηκώθηκε στα πόδια της. Έτσι αποδείχτηκε ότι αυτός ήταν ο πραγματικός Τίμιος Σταυρός. Και όπως γράφει και ο Ευθύμιος Ζυγαβηνός στον Σταυρόν του Κυρίου υπήρχε και η μικρή σανίδα με την επιγραφή «Ι.Ν.Β.Ι.» (Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων), πού είχε βάλει ο Πόντιος Πιλάτος.
Αμέσως μετά την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού η Αγ. Ελένη, έχτισε (στον Γολγοθά τον Ναόν της Αναστάσεως και στην συνέχεια τον Ναόν της Γεννήσεως στο Σπήλαιον της Βηθλεέμ και τον Ναόν του Όρους των Ελαίων. Και όταν ο Πατριάρχης Μακάριος έστησε τον Τίμιον Σταυρόν στον ναόν του Πατριαρχείου για προσκύνηση από τον πιστόν λαόν, ήταν η 14η Σεπτεμβρίου του 326 και γι’ αυτό καθιερώθηκε από τότε να εορτάζεται το γεγονός της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού από την Εκκλησίαν την ημέραν αυτήν. Την ίδιαν ήμερα εορτάζεται και η δεύτερη Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, που έγινε από τον αυτοκράτορα Ηράκλειον (628 μ.Χ.), όταν ενίκησε τους Πέρσες, οι οποίοι είχαν κλέψει τον Τίμιον Σταυρόν άπο τα Ιεροσόλυμα. Σήμερα το μεγαλύτερον τεμάχιον του Τιμίου Σταυρού διασώζεται στον Άγιον Όρος, στην Ί. Μονή Ξηροποτάμου.
Η ανεύρεση και η ύψωση του Τιμίου Σταυρού είναι ασφαλώς μέγα γεγονός της παγκοσμίας ιστορίας, διότι αφορά στο σύνολον της ανθρωπότητας, ανεξαρτήτως αν δεν έχουν ακόμα αποδεχθή την Χριστιανική Πίστη και δεν γνωρίζουν όλοι την αλλαγή πορείας της ιστορίας. Ιδιαίτερα, όμως, είναι κορυφαίον γεγονός στην Ιστορία της Εκκλησίας, διότι επιβεβαιώνει και επισφραγίζει την δωρεάν της σωτηρίας σε όλον τον κόσμον και καλεί αδιαλείπτως κάθε άνθρωπον να επιστρέψη στην αληθινήν πατρίδα του Παραδείσου. Δεν είναι απλώς συμβολική και ενδεικτική η μεταστροφή του Ιούδα, που έγινε Χριστιανός και Άγιος Μάρτυς της Εκκλησίας, ωσάν να αποπλύνη την προδοσία του άλλου Ιούδα του Ισκαριώτη, που παρέδωσε τον Θεάνθρωπον στους σταυρωτές του. Και είναι τούτο μέγα δίδαγμα για κάθε άνθρωπο, που όσον και αν έχει πέσει στο έσχατον άκρον της αμαρτίας, όπως ο Ισκαριώτης, μπορεί και πρέπει να διανύση την απόσταση μεταξύ αμαρτίας και σωτηρίας, μεταξύ προδοσίας και μετανοίας, πού δεν έκανε ο πρώτος Ιούδας, αλλά αγχονίσθηκε μέσα στην απελπισία του. Αυτή η μέγιστη μεταστροφή του δεύτερου Ιούδα είναι ο αιώνιος και εμπράγματος αντίλαλος της προσευχής του Θεανθρώπου την ώρα της θυσίας του, όταν παρεκαλεσε τον Θεόν Πατέρα και είπε για τους σταυρωτές του τον λόγον της ύψιστης συγνώμης για όλους τους άρνητές του, άρα και του Ιούδα:— «Πάτερ, άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. ΚΓ’ 34).
Κλείνοντας τις λίγες αυτές γραμμές για τον εορτασμόν του Τιμίου Σταυρού, θα θέλαμε να αναφέρουμε τον σχετικόν λόγον ενός μακαριστού Γέροντος, που έλεγε: – «Η ύψωση του Τιμίου Σταυρού, παιδιά μου, δεν γίνεται μόνον κατά την εορτήν της 14ης Σεπτεμβρίου, αλλά κάθε φορά, πού μετανοεί μια ψυχή και πηγαίνει κοντά στον Χριστόν. Μας το είπε ο ίδιος ο Θεάνθρωπος: «Λέγω δε υμίν ότι ούτω χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. ΙΕ’ 7).
Γιατί η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού φανερώνει τον θρίαμβον της θυσιαστικής αγάπης και αυτός ο θρίαμβος αποτελεί μεγάλη χαρά στον ουρανόν του Θεού και γίνεται κάθε φορά, που μετανοεί αληθινά ένας άνθρωπος. Γι’ αυτό ας μετανοούμε όλοι μας συνεχώς και αληθινά, για να κυρίαρχη πάντοτε η χαρά και στην γη και στον ουρανόν. Αμήν».